Επεισόδιο 1ο: “Εθνική Ελλάδας, 1929-1969 - Από τις απαρχές μέχρι τη χαμένη πρόκριση στο Μεξικό”
Η ιστορία της Εθνικής Ελλάδας από τις πρώτο άτυχο αγώνα απέναντι στην Ιταλία, το 1929, μέχρι τη σπουδαία ομάδα που έχασε την πρόκριση στο Μουντιάλ του 1970.
Επεισόδιο 2ο: “Εθνική Ελλάδας, 1970-1981 - Το μαγικό άγγιγμα του Αλκέτα”
Η δεκαετία του εβδομήντα και το άστρο του Αλκέτα Παναγούλια.
Επεισόδιο 3ο: “Εθνική Ελλάδας, 1981- 2001 - Τα δύσκολα χρόνια πριν από τον Ρεχάγκελ”
Περίοδος άνισων αποτελεσμάτων, κάποιων σπουδαίων παικτών και μεγάλων απογοητεύσεων.
Επεισόδιο 4ο: “Εθνική Ελλάδας, 2001-2014 - Τα χρόνια της δόξας”
Τα χρόνια των μεγάλων επιτυχιών. Ο Ρεχάγκελ, το Euro 2004, ο Σάντος και το Μουντιάλ της Βραζιλίας ξεχωρίζουν ανάμεσα σε άλλες μεγάλες στιγμές.
Επεισόδιο 5ο: “Ανιχνεύοντας τον Μουντιαλικό Μύθο”
Τι είναι το Μουντιάλ; Γιατί και με ποιο τρόπο επηρεάζει τόσο τις ζωές μας και πώς μας ομορφαίνει τα καλοκαίρια μας;
Επεισόδιο 6ο: “Οι στιγμές που μας μάγεψαν”
Υπάρχουν στιγμές, φάσεις, πρόσωπα, περιστατικά, χρώματα, αισθήσεις, αγώνες και γκολ που έχουν εντυπωθεί στο συλλογικό μας υποσυνείδητο.
Επεισόδιο 7ο: “Οι ήρωες, οι μοιραίοι και τα κτήνη”
Υπήρξαν οι αρτίστες που έγιναν ήρωες, οι σπουδαίοι που δεν τα κατάφεραν και τα κτήνη που λατρεύουμε να μισούμε
Επεισόδιο 8ο: “Οι μεγάλες της μπάλας σχολές”
Η κεντροευρωπαϊκή σχολή της φινέτσας, το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο της Ολλανδίας του Κρόιφ, οι σκληροί Λατινομερικάνοι, οι χορευτές Βραζιλιάνοι, οι ρεαλιστές Γερμανοί και οι πονηροί Ιταλοί αποτελούν μερικά μόνο από τα σχήματα που εξελίσσουν το ποδόσφαιρο και ομορφαίνουν τη ζωή μας.
Εμφανίζονται:
Ανδρέας Μπόμης, Βασίλης Χατζηπαναγής, Άγγελος Χαριστέας, Νίκος Κατσαρός, Αλέξης Σπυρόπουλος, Κώστας Βερνίκος, Κώστας Κατσουράνης, Σάββας Κωφίδης, Δημήτρης Σαλπιγγίδης, Ηλίας Ρωσσίδης, Άνθιμος Καψής, Μιχάλης Καψής, Τάκης Νικολούδης, Μίμης Δομάζος, Αριστείδης Καμάρας, Στράτος Αποστολάκης, Νίκος Σαργκάνης, Κώστας Ελευθεράκης, Τάκης Οικονομόπουλος, Κώστας Πολυχρονίου, Θανάσης Χειμωνάς, Κωνσταντίνος Καμάρας, Νάσος Κατσώχης, Πάνος Δάφνος, Κώστας Δάφνος, Σωτήρης Κακίσης, Γιώργος Λυκουρόπουλος, Φώτος Λαμπρινός, Τάσος Παυλόπουλος, Χάγκεν Φλάισερ, Χουάν Ραμόν Ρότσα, Νέτο Γκουερίνο και Σέρκος Μπουρσελιάν
Η πιο αδικημένη από όλες τις σειρές που έχω κάνει.
Και, ασφαλώς, μια από τις καλύτερες.
