Η Μάχη επιστρέφει στη σημερινή Ελλάδα και μέσα από μία τηλεοπτική συνέντευξη αποκαλύπτει ότι το 1973, στα χρόνια της δικτατορίας, ήταν αξιωματικός του ελληνικού στρατού με το όνομα Γεώργιος, όταν ερωτεύθηκε με πάθος έναν νεαρό κομουνιστή στρατιώτη που υπηρετούσε τότε στο στρατόπεδο της Τρίπολης. Σύντομα αποκαλύφθηκαν όλα και οι δύο άντρες οδηγήθηκαν στις στρατιωτικές φυλακές όπου βασανίστηκαν και κακοποιήθηκαν.
Στην ίδια τηλεοπτική συνέντευξη, η Μάχη αναφέρει ότι η τότε σύζυγός του τού διαμήνυσε να ξεχάσει για πάντα και εκείνη και τα παιδιά τους. Μετά την πτώση της δικτατορίας έφυγε από την Ελλάδα, σύντομα άλλαξε φύλο και πήγε στη Γερμανία όπου ξεκίνησε καριέρα ως τραγουδίστρια.
Ολοκληρώνει την τηλεοπτική της εξομολόγηση λέγοντας ότι επέλεξε ως γυναικείο όνομα, μετά την αλλαγή φύλου, εκείνο της αγαπημένης κόρης της, την οποία βλέπουμε αμέσως μετά, ταραγμένη, στο δωμάτιο της εντατικής, στο προσκέφαλο του αγαπημένου αδελφού της, ο οποίος έχοντας σχεδόν πιστέψει στο αφήγημα που είχε επινοήσει ότι ο αξιωματικός πατέρας του πέθανε ηρωικά μαχόμενος στην απόβαση των Τούρκων στην Κύπρο το 1974, έκανε απόπειρα αυτοκτονίας μετά την τηλεοπτική συνέντευξη.
Όταν οι δύο γυναίκες που φέρουν το ίδιο όνομα, Μάχη, συναντηθούν για πρώτη φορά, η μικρή ξεκαθαρίζει στην μεγάλη ότι περίμενε αυτή τη στιγμή για όλη της τη ζωή, όμως εάν ο αδελφός της δεν συνέλθει, τότε θα τη σκοτώσει. Μέχρι να συμβεί οτιδήποτε όμως, θα μένουν μαζί στο παλιό οικογενειακό σπίτι, όπως παλιά.
Κάπως έτσι, ακριβώς μετά την τηλεοπτική συνέντευξη, χωρίς έστω και μία εικόνα του παρελθόντος σε flash back, ξεκινά ουσιαστικά η ταινία ψηλαφώντας την ιδιότυπη συνύπαρξη των δύο γυναικών. Μία προσπάθεια να επανασυνδέσουν, ύστερα από μισό αιώνα απόλυτης σιωπής και απουσίας, το νήμα ανάμεσα σε μία επτάχρονη κόρη και σε έναν πατέρα που μέχρι τον βίαιο χωρισμό τους συνδέονταν με παθολογική αγάπη.
Θα μεσολαβήσουν πολλά ώστε οι δύο γυναίκες να αποτελέσουν ένα σώμα και μία ψυχή στο αναπάντεχο φινάλε.
Ηθοποιοί:
Μπέττυ Βακαλίδου, Έλενα Τοπαλίδου, Μανώλης Μαυροματάκης , Γιάννης Οικονομίδης, Michelle Valley, Γιάννης Καρατζογιάννης, Λυδία Φωτοπούλου, Ράνια Οικονομίδου, Αγγελική Παπαθεμελή, Άγγελος Παπαδημητρίου
Σενάριο - Σκηνοθεσία:
Ηλίας Γιαννακάκης
Παραγωγός:
Αποστολία Παπαϊωάννου
Συμπαραγωγοί:
Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, ΕΡΤ, Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, Ηλίας Γιαννακάκης, Εθνικό Κέντρο Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας (ΕΚΟΜΕ)
Οργάνωση Παραγωγής:
Παναγιώτης Σιμόπουλος
Διεύθυνση Παραγωγής:
Κυριάκος Γκίκας
Διεύθυνση Φωτογραφίας:
Claudio Bolivar
Production Designer:
Μιχάλης Σαμιώτης
Σκηνογράφος:
Μυρτώ Δασκαρόλη
Location Manager:
Γιώτα Σκουβαρά
Sound Mixing:
Κώστας Φυλακτίδης
Η ταινία επιχειρεί να αναδείξει τη μόνη - ενδεχομένως - πραγματική καταφυγή μας, όταν πια έχουν καταπέσει όλες οι απόλυτες βεβαιότητες που θεωρούμε ότι καθορίζουν τη ζωή μας.
