Η “Αλεμάγια” είναι η πρώτη μου ταινία μυθοπλασίας μεγάλου μήκους. Πρέπει εξαρχής να υπογραμμίσω ότι μου είναι πολύ δύσκολο να αξιολογήσω αυτή την ταινία και γενικότερα να σταθώ αντικειμενικά απέναντί της. Κι ας έχουν μεσολαβήσει πλέον τόσα χρόνια.
Κι αυτό διότι πρόκειται για την ιστορία της οικογένειάς μου. Με κεντρικό πρόσωπο τη μητέρα μου, επίσης τον αδελφό μου που αυτοκτόνησε, τον παππού μου, τη γιαγιά μου, τον θείο μου, την ελληνική παροικία της Αιθιοπίας. Και κάπου εκεί μέσα βρίσκομαι κι εγώ ο ίδιος ως ένας από τους χαρακτήρες.
Ουσιαστικά αναζητούσα ένα τρόπο να διαχειριστώ κινηματογραφικά όλο το ζοφερό οικογενειακό πλέγμα που με καθόρισε. Με τον βασικό άξονα να ξεκινά από την μητέρα μου και να καταλήγει στον αδελφό μου που αυτοκτόνησε στα 29 του χρόνια. Ο αδελφός μου ήταν ο πιο κοντινός και αγαπημένος μου άνθρωπος. Ήμασταν σαν μια ψυχή. Εγώ ήμουν 22 ετών όταν αυτοκτόνησε. Ήταν 31 Αυγούστου του 1990.
Δεν είναι καθόλου εύκολο να τα διαχειριστείς όλα αυτά κάνοντας μια ταινία. Και μάλιστα στην πρώτη σου ταινία μεγάλου μήκους. Δεν ξέρω κιόλας αν αυτός είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος για να αντιμετωπίσει κάποιος τα ψυχολογικά του προβλήματα. Να αναπαραστήσει, δηλαδή, την οικογενειακή του ιστορία μέσα από μια ταινία. Ήμουν όμως σίγουρος ότι έπρεπε να το κάνω, τότε, γιατί το κουβαλούσα πολύ έντονα μέσα μου. Τόσο που δεν θα με άφηνε να ξεφύγω και να βρω τον δικό μου (κινηματογραφικό) δρόμο. Ένα δρόμο απαλλαγμένο από την τοξικότητα που δηλητηρίαζε κάθε σκέψη και υπονόμευε κάθε έμπνευση.
Και σα να μην έφταναν όλες οι ψυχολογικού χαρακτήρα δυσκολίες έπρεπε να αντιμετωπίσω το πρόβλημα της παραγωγής και της χρηματοδότησης. Παραγωγός δεν υπήρχε, ποιος να εμπιστευτεί άλλωστε έναν πρωτοεμφανιζόμενο σε μια τόσο απαιτητική ταινία εποχής, και έτσι ανέλαβα και αυτό τον ρόλο.
Συγκεντρώθηκε, με μεγάλη δυσκολία, ένα βασικό ποσό από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου αλλά το υπόλοιπο, που θα ερχόταν όπως είχε διαφανεί από την ΕΡΤ, δεν ήρθε ποτέ.
Έτσι φορτώθηκα ένα ογκώδες χρέος προτού καν ξεκινήσουν τα γυρίσματα.
Και ως επιστέγασμα όλων, βρέθηκα, όντας άπειρος, με μια ομάδα ιδιαίτερα εκλεκτών ηθοποιών, με μεγάλη διαδρομή στο θέατρο, που όμως, όπως θα ήταν φυσικό, εκτός από το ταλέντο τους έφεραν και τους εγωισμούς τους.
Το βασικό πρόβλημα της ταινίας, κατά τη γνώμη μου, ήταν ότι εξαρχής έπρεπε να συγκεράσει δυο εντελώς διαφορετικά στοιχεία. Μια οικογενειακή ιστορία με έντονα (μελο)δραματικά στοιχεία και ένα κινηματογραφικό ύφος που το ήθελα πολύ λιτό και αφαιρετικό. Υπήρχε, συνεπώς, μια εγγενής αντίφαση. Εκτός αν επιχειρούσαμε μια εντελώς παράδοξη προσέγγιση όπου η αφαιρετική κινηματογραφική και υποκριτική προσέγγιση θα ήταν στον αντίποδα του έντονα δραματικού σεναρίου. Κάτι τέτοιο θα χρειαζόταν ειδική στόχευση, ανάλογη υποστήριξη και συνακόλουθη αποστασιοποιημένη προσέγγιση. Μπορούσε να γίνει και θα οδηγούσε, πιθανότατα, σε ένα πολύ καλό αποτέλεσμα. Νομίζω όμως ότι, εκείνη την περίοδο, στην πρώτη μου ταινία, δεν είχα το θάρρος και την απαιτούμενη τόλμη για ένα τόσο επικίνδυνο εγχείρημα. Και δεν είμαι καθόλου σίγουρος αν οι ηθοποιοί, με τις βαριές θεατρικές αποσκευές τους, θα ακολουθούσαν μια τέτοια επιλογή.
