Η “Χαρά” προέκυψε, μέσα μου, ως εικόνα πρώτα. Χωρίς να υπάρχει κάποια ιστορία ή μια σχετική ιδέα που θα μπορούσε να με οδηγήσει στην ταινία. Πιο συγκεκριμένα, ήταν η αδιόρατη και ασπρόμαυρη εικόνα μιας γυναίκας που βρισκόταν σε ένα πολύ ιδιαίτερο μεταίχμιο της ζωής της. Μονάχα αυτό υπήρχε, πολύ έντονα, στο κεφάλι μου. Μου εντυπώθηκε αρκετά χρόνια νωρίτερα και μετά έφευγε και ερχόταν. Αυτό, φυσικά, δεν θα μπορούσε να σημαίνει από μόνο του και πάρα πολλά.
Όμως στα τέλη του 2009, ύστερα από έξι χρόνια αδιάκοπης δουλειάς και πολλών ντοκιμαντέρ που είχα γυρίσει, παραπάνω από ογδόντα συνολικά μέχρι τότε, κατάφερα να ξεχρεώσω την προηγούμενη ταινία μου και να έχω μπροστά μου, για πρώτη φορά στη ζωή μου, μια περίοδο απολύτως χαλαρή, ήσυχη, χωρίς άγχος και πίεση. Ξεκίνησα πολλές μακρινές βόλτες, έτσι, χωρίς λόγο και όλα μέσα μου είχαν αδειάσει αβίαστα με έναν τρόπο που δεν μου είχε συμβεί ποτέ μέχρι τότε. Και κάποια στιγμή διάβασα στην εφημερίδα μια είδηση. Μια γυναίκα είχε κλέψει ένα μωρό ώστε να πιέσει το σύντροφό της, που την είχε εγκαταλείψει, να επιστρέψει σ' αυτήν επειδή είχε φέρει στον κόσμο το παιδί τους. Πέρασε μια μέρα μαζί με το μωρό και αμέσως μετά την συνέλαβαν.
Τίποτα άλλο. Μέσα σε ένα λεπτό, με αφορμή αυτό το περιστατικό, δημιουργήθηκε μέσα μου η βασική ιστορία της “Χαράς” όπως τελικά αποτυπώθηκε στην ταινία. Το πιο σημαντικό ήταν ότι γνώριζα από την πρώτη εκείνη στιγμή ότι ήταν αυτή η ταινία που ήθελα, με κάθε τρόπο, να πραγματοποιήσω.
Ξεκίνησα αμέσως να γράφω το σενάριο.
Αρχικά σκεφτόμουν ότι ο γυναικείος αυτός χαρακτήρας θα έπρεπε να είναι μια κοπέλα όχι παραπάνω από τα τριάντα. Συνειδητοποίησα όμως ότι ήταν πολύ σημαντικό να βρίσκεται σε μια ηλικία που θα είχε χαθεί η ευκαιρία να τεκνοποιήσει. Χρειαζόμουν μια κάπως μεγαλύτερη σε ηλικία ηθοποιό και τότε η σκέψη μου πήγε αμέσως στην Αμαλία Μουτούση. Ήμασταν ήδη καλοί φίλοι και είχαμε βρεθεί πολύ κοντά μέσα από τη συνεργασία μας σε τρία ντοκιμαντέρ του “Παρασκηνίου”. Σε ένα μάλιστα από αυτά την κινηματογραφούσα επί έναν ολόκληρο χρόνο.
Αυτό ασφαλώς δεν ήταν αρκετό για να προεξοφλήσει μια επιτυχημένη συνεργασία.
Το πρότεινα στην Αμαλία, την άνοιξη του 2010, και εκείνη δέχτηκε. Το κυριότερο ήταν ότι αντιλήφθηκα πως την ενδιέφερε αληθινά. Την αφορούσε και την κέντριζε αυτός ο χαρακτήρας της “Χαράς”.
Ξεκινήσαμε να δουλεύουμε μαζί, συζητώντας και μιλώντας για τον χαρακτήρα που θα έπαιζε στην ταινία. Μια δουλειά η οποία, αν και γινόταν στο περιθώριο του χρόνου που απέμενε από τις επαγγελματικές μας δραστηριότητες, ήταν πολύ ουσιαστική και δημιουργική.
