Σκέψεις του Ηλία Γιαννακάκη για το ανέβασμα του “Ιππόλυτου” από τον Δημήτρη Καμαρωτό, με ερμηνεύτρια την Αμαλία Μουτούση.
Ο καθένας μας μπορεί να θυμηθεί στιγμές όπου μια δασκάλα, μια γιαγιά, μια θεία, μια ξαδέλφη ή ακόμα και η μητέρα μας, έχει προχωρήσει, έτσι, σαν παιχνίδι – μάθημα, στην ανάγνωση ενός σπουδαίου και κλασσικού έργου, “ερμηνεύοντας” όλα τα πρόσωπα.
Συνήθως, λοιπόν, σε μια τέτοια απλή, πρωτογενή, σχεδόν διαδικασία ρουτίνας, ανάγνωση, η γυναίκα που διαβάζει (συνήθως μόνο γυναίκες διαβάζουν με αυτό τον τρόπο), φροντίζει να αλλάζει τη φωνή της, άλλοτε απλώς εμφανώς, άλλοτε με υπερβολή και με στόμφο, ώστε να μπορεί το παιδί να ξεχωρίσει ποιος είναι αυτός που μιλά κάθε φορά.
Κάπως έτσι θέλησε ο Δημήτρης Καμαρωτός να είναι η αίσθηση των θεατών όταν θα βρίσκονταν στην ιστορική αίθουσα του Παρνασσού, στην πλατεία Καρύτση.
Ένα παραμύθι, προτού πάμε για ύπνο. Έτσι έγραψε ο Καμαρωτός στο πρόγραμμα.
Κάθε φορά που κάθεται κάποιος, ως θεατής, αναμένοντας μια παράσταση όπου συμμετέχει η Αμαλία Μουτούση, βιώνει μια μυστηριώδη προσμονή. Ή τουλάχιστον σε μένα αυτό συμβαίνει, μετά την πρώτη φορά που βρέθηκα σε παράστασή της, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα.
Η προσμονή είναι μυστηριώδης διότι, σχεδόν κάθε φορά, ο θεατής κάθεται μπροστά σε καινούριες πόρτες που πρόκειται ν' ανοίξουν μπροστά του.
Στην προκειμένη περίπτωση ήταν πολλά αυτά που έχτιζαν αυτή την προσμονή.
Η Αμαλία Μουτούση, ο Δημήτρης Καμαρωτός, η πολυετής κοινή τους καλλιτεχνική συμπόρευση, το ίδιο το κείμενο φυσικά, ο “Ιππόλυτος”, και ασφαλώς ο χώρος.
Ο Παρνασσός κουβαλά μια ιστορία και μια ενέργεια η οποία δεν σε αφήνει ανεπηρέαστο, ακόμα κι αν αγνοείς παντελώς την ύπαρξή του.
Κάποια στιγμή όλα ξεκινούν όταν μπαίνει, διακριτικά και αποφασιστικά, η Αμαλία εντός του χώρου. Τα μαλλιά πιασμένα πίσω, αδύνατη και υπέρκομψη, φορώντας ένα μοβ ταγέρ.
Πίσω από τους θεατές βρίσκεται ο κυριολεκτικά άνθρωπος- ορχήστρα. Ο Δημήτρης Καμαρωτός, με όλα τα μουσικά και τεχνολογικά θαύματά του να τον περιβάλλουν.
Η Αμαλία είναι ταυτόχρονα αφηγήτρια – φορέας του κειμένου, όσο και ερμηνεύτρια όλων των χαρακτήρων.
Πολύ νωρίς, προτού ακόμα ξεκινήσει η καταβύθιση στο κείμενο του “Ιππόλυτου”, η Αμαλία προτάσσει ένα στίχο του Σεφέρη. “...Όταν δεν χρειάζεται να ξεσπάσει ένα ποίημα, προτιμά να βηματίζει...”.