Υπήρξε, κατά συνέπεια, με δική μου ευθύνη, μια ενδιάμεση ή μεσοβέζικη προσέγγιση.
Όχι επαρκώς καθαρή από ερμηνευτικής άποψης.
Αυτό, όμως, που αποτελούσε το μεγαλύτερο και πιο ουσιαστικό πρόβλημα ήταν η βαθύτερη επιθυμία μου να αποτελέσει εκείνη η ταινία τον δίαυλο μέσω του οποίου θα μπορούσα να συνομιλήσω με την μητέρα μου για όλα εκείνα τα φοβερά που έδειχνε η ταινία και κυρίως για όσα υπήρχαν πίσω από αυτά. Εκείνη η επιθυμία, κατά συνέπεια, όρισε σε ένα μεγάλο βαθμό και το ύφος της ταινίας, καθώς αν ήταν πιο αποστασιοποιημένο, θεωρούσα, συνειδητά ή όχι δεν έχει σημασία πια, ότι δεν θα ήταν δυνατό να αισθανθεί κάτι η μητέρα μου. Να καταλάβει δηλαδή κάτι που δεν θα μπορούσαμε ποτέ στην κοινή μας ζωή να επικοινωνήσουμε με λόγια παρά μόνο, ίσως, μέσα από την ταινία.
Τελικά δεν υπήρξε καμία ουσιαστική επικοινωνία. Απόλυτη αποτυχία ως προς αυτό.
Εγώ φταίω. Όφειλα να το γνωρίζω. Από πριν. Από πάντα.
Η ταινία, στο σύνολό της, έχει κάτι το βαρύγδουπο και, παρά τις πολύ καλές επιμέρους στιγμές της δεν πιστεύω ότι έχει να προσφέρει κάτι στο σώμα του Ελληνικού κινηματογράφου.
Αν μια ταινία, ακόμα κι να έχει αποτύχει στα επιμέρους, κατορθώνει να έχει ισχυρό χαρακτήρα, δυνατό μέταλλο και να αναδεικνύει με αξιομνημόνευτο τρόπο την ουσία της, τότε έχει λόγο ύπαρξης.
Αυτό, στην “Αλεμάγια”, δυστυχώς δεν συνέβη. Κατά τη γνώμη μου.
Είναι μια ταινία που αν το θέμα της δεν αποτελούσε την οικογενειακή ιστορία που με στοίχειωνε, ουδέποτε θα καταπιανόμουν μαζί της.
Ακόμα κι έτσι όμως, τίποτα δεν έχει μόνο μια διάσταση. Μέσα σε αυτό που έχει αποτύχει ή έχει προκαλέσει ένα οδυνηρό βάρος, κατάλαβα ότι μπορεί να ενυπάρχει και κάτι χρήσιμο. Παραγωγικό και λυτρωτικό εάν το αξιολογούσα σωστά. Και τελικά βρέθηκα ωφελημένος σε τέσσερα σημεία.
1. Η εμπειρία της συνεργασίας με τόσους αληθινά σπουδαίους και απαιτητικούς ηθοποιούς, ήταν ένα μάθημα ζωής.
Η συνεργασία μου με την Υβόννη Μαλτέζου δεν ήταν εύκολη γιατί δεν ήθελα να της δώσω κάποια συγκεκριμένη οδηγία. Πολύ περισσότερο καθώς θα ήταν φυσικό να περιμένει κάτι τέτοιο αφού έπαιζε τη μητέρα μου. Και το ζητούσε επιμόνως. Από την πλευρά μου, όμως, ήθελα να οδηγηθεί μόνη της. Να το νιώσει και να το αποδώσει με τη μέγιστη δυνατή λιτότητα μέσα από τη συνολική και ουσιαστική προετοιμασία που είχαμε κάνει προτού να ξεκινήσουμε και η οποία θεωρούσα ότι δεν έπρεπε να περιλαμβάνει συγκεκριμένες οδηγίες στη διάρκεια των γυρισμάτων. Άλλωστε, γενικότερα το πιστεύω αυτό.