Αυτό κράτησε περίπου ένα χρόνο. Είχα ολοκληρώσει πλέον επτά γραφές (drafts) του σεναρίου και η προ - παραγωγή, καθώς και οι συστηματικές πλέον πρόβες, ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 2011.
Η κατάσταση στη χώρα ήταν πολύ δύσκολη, οι χρηματοδοτήσεις από το ΕΚΚ και την ΕΡΤ είχαν παγώσει, και είχα πλέον αποφασίσει να γίνει η ταινία (το γύρισμα τουλάχιστον) με όσα χρήματα είχα μαζέψει δουλεύοντας εντατικά τα προηγούμενα χρόνια, καθώς και κάποια ακόμα που κατάφερα να δανειστώ.
Με τρόμαζε η ιδέα να ξαναμπώ και πάλι στη δίνη ενός τεράστιου χρέους, όπως είχε συμβεί στην προηγούμενη ταινία μου, αλλά δεν γινόταν διαφορετικά.
Ήμουν απολύτως αποφασισμένος να κάνω την ταινία και σκέφτηκα ότι ακόμα κι αν καταστρεφόταν οικονομικά η χώρα και μέναμε όλοι στον άσσο, τουλάχιστον θα έχω κάνει τη ταινία.
Πέρα από το οικονομικό, που ήταν ο μεγάλος βραχνάς, υπήρχαν και πολλές άλλες δυσκολίες. Έπρεπε να έχουμε ένα μωρό, ούτε τριών μηνών, με σημαντική παρουσία στην ταινία και ενώ είχαν ξεκινήσει τα κρύα του Νοεμβρίου. Επιπροσθέτως είχα αποφασίσει ότι η ταινία θα γυριζόταν σε, πανάκριβο, φιλμ 35mm.
Κι αυτό γιατί ήθελα την καλύτερη εκδοχή του ασπρόμαυρου. Υπήρχε μια σειρά από αισθητικούς λόγους που με είχαν οδηγήσει στην απόφαση του ασπρόμαυρου. Επιπροσθέτως, όμως, ήθελα αυτό να συμβεί με τον ίδιο τρόπο, τα ίδια υλικά μέσα, με τις ταινίες που είχαν εμπνεύσει εμένα. Ασχολήθηκα με τον κινηματογράφο μέσα από την σινεφιλική μου ιδιότητα. Για μένα, από παιδί, αυτή ήταν η μεγάλη εμμονή και καταφυγή μου. Ανάμεσα σε χιλιάδες ταινίες, περισσότερο με επηρέασαν οι ταινίες του Ρομπέρ Μπρεσόν και του Κάρλ Ντράγιερ. Ασπρόμαυρες σε φιλμ 35mm. Έτσι ήθελα να είναι και η “Χαρά”. Όχι επειδή θα μπορούσα να προσεγγίσω το πνευματικό και αισθητικό σύμπαν των δυο ιερών τεράτων. Αυτό θα ήταν γελοίο και μόνο ως σκέψη. Ο λόγος είναι ότι μόνο έτσι θα ήμουν συνεπής απέναντι στην πηγή έμπνευσής μου.
Κι αυτό ήταν πολύ σημαντικό, τότε, για μένα.
Άλλωστε γνώριζα πολύ καλά ότι το φιλμ πέθαινε. Ότι αυτή θα ήταν (για μένα τουλάχιστον) η τελευταία φορά. Και πράγματι έτσι ήταν.
Αν ήθελα να εξειδικεύσω στις επιρροές που με οδήγησαν στη “Χαρά” αυτές εντοπίζονται στην Wanda, τη μοναδική ταινία που γύρισε ποτέ η ηθοποιός Μπάρμπαρα Λόντεν, στο Wendy and Lucy της Κέλι Ράιχαρτ, στη Δίκη της Ζαν ντ' Αρκ του Ρομπέρ Μπρεσόν καθώς και σε ένα λογοτεχνικό χαρακτήρα. Τον Μπάρτλεμπι, από τη μικρή ομώνυμη νουβέλα του Χέρμαν Μέλβιλ.