Στίχος ο οποίος λειτουργεί ως ενοποιητικός ιστός ανάμεσα στο χώρο, τον Παρνασσό δηλαδή, και το κείμενο του “Ιππόλυτου”.
Κάπου εκεί ξεκινά η μαγεία. Η Αμαλία περιδιαβαίνει όλο το χώρο. Περνά ανάμεσα από τους θεατές. Είναι άλλες φορές ο Ιππόλυτος, άλλες η Φαίδρα. Κάποτε ο Θησέας, η Τροφός, η Άρτεμις, η Αφροδίτη και κάποτε άλλοτε ο Χορός.
Και η Αμαλία, όπως ακριβώς μια γιαγιά ή μια δασκάλα, παραλλάσσει ελαφρώς την εκφορά του λόγου της.
Το ίδιο ακριβώς. Όμως δεν είναι το ίδιο. Μοιάζει τόσο πολύ αλλά βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα.
Πιο συγκεκριμένα, η διαφορά ανάμεσα στα δυο είναι αυτό ακριβώς που χωρίζει τον συμπαγή και ακαθόριστο αχό( της πόλης για παράδειγμα) με μια ουσιαστική, καθαρή και λυτρωτική εικόνα. Όπως όταν ένα θαμπό τζάμι καθαρίζει και λειτουργεί αποκαλυπτικά.
Η Αμαλία, με τρόπο αβίαστο, ως κάτι που φαντάζει (και στην περίπτωσή της είναι) το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου, περνά από τον ένα χαρακτήρα στον άλλο υιοθετώντας αυτή την ελάχιστη μετατόπιση.
Δεν αλλάζει τον τόνο της φωνής, της διάθεσης, του συναισθήματος ή της έντασης.
Είναι σε θέση να αγγίζει, σε κάθε αλλαγή, την υπόσταση του εκάστοτε χαρακτήρα.
Δεν χρειάζεται να καταφύγει σε τεχνάσματα ή σε τεχνικές ευκολίες.
Η μικρή αυτή μετατόπιση, είναι το θαύμα που χαρακτηρίζει το πέρασμα από την καθημερινότητα προς την αληθινή ποίηση.
Αν βρεθούμε σε έναν κεντρικό δρόμο, την οδό Πανεπιστημίου για παράδειγμα, με πάμπολλους διερχόμενους και ακόμα πιο πολλές εικόνες, οι περισσότεροι θα τον διατρέξουμε έχοντας αποκομίσει παρόμοιες εντυπώσεις. Μια γενική αίσθηση βοής της πόλης, των πολλών ανθρώπων και μιας ομογενοποιημένης εικόνας.
Ελάχιστοι θα καταφέρουν να διαμορφώσουν ένα διαφορετικό βλέμμα μέσα από το οποίο θα καταφέρουν να αναδείξουν άλλα, εντελώς διαφορετικά, στοιχεία.
Και ίσως θα βρεθεί μονάχα ένας ή μια που θα σταθεί κάπου και θα μετατοπίσει το βλέμμα προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ώστε να απομονώσει μια μορφή ενός ανθρώπου, ενός ζώου ή ενός δέντρου που θα λειτουργήσει αποκαλυπτικά.
Αυτή η μικρή, η ελάχιστη μετατόπιση του βλέμματος, ουσιαστικά της ψυχής, συνιστά ένα αυθεντικά ποιητικό στοιχείο χωρίς το οποίο η Αμαλία δεν θα μπορούσε ποτέ να αγγίξει εκείνες τις περιοχές που άγγιξε μέσα από τη εκφορά – αφήγηση – ερμηνεία του κειμένου του Ευριπίδη.
Κατάφερε να δει όσα δεν βλέπουμε οι περισσότεροι και να μας τα μεταφέρει προτού πάμε για ύπνο.
Η ελάχιστη αυτή μετατόπιση, ένα αληθινό θαύμα, ανέδειξε το κείμενο και δικαίωσε την επιλογή του Καμαρωτού για ένα πρόσωπο πίσω από όλους τους χαρακτήρες, επειδή ακριβώς όλοι οι χαρακτήρες έγιναν ένα πράγμα.