Οφείλω να ομολογήσω ότι η Υβόννη τα κατάφερε πάρα πολύ καλά. Και μάλιστα με έναν εντελώς δικό της τρόπο.
Η συνεργασία με τον Δημήτρη Καταλειφό ήταν ένα μάθημα για μένα καθώς είναι σπουδαίος επαγγελματίας και δίνει τεράστια σημασία στη λεπτομέρεια. Νομίζω ότι είναι από τις πιο καλές κινηματογραφικές του εμφανίσεις.
Δεν θα ξεχάσω επίσης τη συνεργασία μου με τον Γιώργο Μιχαηλίδη, στη μοναδική του κινηματογραφική εμφάνιση, την Ράνια Οικονομίδου, την Άννα Μάσχα και την Michele Valley με την οποία εξακολουθεί από τότε να μας συνδέει μια ουσιαστική φιλία.
Γενικότερα, μπορώ να πω, το εγχείρημα μιας ταινίας εποχής (σε ένα σημαντικό της μέρος), με βαριά δραματικότητα και ανάγκη διαχείρισης του έντονου συναισθήματος που την διέτρεχε, αποτέλεσε μια πολύ σπουδαία εμπειρία για μένα. Και είναι σίγουρο ότι ποτέ δεν πρόκειται να αφηγηθώ ξανά μια ιστορία που εκτείνεται μέσα σε 35 χρόνια. Και ούτε θα έχω κάποιους νέους ηθοποιούς και στη συνέχεια κάποιους άλλους μεγαλύτερους σε ηλικία για να παίξουν τους ίδιους χαρακτήρες. Αυτά στον κινηματογράφο δεν στέκουν πλέον. Δεν είναι πειστικά όσο καλά και αν γίνουν. Είτε στην Ελλάδα είτε στο Χόλιγουντ.
2. Μου έμεινε ως βάρος ένα απίστευτα μεγάλο χρέος από τα χρήματα που είχα δανειστεί για να πραγματοποιήσω την ταινία. Το βάρος ήταν τόσο μεγάλο ώστε αποφάσισα, δυο χρόνια αργότερα, όταν έβλεπα ότι όσο κι αν δούλευα δεν κατάφερνα να το αποπληρώσω, να αφήσω τα μαλλιά μου να μακρύνουν. Είπα στον εαυτό μου ότι θα τα κόψω μόνο όταν καταφέρω να αντιμετωπίσω το τέρας του χρέους. Σαν ένα τάμα.
Έτσι, είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου τον εαυτό μου με μακρύ μαλλί και κοτσίδα. Και μάλιστα όχι στην εφηβεία μου αλλά λίγο μετά από τα τριάντα πέντε μου. Αυτό το τάμα τελικά αποδείχτηκε, με μια έννοια, λυτρωτικό γιατί ήταν σαν να έβαλα ένα στοίχημα με τον εαυτό μου και να το κέρδισα. Και επιπλέον είχε πολλή πλάκα να με βλέπουν όλοι τόσο διαφορετικό. Ήταν σαν να είχα μεταμφιεστεί.
Το πιο σημαντικό, όμως, ήταν ότι αναγκάστηκα να δουλέψω σε ρυθμούς απίστευτους για να ξεχρεώσω. Μέσα σε μια εξαετία, τόσο χρειάστηκε τελικά, πραγματοποίησα 80 (!!!) ντοκιμαντέρ μεγάλου, μεσαίου και μικρού μήκους.
Το ακόμα καλύτερο ήταν ότι όλη εκείνη η τιτάνια προσπάθεια όχι μόνο δεν με βάρυνε αλλά με απελευθέρωσε. Έμαθα να διαχειρίζομαι ταυτόχρονα πολλά διαφορετικά πράγματα και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δίνω πολύ χρόνο στην πραγματοποίηση του κάθε ντοκιμαντέρ. Γυρίζοντας παράλληλα, και σε μεγάλο βάθος χρόνου, τρία ή και τέσσερα ντοκιμαντέρ, ενώ παράλληλα μόνταρα κάποια άλλα, είχα τη δυνατότητα να ωριμάζουν μέσα μου και να τα βελτιώνω συνεχώς. Είχα διευρύνει, δηλαδή, τον χρόνο πραγματοποίησης των ταινιών. Κάποιος απ' έξω πιθανώς να θεωρούσε ότι εκείνη την περίοδο καταπιανόμουν με πάρα πολλά και συνεπώς το τελικό αποτέλεσμα θα είχε εκπτώσεις. Όμως συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο. Είχα πολύ περισσότερο χρόνο ωρίμασης του αποτελέσματος σε σχέση με τους άλλους σκηνοθέτες με τους οποίους δουλεύαμε την ίδια περίοδο για τα ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ.