Η “Χαρά” γυρίστηκε μέσα σε 18 μόλις μέρες από τα μέσα Νοεμβρίου μέχρι αρχές Δεκεμβρίου του 2011.
Σκοπός μου ήταν να αποδώσουμε όλη την ταινία μέσα από ένα συγκεκριμένο διπλό σχήμα. Από τη μια πλευρά έχουμε τον κεντρικό χαρακτήρα, μια γυναίκα σε απολύτως οριακή στιγμή της ζωής της, που προχωρά στην αρπαγή ενός νεογνού. Μια κίνηση τόσο ακραία ώστε από μόνη της αποκτά μια διάσταση σχεδόν ποιητική.
Και από την άλλη πλευρά το οπτικό ύφος. Η κινηματογράφηση. Που όφειλε να είναι λιτή, ρεαλιστική στα όρια του ντοκιμαντέρ, απέριττη, χωρίς σκηνοθετικές μεγαλοπρέπειες και λυρικά στοιχεία, μέσα από μονοπλάνα που δεν αφήνουν χώρο για την κλασική σκηνοθετική προσέγγιση (γενικό πλάνο και κοντινά) η οποία παραπέμπει σε μια κινηματογραφική κατασκευή.
Με ασπρόμαυρη φωτογραφία σε ουδέτερους τόνους. Και όχι εξπρεσιονιστική με ερμηνευτική και δραματική στόχευση. Και με έμφαση στην εκτός κάδρου (ηχητική) δράση.
Πάνω από όλα, είχα αποφασίσει ότι το βλέμμα της ταινίας θα ήταν απολύτως συνδεδεμένο με την παρουσία της ηρωίδας. Δεν θα υπήρχαν πλάνα χωρίς αυτήν. Δεν αναφέρομαι σε ένα ύφος που θα καθοριζόταν από το δικό της βλέμμα, αν υιοθετούσαμε το υποκειμενικό της πλάνο, αλλά από τη δική της παρουσία, ενέργεια και τελικά τη δική της υπόσταση. Όλα τα βλέπουμε μέσα από ένα κάδρο όπου η Χαρά είναι παρούσα και κυρίαρχη. Μια τέτοια επιλογή, όταν εκτελείται με συνέπεια, απευθύνεται στο υποσυνείδητο του θεατή. Τα βλέπει όλα μέσα από τη δική της ψυχή. Το ένα, η επιλογή του υποκειμενικού βλέμματος, θα ήταν μονοσήμαντο. Το άλλο εμπεριέχει το θεατή. Τον καλεί να εισέλθει σε αυτόν τον κόσμο.
Η σύζευξη των δυο στοιχείων, ηρωίδας και κινηματογραφικού ύφους, θα μπορούσε, όπως ήλπιζα και προσδοκούσα, να οδηγήσει σε ένα αποτέλεσμα που θα μπορούσε να έχει τα χαρακτηριστικά της πραγματικής ζωής σαν να την παρατηρούμε υπό μια συγκεκριμένη γωνία. Μια ελάχιστη μετατόπιση, η οποία ουσιαστικά μας επιτρέπει να αισθανθούμε και να συγκινηθούμε με έναν τρόπο καθαρό, σχεδόν αδιαμεσολάβητο. Αυτή η μικρή μετατόπιση από την ρεαλιστική πραγματικότητα αποτελεί για μένα το πιο σημαντικό στοιχείο. Είτε στη δημιουργία είτε στη ζωή.
Κάναμε πάρα πολλή δουλειά προς αυτή την κατεύθυνση ώστε να μπορούμε μετά να την πετάξουμε και να οδηγηθούμε στην απόλυτη απλότητα - καθαρότητα.