Ο Γεώργιος ήταν αξιωματικός του στρατού στα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, λειτούργημα με την μέγιστη αίγλη τότε. Ήταν επίσης σύζυγος μιας αξιοσέβαστης γυναίκας και πατέρας δύο παιδιών, σε μία απολύτως τυπική εκδοχή του οικογενειακού μοντέλου που κυριάρχησε στην Ελλάδα από το 1830, όταν είχε κατακτηθεί η ανεξαρτησία από τους Οθωμανούς.
Όταν, όμως, το 1973 συλλαμβάνεται για ομοφυλοφιλικό έρωτα με κομμουνιστή στρατιώτη, όλα καταρρέουν.
Περνά από στρατοδικείο, φυλακίζεται, βασανίζεται και η σύζυγός του τού διαμηνύει ότι θα είναι για πάντα ανεπιθύμητος. Δεν θα ξαναδεί ποτέ τα παιδιά του και ειδικά την πολυαγαπημένη του κόρη, την επτάχρονη, τότε, Μάχη.
Εάν το ίδιο περιστατικό είχε συμβεί σε μία χώρα της δυτικής ή κεντρικής Ευρώπης ή της Σκανδιναβίας, η εξέλιξη θα ήταν ολότελα διαφορετική. Ενδεχομένως θα είχε ακόμα και την συμπαράσταση της οικογένειάς του.
Στην άκρως συντηρητική Ελλάδα του 1973 όμως - όπου η Ιστορία ρίχνει ακόμα βαριά τη σκιά της στις ζωές των ανθρώπων, όπως σε κάθε χώρα του ευρωπαϊκού νότου - ο Γεώργιος είναι πλέον έκπτωτος από έναν καλά χτισμένο και περίκλειστο Παράδεισο.
Φεύγει ως καταραμένος, έχοντας διαπράξει την απόλυτη ύβρη και οδηγηθεί στην κόλαση.
Επιστρέφει ύστερα από πενήντα χρόνια ως γυναίκα με το όνομα Μάχη, και μάλιστα τραγουδίστρια, επιθυμώντας να πεθάνει στην πατρίδα της ως αυτό που επέλεξε να είναι. Κυρίως, όμως, θέλει να ξαναβρεθεί με τα παιδιά της, και ειδικά την κόρη της, το όνομα της οποίας διάλεξε να έχει και η ίδια από τη στιγμή που άλλαξε φύλο.
Εκεί ακριβώς ξεκινά η ταινία, χωρίς ούτε μία εικόνα ως flash back από όσα συνέβησαν πριν από μισό αιώνα.
Η δημοσιοποίηση της ιστορίας της μέσα από μία τηλεοπτική εκπομπή, ξαναφέρνει στην επιφάνεια το τραύμα με απολύτως αναπάντεχο τρόπο.
Ο ακροδεξιός γιος της, που είχε οχυρωθεί πίσω από την εικόνα του αξιωματικού πατέρα, αποπειράται να αυτοκτονήσει όταν βλέπει την εκπομπή στην τηλεόραση.
Τότε αρχίζει να ξεδιπλώνεται το αληθινό υπόστρωμα της ταινίας.
Που δεν είναι άλλο από τη σχέση των δύο γυναικών κάτω από το βάρος του γιου και αδελφού που χαροπαλεύει στην εντατική, κυρίως όμως την απουσία ακόμα και της παραμικρής επαφής ανάμεσα σε δύο οντότητες που είχαν προλάβει να αγαπήσουν παθιασμένα η μία την άλλη - τότε ως πατέρας και κόρη μέχρι τα επτά της χρόνια και σήμερα ως δύο γυναίκες που επιχειρούν να επανενώσουν το κομμένο νήμα μιας σχέσης που θεωρούνταν πεθαμένη - με μοναδικό τους οδηγό και καταφυγή μία βιασμένη και εγκλωβισμένη, επί πενήντα χρόνια στη σιωπή, αγάπη.