Αρχές του 2014 οι άνθρωποι της τότε ΝΕΡΙΤ, που είχε βαπτιστεί έτσι ύστερα από το βάρβαρο κλείσιμο της ΕΡΤ τον Ιούνιο του 2013, κατάλαβαν ότι είχαν υποχρέωση να φέρουν εις πέρας το project της τηλεοπτικής μετάδοσης του Μουντιάλ της Βραζιλίας, σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις που είχαν, ήδη, υπογραφεί.
Πολύ περισσότερο που θα συμμετείχε και η Εθνική Ελλάδας και μάλιστα με αξιώσεις.
Χρειάζονταν, λοιπόν, απεγνωσμένα όπως φαινόταν τότε, μια σειρά ντοκιμαντέρ που θα λειτουργούσε ως εισαγωγή στο μεγάλο τηλεοπτικό θέαμα του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Αναπληρώτρια γενική διευθυντής, τότε, είχε τοποθετηθεί η πολύ καλή φίλη και συνάδελφός μου Κατερίνα Ευαγγελάκου.
Με ενημέρωσε για τη σκέψη που υπήρχε, γνωρίζοντας ότι όχι απλώς είμαι ειδικός στο θέμα αλλά εξ αυτού του λόγου θα μπορούσα να ανταποκριθώ στους ασφυκτικούς χρόνους που υπήρχαν.
Από την πλευρά μου, ασφαλώς, ήθελα να κάνω μια τέτοια σειρά αφού ήταν μια ευκαιρία να εξελίξω ακόμα περισσότερο την εμπλοκή μου στο αθλητικό αντικείμενο και μάλιστα με άξονα το Μουντιάλ, θέμα που γνώριζα πάρα πολύ καλά.
Έγινε η σχετική προκήρυξη, κατέθεσα την πρότασή μου για οκτώ επεισόδια και ύστερα από λίγο αυτή έγινε αποδεκτή καθώς, όπως έμαθα, δεν υπήρχε και καμία άλλη που να αναφέρεται στο συγκεκριμένο αντικείμενο.
Όταν εγκρίθηκε η σειρά μου ζητήθηκε να υπάρχει παρουσιαστής που δεν θα προερχόταν από το αθλητικό τμήμα της ΝΕΡΙΤ.
Πρότεινα ως αυτονόητη επιλογή τον Χρήστο Σωτηρακόπουλο.
Μου απάντησαν θετικά αλλά ότι θα ήθελαν επίσης και τους Αντώνη Πανούτσο και Αντώνη Καρπετόπουλο.
Έτσι προχώρησα σε ένα θεματικό διαχωρισμό.
Τα τέσσερα πρώτα επεισόδια, που αναφέρονταν στην ιστορία της Εθνικής Ελλάδας, θα είχαν ως παρουσιαστή τον Χρήστο Σωτηρακόπουλο.
Τα άλλα τέσσερα, με θέμα την ιστορία του Μουντιάλ, θα είχαν ως παρουσιαστές, σε στούντιο, τους δυο Αντώνηδες.
Ξεκίνησα εντατικά την προετοιμασία αλλά αμέσως αναδύθηκαν τα προβλήματα.
Χρειαζόμασταν πρωτότυπο αρχειακό υλικό όχι μόνο από τη ταινιοθήκη της ΕΡΤ, που αφορούσε στα τέσσερα πρώτα επεισόδια για την ιστορία της Εθνικής Ελλάδας αλλά και διεθνές, από την ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων και το οποίο θα ερχόταν από τη FIFA.
Η τότε ΝΕΡΙΤ υπολειτουργούσε, δεν είχε στελέχη και οργανωμένα τμήματα ενώ ο χρόνος πίεζε ασφυκτικά.
Ζήτησα να είναι μικτή η παραγωγή, δηλαδή κατά το ήμισυ η ΝΕΡΙΤ που έβαζε το αρχειακό υλικό και κατά το άλλο κάποιος παραγωγός. Καθώς εγώ δεν ήθελα να εμπλακώ στη συγκεκριμένη παραγωγή αφού έπρεπε να αφοσιωθώ στο τεράστιας δυσκολίας δημιουργικό εγχείρημα.