Απώτερος στόχος ήταν να υπάρξει όσο το δυνατό πιο ουσιαστική προετοιμασία αλλά στην εκτέλεση, τη στιγμή του γυρίσματος, να είναι το απρόβλεπτο, ότι γεννιέται εκείνη τη στιγμή, αυτό που θα δίνει τον τόνο στο τελικό αποτέλεσμα. Να αναδειχθεί μια ψυχή, ακραία ποιητική, ως ντοκουμέντο. Ως ένας άνθρωπος που υπάρχει δίπλα μας επί χρόνια αλλά δεν του ρίχνουμε ποτέ δεύτερη ματιά και τον προσπερνάμε.
Και την ίδια στιγμή, να αποτυπωθεί ο εκτός κάδρου κόσμος, όχι μόνο οι φορείς της εξουσίας αλλά η κοινωνία σε ένα μεγάλο μέρος της, με τρόπο ώστε να αναδύεται ο φανατισμός και η μισαλλοδοξία. Άλλωστε θεωρώ ότι ειδικά η ελληνική κοινωνία, εδώ και αρκετά χρόνια έχει απομακρυνθεί από τον ορθό λόγο, τη μετριοπάθεια και την ανεκτικότητα, έχοντας οδηγηθεί σε ακραίους δρόμους ενός συντηρητικού λαϊκισμού. Και ενός ριζοσπαστικού μηδενισμού.
Κι αυτό εκφράστηκε σε όλο του το μεγαλείο από τότε που ξέσπασε η οικονομική κρίση και ολοένα διολισθαίνει προς τα κάτω.
Αυτός ο κόσμος βρίσκεται απέναντι από τη Χαρά. Μια κοινωνία μη ανεκτική, καχύποπτη και φανατισμένη. Στην οποία επικρατεί ένα διάχυτο έλλειμμα δικαιοσύνης. Αλλά αυτό, ασφαλώς, δεν είναι ούτε απόλυτο (όπως άλλωστε προκύπτει και από την ταινία) αλλά ούτε και συναντάται μόνο στην Ελλάδα. Έχει να κάνει, διαχρονικά, με την ευρύτερη ανθρώπινη συνθήκη.
Βλέποντάς την ταινία με μια απόσταση θεωρώ ότι το δεύτερο μέρος, στο Δικαστήριο, θα μπορούσε να είναι μικρότερο και περισσότερο εστιασμένο σε κοντινά πλάνα της ηρωίδας. Ώστε να παραμένει το κέντρο της εστίασης διαρκώς πάνω της.
Και θα έπρεπε, από πλευράς σεναρίου, να απουσιάζουν κάποιες επεξηγηματικές και ουσιαστικά χωρίς νόημα αναφορές. (Η αναφορά στο χαμένο αδελφάκι όταν καταθέτει στο Δικαστήριο η μάνα της Χαράς). Αντίστοιχα θα μπορούσε να είναι πιο διευρυμένο το πρώτο μέρος της ταινίας με το μωρό.
Αυτά ήταν δικά μου λάθη και λυπάμαι πολύ για αυτά.
Ακόμα κι έτσι, όμως, θεωρώ ότι το μέταλλο της ταινίας είναι πολύ ισχυρό και αισθάνομαι ότι στο σύνολό της στέκει σε ένα υψηλό επίπεδο.
Η ταινία οφείλει, ασφαλώς, πάρα πολλά στην Αμαλία Μουτούση. Η ποιότητα της δουλειάς της ήταν εξαιρετικά υψηλού επιπέδου. Τόσο στην μακρά προετοιμασία όσο και στα γυρίσματα. Παρά τις μεγάλες δυσκολίες και τις παγίδες, σε έναν ρόλο ομολογουμένως επικίνδυνο. Απολύτως στα όρια. Κατάφερε να σταθεί σε ένα επίπεδο τόσο υψηλό ώστε μέσα από αυτή την τόσο ακραία και αμφιλεγόμενη γυναίκα, που βαρύνεται με μια σειρά από άνομες πράξεις και φαντάζει ως κλινική περίπτωση, να δώσει φως και παράλληλα τη δυνατότητα στον θεατή να αναρωτηθεί πώς μπορεί να αισθανόμαστε όλοι εμείς όταν απέναντί μας στέκεται μια τόσο ιδιαίτερη και φαινομενικά αλλόκοτη ψυχή. Ένας τόσο διαφορετικός άνθρωπος. Σε ποιο βαθμό, δηλαδή, είναι η μισαλλοδοξία αυτό που κυριαρχεί μέσα μας και όχι η ανεκτικότητα στο διαφορετικό, ακόμα κι αν αυτό μας ξενίζει, όπως ίσως θα θέλαμε να πιστεύουμε για τους εαυτούς μας.