Το “Παρασκήνιο” και αρκετές ακόμα σειρές. Και μάλιστα, την ίδια εκείνη περίοδο είχα πραγματοποιήσει και τη “Μακρόνησο”, έργο ζωής για μένα, με τεράστιες απαιτήσεις σε όλα τα επίπεδα.
Ασφαλώς για να γίνουν όλα τα παραπάνω χρειάστηκε να κατακτήσω μεγάλο βαθμό αυτονομίας και αυτενέργειας. Στην επεξεργασία της ιδέας, στην προετοιμασία, στην παραγωγή και φυσικά στο γύρισμα, που σε αρκετές περιπτώσεις έκανα μόνος μου την κάμερα, κάποιες φορές και επί έναν ολόκληρο χρόνο. Στη “Μακρόνησο” μάλιστα αυτό κράτησε κάποια χρόνια. Σχεδίαζα, λοιπόν, σε βάθος χρόνου, έκανα τις επαφές, ξεκινούσα μόνος μου τα γυρίσματα, χωρίς άγχος και πιεστικό χρόνο παράδοσης, και όταν ήμουν έτοιμος το ανακοίνωνα στους παραγωγούς, οι οποίοι συνήθως αποδέχονταν τις ταινίες που πρότεινα και ξεκινούσα το μοντάζ.
Αυτά τα έξι χρόνια, κατά συνέπεια, παρά το βάρος του χρέους, μου πρόσφεραν μια προίκα. Τεράστια εμπειρία, κατάκτηση τεχνογνωσίας, μεγάλο περιθώριο για πειραματισμό, έναν ιδιαίτερο τρόπο δουλειάς, πνευματική και σωματική αντοχή αλλά και ισορροπία. Μετά από τα έξι χρόνια της ακατάπαυστης δουλειάς ήμουν, πλέον, πολύ διαφορετικός. Είχα μάθει να χειρίζομαι ο ίδιος την κάμερα, να οργανώνω το χρόνο μου σωστά, να κάνω παραγωγή, να αντέχω στα πολύ δύσκολα και παράλληλα όλο αυτό να μου αρέσει πάρα πολύ...
3. Ένα άλλο μεγάλο όφελος από την ταινία, ήταν ασφαλώς το ψυχικό. Ή το ψυχολογικό. Ή και τα δυο.
Μέχρι τότε στις ταινίες μικρού μήκους που είχα κάνει κουβαλούσα την αποφορά του θανάτου με τις μορφές της μητέρας μου και του αυτόχειρα αδελφού μου να κυριαρχούν στη σκέψη και την όποια έμπνευσή μου.
Είναι εντυπωσιακό αλλά και συγκινητικό (για μένα, όχι για κάποιον θεατή της ταινίας) ότι ήταν αρκετές δυο και μόνο σκηνές της “Αλεμάγια” για να φύγει τουλάχιστον το αφόρητο βάρος της αυτοκτονίας του αδελφού μου. Αναφέρομαι, ασφαλώς, μονάχα στο βάρος εκείνο που συνδεόταν με την ίδια την πράξη και τα γεγονότα. Γιατί η ψυχική απώλεια, αυτή καθαυτή, δεν αναπληρώνεται. Ούτε ποτέ ξεχνιέται. Είναι σαν να έχεις χάσει το μισό σου σώμα. Όπως οι ανάπηροι πολέμου.
Το γύρισμα της σκηνής της αυτοκτονίας ήταν εξαιρετικά δύσκολο για μένα. Και την ίδια στιγμή το επιθυμούσα όσο τίποτα άλλο. Όταν στάθηκα σε απόσταση μισού μέτρου, δίπλα στην κάμερα, από τον Παναγιώτη Θανασούλη που πήρε το δίκανο και το τοποθέτησε στο κεφάλι του, όλα πάγωσαν μέσα μου. Εννοώ κυριολεκτικά ο χρόνος πάγωσε για μένα. Είχα τη δυνατότητα να επαναδημιουργήσω μια εικόνα που με στοίχειωνε.