Μου είπαν ότι δεν ήταν δυνατή, από νομικής άποψης, η μικτή παραγωγή, δεν είχε συσταθεί ακόμα επαρκώς το νομικό τμήμα, ενώ δεν προλάβαιναν να μεταφέρουν την παραγωγή σε κάποιον άλλο εξωτερικό παραγωγό καθώς ο χρόνος πίεζε.
Έτσι έπρεπε να αναλάβω και την παραγωγή.
Μου είπαν μάλιστα να ξεκινήσω τα γυρίσματα αμέσως και ότι θα ακολουθήσει και η υπογραφή της σύμβασης και η επίλυση των όποιων εκκρεμοτήτων.
Ο καιρός περνούσε, η σύμβαση δεν υπογραφόταν, το αρχειακό υλικό της FIFA δεν είχε εγκριθεί, εγώ έκανα ανελλιπώς γυρίσματα (αλλιώς ούτε για αστείο θα προλαβαίναμε) και επιπλέον ξεκίνησαν οι φαγωμάρες. Παραιτήθηκε ο Διευθύνων σύμβουλος Γιώργος Προκοπάκης και όλα ήταν μετέωρα.
Βρέθηκα στη μέση ενός πλέγματος, μια ακυβερνησίας και ύστερα από λίγο παραιτήθηκε και η Κατερίνα Ευαγγελάκου.
Η οποία, οφείλω να υπογραμμίσω, μπορεί να ήταν παρορμητική αλλά έδωσε την ψυχή της ώστε να υπάρξει ποιοτικό πρόγραμμα.
Πλέον ήταν φανερό ότι, ακόμα κι αν υπογράφηκε η σύμβαση (αφού είχε ξεκινήσει ήδη και το μοντάζ!!), δεν υπήρχε κανείς εντός ΝΕΡΙΤ που να θέλει, να υποστηρίζει ή να τον ενδιαφέρει έστω και στο ελάχιστο η σειρά.
Είχα εισέλθει σε έναν καφκικό εφιάλτη. Ο χρόνος έτρεχε και όλα ήταν στον αέρα.
Μόνταρα τα επεισόδια και δεν γνώριζα αν θα έχουμε αρχειακό υλικό και πότε αυτό θα δοθεί.
Δεν έχει νόημα να αναφέρω άλλες λεπτομέρειες. Και νομίζω ότι δεν πρέπει.
Τα εμπόδια και οι δυσκολίες ήταν, σε καθημερινή βάση, πέραν κάθε φαντασίας.
Η σειρά ολοκληρώθηκε μια μέρα πριν από την έναρξη προβολής.
Εγώ αρρώστησα. Και χρειάστηκα πολλούς μήνες για να συνέλθω.
Η σειρά προβλήθηκε χωρίς καμία διαφήμιση στα ΜΜΕ, σαν κομήτης, σε μια εποχή όπου η ΝΕΡΙΤ είχε έτσι κι αλλιώς ελάχιστη τηλεθέαση.
Ο τότε διευθυντής περιεχομένου δεν θέλησε να την επαναλάβει ούτε μια φορά (!!) ενώ δεν επαναλήφθηκε ούτε και από τη στιγμή που ξανάνοιξε η ΕΡΤ.
Από την πλευρά μου, παρά τις τεράστιες και εντελώς απρόσμενες δυσκολίες, θεωρώ ότι ήταν μια σειρά εξαιρετική.
Αυτή, άλλωστε, ήταν και η καθολική εντύπωση όλων όσοι την παρακολούθησαν σε εκείνη τη μια και μοναδική φορά που προβλήθηκε την εβδομάδα πριν από το Μουντιάλ.
Γι αυτό, άλλωστε, και τα επεισόδια της σειράς έχουν ανέβει, από εκείνη τη μια και μόνη προβολή, στο You Tube και έχουν κάνει τόσες πολλές χιλιάδες προβολές.
Κι ας εξακολουθεί να μην την προβάλει η ΕΡΤ...
Στον “Πυρετό του Μουντιάλ” αξιοποιήθηκε με δημιουργικό τρόπο το πλουσιότατο αρχείο της ΕΡΤ και της FIFA, η προσέγγιση έγινε με γνώση, μεράκι και πρωτοτυπία, με πλήθος ομιλητών και χώρων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και δικαίωσε το ρόλο της Δημόσιας Τηλεόρασης ως φορέα που διαθέτει πολύτιμο αρχείο και γνωρίζει πώς να το χρησιμοποιεί.