Συνήθως, ο “Ιππόλυτος” μας δημιουργεί κάποια παρεμφερή συναισθήματα. Στεκόμαστε ψυχρά απέναντι στον Θησέα, με δέος απέναντι στη Φαίδρα, απορία για την Τροφό και ταυτιζόμαστε με τον ευγενή Ιππόλυτο.
Στην περίπτωση της Αμαλίας όλα τα πρόσωπα, μαζί και ο Χορός, ή Άρτεμις και η Αφροδίτη, απέκτησαν μια κοινή μοίρα. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί. Ούτε ερμηνείες και οπτικές. Ούτε αναγωγές. Όλα τα πρόσωπα κουβαλούν μια κοινή ανθρώπινη μοίρα που τους ορίζει και τους οδηγεί.
Αυτό επιτεύχθηκε μέσα από το ποιητικό ιδίωμα που η Αμαλία εδώ και πολλά χρόνια κατορθώνει να καλλιεργεί και να εξελίσσει, βήμα – βήμα, προσεγγίζοντας το άχρονο τίποτα που είναι γεμάτο από το αυθεντικά διαχρονικό υλικό που διατρέχει τον άνθρωπο και τη μοίρα του.
Δεν ήταν μόνο η εκφορά του λόγου της Αμαλίας που οδηγούσε σε μια τέτοια γεμάτη αίσθηση – βίωμα. Ήταν και η παρουσία της. Έχει οδηγηθεί σε μια μορφή που, τουλάχιστον επί σκηνής, δεν γνωρίζεις, δεν αντιλαμβάνεσαι, αν πρόκειται για ένα εικοσάχρονο κορίτσι, για μια ώριμη γυναίκα ή μια υπεραιωνόβια γριά που έχει περάσει, όπως συμβαίνει σε κάποιους υπερήλικες, σε μια άλλη παιδικότητα.
Ήταν συγκλονιστικό να την αισθάνεσαι κυριολεκτικά δίπλα σου, καθώς περνά και κάποιες φορές σε ακουμπά ανεπαίσθητα, να την ακολουθείς με το βλέμμα και τις αισθήσεις σου σε όλο το χώρο, να την παρατηρείς ιδρωμένη αλλά όχι καταπονημένη, ο ιδρώτας αναδύεται εδώ ως υπεραξία, και να προσμένεις αυτό που θα ακολουθήσει.
Τελικά, αυτή μυστηριώδης, όπως πάντα, προσμονή είναι σα να τρύπησε το ταβάνι.
Σε αιφνιδιάζει και σε καθηλώνει. Και σε ξεπερνά. Η Αμαλία στην καλύτερή της στιγμή.
Φυσικά, όλο αυτό δεν συμβαίνει από μόνο του. Συνομιλεί διαρκώς και ασφαλώς από την πρώτη στιγμή των προβών, που εμείς, φυσικά, ποτέ δεν είδαμε, με το μουσικό αλλά επίσης ποιητικό ιδίωμα του Δημήτρη Καμαρωτού.
Είναι ολοφάνερη η εκλεκτική συγγένεια αλλά και η όσμωση που έχει επέλθει μεταξύ τους ύστερα από σχεδόν τριάντα χρόνια συνεργασίας και πνευματικής συμπόρευσης.
Ο Δημήτρης λειτουργεί ως σκηνοθέτης, ως ο άνθρωπος που έχει όλη τη σύλληψη στο μυαλό του και ως μουσικός φυσικά. Όχι, όμως, με μια μουσική που λειτουργεί ως υπόκρουση ή συνοδεία, άλλωστε αυτό δεν το έχει επιχειρήσει ποτέ στα τόσα χρόνια που κάνει θέατρο, αλλά ως καύσιμη ύλη. Ως κηροζίνη.
Η μουσική ή καλύτερα αυτό το μοναδικό του ηχομουσικό ύφος, είναι εξίσου αυτόνομο όσο και ενσωματωμένο. Ο λόγος, η εκφορά του λόγου, πατά πάνω στο ίχνος της μουσικής.