Και αυτή ήταν η (διακριτική) πολιτική διάσταση που ήθελα να διατρέχει την ταινία.
Άλλωστε πιστεύω ότι οι αληθινά πολιτικές ταινίες αναδύονται και αναδεικνύονται μόνο μέσα από καθαρά υπαρξιακές ιστορίες. Και ποτέ το αντίστροφο.
Εκτός της Αμαλίας, όλοι οι υπόλοιποι ηθοποιοί της ταινίας στάθηκαν σε πολύ υψηλό επίπεδο.
Και ειδικά η Λήδα Πρωτοψάλτη που ήταν εκπληκτική.
Όπως και οι υπόλοιποι βασικοί καλλιτεχνικού συντελεστές. Ο Γιώργος Αργυροηλιόπουλος στη φωτογραφία, η Δώρα Μασκλαβάνου στο μοντάζ, ο Κώστας Βαρυμποπιώτης στην ηχητική επεξεργασία και το μιξάζ, η Άννα Ζωγράφου στη διεύθυνση παραγωγής, η Τριάδα Παπαδάκη και η Εύα Καμπερίδου στα κοστούμια και ασφαλώς η Αποστολία Παπαϊωάννου, η οποία εκτός από εξαιρετική βοηθός σκηνοθέτη ήταν ο πιο πολύτιμος συνεργάτης μου στην ταινία.
Και φυσικά ήταν ιδιαίτερα σημαντική η συμβολή του Αλέξανδρου Βούλγαρη (The Boy) στα τραγούδια της ταινίας καθώς και στον μικρό αλλά καθοριστικό ρόλο που έκανε ως ηθοποιός.
Η “Χαρά” αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, την καλύτερη ταινία που έχω πραγματοποιήσει μέχρι αυτή τη στιγμή. Καλύτερη από όλες τις ταινίες μου μυθοπλασίας (μικρού και μεγάλου μήκους) αλλά και από όλα τα ντοκιμαντέρ που έχω γυρίσει. Είτε για τον κινηματογράφο είτε για την τηλεόραση.
Το λέω αυτό έχοντας διανύσει μια απόσταση χρόνου που μου δίνει μια μεγαλύτερη ασφάλεια στην κρίση μου.
Η οποία είναι πάντα πολύ αυστηρή για τις ταινίες που κάνω. Πιστεύω ότι η “Χαρά” αποτελεί κάτι εντελώς ξεχωριστό στη φιλμογραφία μου.
Διαθέτει ειδικό βάρος, συνεπές κινηματογραφικό ύφος, δεν κάνει βαρύγδουπες δηλώσεις, αναδεικνύει έναν εντελώς αξιομνημόνευτο γυναικείο χαρακτήρα μέσα από τις αντιφάσεις και τα σκοτάδια του, διαθέτει χιούμορ και διακριτική πολιτική θέση, είναι ανοιχτή στο μυστήριο του κόσμου και αποτελεί μια εντελώς διαχρονική ιστορία.
Πέρα από τα παραπάνω, όμως, η ταινία με ικανοποιεί επειδή κατάφερα, μέσα από την πραγμάτωσή της, να ορίσω το κινηματογραφικό και ψυχικό πεδίο που θα μου επιτρέψει, ενδεχομένως, να κάνω δυο βήματα παραπάνω στο μέλλον.
Για μένα ήταν το πρώτο αληθινά ουσιαστικό μου βήμα στον κινηματογράφο.
Η πορεία της ταινίας ήταν φαινομενικά αντιφατική όπως φαινομενικά αντιφατική είναι και η ηρωίδα της.