Να αναπαραστήσω απολύτως την αυτοκτονία του αδελφού μου. Να μπορώ να βλέπω το βλέμμα του σε απόσταση λίγων εκατοστών, ενώ είχε το δίκανο στο μέτωπο. Να αισθάνομαι την ανάσα του.
Απλώς αυτό. Η στιγμή του πυροβολισμού γυρίστηκε άλλη στιγμή, σε γενικό πλάνο, με την κάμερα να εστιάζει στο εξωτερικό της πόρτας που τραντάχτηκε. Όλη η ουσία, λοιπόν, ήταν σε εκείνη τη σκηνή με τον Παναγιώτη να έχει τοποθετήσει, αργά και βασανιστικά, το όπλο στο κεφάλι του. Κάναμε δυο λήψεις. Όταν είπα στοπ ήταν σαν να είχαν αφαιρέσει έναν τεράστιο όγκο από μέσα μου χωρίς να χρειαστεί να γίνει επέμβαση. Και χωρίς ράμματα. Όπως τρυπάς ένα ασκί και φεύγει μονομιάς ο αέρας από μέσα.
Η άλλη σκηνή ήταν κάτι που είχα βιώσει. Που αποτελούσα μέρος του. Ήταν η σκηνή της ανακοίνωσης προς τη μητέρα μου, της αυτοκτονίας του αδελφού μου. Για να την αποδραματοποιήσω σκέφτηκα να την γυρίσουμε βουβή και πίσω από ένα τζάμι.
Όση ώρα γυρίζαμε, όμως, έκλαιγα. Και φυσικά επηρέασα και όλους τους υπόλοιπους.
Και κλαίγαμε όλοι μαζί. Μπορεί να ήταν ολότελα γελοίο αλλά τελικά ήταν ανακουφιστικό.
Όταν έχεις χάσει έναν τόσο δικό σου άνθρωπο, σε τόσο νεαρή ηλικία και με τόσο άγριο τρόπο, σίγουρα δεν ξεχνάς. Ποτέ. Σε συνοδεύει μέχρι το τέλος. Όμως εκείνες οι δυο σκηνές της ταινίας, ενόσω τις γυρίζαμε, με ανακούφισαν τουλάχιστον από το βάρος των εικόνων που με στοίχειωναν και δεν άφηναν το μυαλό και την ψυχή μου να ησυχάσουν. Ήταν σαν να έφυγε η μέγγενη από το κεφάλι και να παρέμεινε ο πονοκέφαλος. Κάτι ήταν κι αυτό.
Ίσως να κόστισε λίγο ακριβά αυτός ο τρόπος ψυχανάλυσης αλλά, έστω ως ένα βαθμό, απέδωσε...
4. Ίσως όμως το πιο μεγάλο όφελος από την ταινία ήταν ο γάτος μου. Ο Αρκάντιν. Στην “Αλεμάγια” έπαιζε ένας γάτος που ήταν η συντροφιά της κεντρικής ηρωίδας που υποδυόταν η Υβόννη. Στην πραγματική ζωή ήταν ο Πολυδούρης, ο γάτος που συντρόφευε τη μητέρα μου. Και τον οποίο λάτρευα.
Στο χώρο του βασικού γυρίσματος, στο σπίτι, είχαμε για καλή μας τύχη εντοπίσει ένα γάτο που ήταν μεγάλης ηλικίας και εύκολος στη διαχείρισή του. Και ήταν κοκκινότριχος.
Για μια και μόνη σκηνή χρειαζόμασταν ένα μικρό γατάκι που έκανε τον ίδιο ρόλο αλλά ως μωρό κάποια χρόνια νωρίτερα. Βρέθηκε ένα μικρό γατάκι, κοκκινότριχο επίσης φυσικά.
Το συγκεκριμένο γύρισμα έγινε στο σπίτι μου. Το γύρισμα τέλειωσε και το γατάκι παρέμεινε τελικά μαζί μου επί δώδεκα χρόνια μέχρι που πέθανε, ύστερα από ασθένεια που κράτησε μόλις ελάχιστες ώρες, στις 17 Ιανουαρίου του 2016. Ήταν ο Αρκάντιν και υπήρξε, αληθινά, ένα ανεκτίμητο δώρο στη ζωή μου.
Ό,τι (αμήχανο) κι αν αισθάνομαι για την “Αλεμάγια” πάντα θα θυμάμαι ότι έφερε στη ζωή μου αυτό το μοναδικά υπέροχο πλάσμα.