Η οποία, λειτουργεί ως ανιχνευτής. Μπορεί να φανταστεί κανείς τον Καμαρωτό, σ' αυτόν τον “Ιππόλυτο” που μας έδωσε μαζί με την Αμαλία, να έχει πάει πολύ νωρίτερα στο χώρο, να τον έχει καθαρίσει με θειάφι, να έχει διώξει όλους τους δαίμονες και τα κακά πνεύματα και να έχει κάνει τη σπορά ώστε να έρθει η στιγμή της Αμαλίας.
Και τότε, ευρισκόμενος από πίσω, σε μια ελαφρώς υπερυψωμένη σκηνή, κατευθύνει, εμψυχώνει, επικοινωνεί πνευματικά με την Αμαλία και μας προσφέρει την ησυχία του.
Που πρέπει να αποτελεί και το μεγάλο του όπλο.
Το δίπολο αυτό, Αμαλία Μουτούση και Δημήτρης Καμαρωτός, θα μπορούσαν να είναι μια γροθιά. Όμως, δεν υπάρχει τίποτα επιθετικό ή οξύ σε αυτό που μας παρουσιάζουν.
Το σχήμα τους μοιάζει περισσότερο με ένα σβώλο, που αισθάνεσαι ότι είναι τόσο μαλακός και ευάλωτος ώστε μπορεί να λιώσει ανά πάσα στιγμή.
Κι όμως, είναι συμπαγής όπως τα ψηλά βουνά.
Πίσω από τους δυο βασικούς συντελεστές κρύβεται μια σπουδαία και αφανής ομάδα.
Ο Νίκος Φλέσσας, που έχει κάνει τη μετάφραση, ο Άγγελος Μέντης στο κοστούμι της Αμαλίας, η Εύα Μανιδάκη στη διαμόρφωση και αξιοποίηση του σκηνικού χώρου, ο Γιάννης Δρακουλαράκος στους φωτισμούς και η Σύλβια Λιούλιου που συνεργάστηκε στη δραματουργία.
Όλοι αυτοί έχουν το δικό τους μερίδιο σε αυτό το εγχείρημα που μας έδωσε όχι απλώς μια σπουδαία παράσταση αλλά, πολύ περισσότερο, ένα ψυχικό βίωμα.
Μια συνολική λειτουργία του πνεύματος, των αισθήσεων, του σώματος και της ψυχής.
Πίσω από όλους αυτούς βρίσκεται η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών που ανέλαβε, ευτυχώς, την πρακτική υλοποίηση του εγχειρήματος.
Η οποία οφείλει να επαναλάβει, εκεί στον ίδιο χώρο του Παρνασσού, την παράσταση από το Φθινόπωρο.
Για να μπορέσει να έρθει σε επαφή μαζί της όσο γίνεται μεγαλύτερος αριθμός θεατών.
Γιατί, ειδικά σε περιόδους μελαγχολικές, πιεσμένες και αλλοπρόσαλλες, όπως είναι τα οκτώ τελευταία χρόνια που διανύουμε στην Ελλάδα, η επαφή με κάτι αυθεντικά ποιητικό, δηλαδή ουσιαστικά αληθινό, προσφέρει ένα στήριγμα.
Κι αν αυτός ο λόγος δεν είναι ικανός να επιφέρει την επανάληψη της παράστασης από το προσεχές φθινόπωρο, ας γίνει αυτή μόνο και μόνο για να μην φαντάζει αυτό εδώ το κείμενο υπερβολικό, ζαχαρώδες, παραπλανητικό και βαθιά υποκειμενικό.
Μόνο σε περίπτωση που η παράσταση αυτή ξαναπάρει σάρκα και οστά, το κείμενο αυτό θα δικαιωθεί, πιθανώς, ως μια λιτή, διακριτική και χαμηλών τόνων περιγραφή των όσων αναφέρει.