Θα μπορούσα να την είχα στείλει, δοκιμάζοντας την τύχη της όπως όλοι οι σκηνοθέτες, στα μεγάλα Φεστιβάλ. Στις Κάννες, στο Βερολίνο, στη Βενετία. Γνώριζα όμως ότι, χωρίς έναν παραγωγό από πίσω να την ενισχύσει ή μια ευρωπαϊκή συμπαραγωγή που θα άνοιγε κάποιους δρόμους, ούτε καν θα την έβλεπαν ώστε να την επιλέξουν σε αυτά τα μεγάλα φεστιβάλ.
Αποφάσισα να τη στείλω στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης όπου επελέγη για τη μια από τις δυο θέσεις που προβλέπονταν για ελληνικές ταινίες στο Διεθνές τμήμα του.
Στη Θεσσαλονίκη, είχε δυο προβολές με πάρα πολύ καλή ανταπόκριση από το κοινό, αλλά ψυχρή έως εχθρική αντιμετώπιση από τους περισσότερους συναδέλφους μου σκηνοθέτες και παραγωγούς, καθώς και μοιρασμένες κριτικές από τους ειδικούς. Υπήρξαν κάποιες ενθουσιώδεις, κάποιες αρνητικές και αρκετές άλλες που ήταν ευμενείς κρατώντας, όμως, κάποιες επιφυλάξεις κυρίως για το δεύτερο μέρος της ταινίας.
Στη συνέχεια η ταινία ταξίδεψε επί ένα χρόνο σε παραπάνω από δώδεκα Διεθνή Φεστιβάλ, μερικά εκ των οποίων πολύ σημαντικά, όπως του Εδιμβούργου, του Κάρλοβι Βάρι, στο τμήμα An other view μάλιστα, που συγκεντρώνει έναν αυστηρά περιορισμένο αριθμό ταινιών ιδιαίτερης κινηματογραφικής γραφής από όλο τον κόσμο, της Σαγκάης και της Μπιενάλε της Αδελαϊδας στην Αυστραλία.
Σε όλους τους παραπάνω προορισμούς η ταινία είχε μια πάρα πολύ καλή υποδοχή, σε κάποιες περιπτώσεις θα έλεγα ιδιαίτερα θερμή, διαπίστωσα ότι την αισθάνθηκαν απολύτως ενώ βραβεύτηκε με διάκριση καλλιτεχνικής αρτιότητας στο Εδιμβούργο, ένα από τα παλαιότερα και πλέον έγκριτα κινηματογραφικά φεστιβάλ παγκοσμίως.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή που μας πλησίασε, ήμασταν μαζί με την Αποστολία μετά την επίσημη προβολή της ταινίας, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ του Εδιμβούργου, ο Κρίς Φουτζιγουάρα και μίλησε με τα καλύτερα λόγια. Αναφέρθηκε, με σεβασμό που με εξέπληξε, στην αξία της ταινίας. Ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση μου έκανε όταν στις αναφορές του, εκτός από τον θαυμασμό του για την Αμαλία και για τις δύσκολες όσο και πειστικές σκηνές με το μωρό, στάθηκε πολύ στο δεύτερο μέρος της ταινίας, θεωρώντας ότι εκεί δικαιώθηκε ο πυρήνας στη βασική σεναριακή σύλληψή της.
Μια θεώρηση εντελώς διαφορετική από όσα είχα ακούσει ή διαβάσει στην Ελλάδα για την ταινία.
Επιπροσθέτως, και ως αποτέλεσμα αυτού του μεγάλου ταξιδιού ανά τον κόσμο που είχε η ταινία, γράφτηκαν και ορισμένες εξαιρετικά κολακευτικές κριτικές από πολύ απαιτητικές και δύσκολες πένες.
Όπως, ανάμεσα σε άλλες, του Michael Pattison, από το Eye for Film, την κριτική που γράφτηκε στο Hollywood Reporter και ασφαλώς αυτό που έγραψε ο Bill Mousoulis, που διευθύνει ένα από τα πλέον αξιόπιστα κινηματογραφικά sites παγκοσμίως, το Senses of cinema. Με συνάντησε αμέσως μετά την επίσημη προβολή στη Θεσσαλονίκη. Είχα ακούσει τα καλύτερα λόγια γι αυτόν από τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο, που τον θεωρούσε ιδιαίτερα σημαντικό. Ο Mousoulis μου εξέφρασε τον ενθουσιασμό του για την ταινία και ύστερα από λίγες ημέρες έγραψε ένα σημείωμα που αποτελεί ότι πιο τιμητικό και σημαντικό έχει ποτέ γραφτεί για μια ταινία μου.
Έγραφε τότε: “...Αν και δεν έχω δει ακόμα όλες τις ταινίες της χρονιάς, ώστε να φτιάξω τη λίστα με τις καλύτερες, μου λείπουν ακόμα εκείνες του Λεό Καράξ, του Αμπάς Κιαροστάμι, της Σαντάλ Ακερμάν και κάποιες άλλες, θεωρώ ότι ως πρώτη ταινία θα τοποθετούσα στη λίστα μου ασφαλώς τη Χαρά. Ένα αριστούργημα που θα έπαιρνε δικαιωματικά την πρώτη θέση της λίστας μου ανεξαρτήτως οποιασδήποτε άλλης ταινίας θα είχα δει. Η Χαρά αποτελεί ξεκάθαρα την καλύτερη ταινία από την ελληνική κινηματογραφική αναγέννηση των τελευταίων χρόνων αλλά και μια εκπληκτική όσο και αυθεντική ταινία ανεξάρτητα από τη χώρα προέλευσής της. Μια ταινία που αξίζει αναγνώριση....”.
Όλοι οι εμπλεκόμενοι με τα καλλιτεχνικά και ακόμα περισσότερο οι σκηνοθέτες του κινηματογράφου ανά τον κόσμο, έχουμε καλλιεργήσει ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο εγώ. Ειδάλλως, ειδικά σε μια μικρή και ακραία ανταγωνιστική κινηματογραφία όπως η ελληνική, δεν μπορείς να αντέξεις.
Είναι, συνεπώς, αυτονόητο ότι η συμμετοχή και ακόμα περισσότερο η υποδοχή που είχε η “Χαρά” στα Φεστιβάλ του εξωτερικού, όπως και οι κριτικές που γράφτηκαν εκτός Ελλάδας, με γέμισαν...χαρά και κυρίως μου επιβεβαίωσαν ότι οι βασικές μου επιλογές σε σχέση με την ταινία ήταν σωστές.
Δεν κολακεύω τις ταινίες μου γενικώς. Το αντίθετο θα έλεγα. Ήδη από το σενάριο, όμως, αλλά και όταν η ταινία ήταν πλέον έτοιμη, πίστεψα πολύ σ' αυτήν. Επιβεβαιώθηκε μέσα μου αυτό που πίστευα ούτως ή άλλως και το οποίο πάντα χρειάζεται ενθάρρυνση και αξιολόγηση από ανθρώπους σημαντικούς με τους οποίους δεν έχεις καμία σχέση ούτε βρίσκεσαι στον ίδιο χώρο. Ότι, δηλαδή, η “Χαρά” κρύβει μέσα της κάτι πολύ ισχυρό και αυθεντικό. Παρά το δύσκολο, στα όρια του απωθητικού, θέμα της και την αυστηρότητα της φόρμας. Ότι αποτελεί μια ταινία που μου έδωσε τη δυνατότητα να κάνω ένα σημαντικό βήμα ουσίας και όχι εντυπώσεων.
Κρατώ τη “Χαρά” ως ένα πολύτιμο βίωμα που θα μοιραζόμαστε πάντα με την Αμαλία.
Η συνεργασία μαζί της υπήρξε κορυφαία εμπειρία για μένα. Και την αισθάνομαι ως έναν πολύ κοντινό και αγαπημένο μου άνθρωπο.
Και κρατώ, επίσης, τη “Χαρά”, ως μια προσωπική παρακαταθήκη. Ως ένα δρόμο για να συνεχίσω με μια επόμενη ταινία που δεν θα έχει το ίδιο ύφος, τα ίδια χαρακτηριστικά και αντίστοιχο περιεχόμενο με τη “Χαρά”, αλλά θα κουβαλά κάτι από το ήθος, την κινηματογραφική συγκρότηση και το πνεύμα της.