Στα πρώτα τέσσερα επεισόδια, για την Εθνική Ελλάδας, αξιοποιήσαμε εξαιρετικά σπάνιο αρχειακό υλικό, που είχε να προβληθεί από τις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα. Με μαρτυρίες, μεταξύ πολλών άλλων, που αναδείκνυαν φυσιογνωμίες που έχουν αποδημήσει εδώ και πολλά χρόνια, όπως ο περίφημος Πεντζαρόπουλος, ο Γιάμαλης, ο Βάζος, ο Γιώργος Ανδριανόπουλος, ο Κλεάνθης Βικελίδης κ.λ.π.
Ή αργότερα, στο δεύτερο επεισόδιο που είναι αφιερωμένο στην περίοδο Αλκέτα Παναγούλια, βλέπουμε κορυφαίους άσσους σε ντοκουμέντα εποχής. Ακούμε τον Γιώργο Δεληκάρη, ο οποίος δεν μιλά στην κάμερα εδώ και σαράντα χρόνια, τον Ελευθεράκη, τον Σαράφη, τον Συνετόπουλο, ρεπορτάζ πριν από τον περίφημο αγώνα με τη Βραζιλία το 1974 και ασφαλώς τον ίδιο τον Αλκέτα σε σπάνιες τηλεοπτικές εμφανίσεις.
Αναφέρομαι σε ελάχιστα μόνο υλικά από αυτά που ξετρυπώσαμε (επειδή γνωρίζαμε που και πώς να ψάξουμε) και έχουν ενσωματωθεί στη σειρά πλουτίζοντάς την.
Όλα αυτά, συντέθηκαν και αξιοποιήθηκαν με άλλα στοιχεία, σημερινά γυρίσματα, ομιλητές, αποσπάσματα από αγώνες και ασφαλώς το σχόλιο του Χρήστου Σωτηρακόπουλου. Και οδήγησαν σε ένα αποτέλεσμα το οποίο περιέχει ανάλυση, σύγκριση, μνήμες και δικαιώνει την πρωτοβουλία ενός τέτοιου εγχειρήματος.
Τα τέσσερα επεισόδια για την ιστορία της Εθνικής ομάδας δομήθηκαν έτσι ώστε ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος, εκτός από το δικό του σχόλιο για κάθε στάδιο της ιστορικής πορείας της ομάδας, να συνομιλεί με σημαντικούς δημοσιογράφους της κάθε περιόδου.
Έτσι, συνομιλεί με τους Νίκο Κατσαρό, Ανδρέα Μπόμη, Αλέξη Σπυρόπουλο και Κώστα Βερνίκο.
Πρέπει να υπογραμμίσω ότι η συνεργασία μου με τον Χρήστο Σωτηρακόπουλο ήταν άψογη και ουσιαστική.
Στα επεισόδια αυτά αξιοποιήθηκαν δημιουργικά, για πρώτη φορά από την πρώτη τους προβολή στις αρχές του εβδομήντα (!!!) εκπομπές όπως το “Αθλόραμα”, του Ανδρέα Μπόμη και αναδείχτηκαν ως πολύτιμο πλέον αρχειακό υλικό που το συνθέσαμε εκ νέου, τα ρεπορτάζ δημοσιογράφων που έγραψαν ιστορία στην ΕΡΤ, όπως ο Σταύρος Τσώχος, ο Κώστας Κυριαζής, ο Γιάννης Συνοδινός, ο Βαγγέλης Φουντουκίδης, ο Μανώλης Μαυρομμάτης και ασφαλώς ο ίδιος ο Ανδρέας Μπόμης.
Αναδείχτηκε και η ιστορία της ΕΡΤ δηλαδή.
Αν τοποθετήσουμε τα επεισόδια της σειράς αυτής, “Ο Πυρετός του Μουντιάλ”, για την ιστορία της Εθνικής Ελλάδας, δίπλα σε εκείνα που αναφέρονταν στην Εθνική ομάδα επίσης και είχα κάνει για τον ΣΚΑΪ, στο “Για πάντα πρωταθλητές”, έχουμε μια πληρέστατη, για πρώτη και μόνη φορά, ιστορία της Εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου.
Αντίστοιχα, στα τέσσερα υπόλοιπα επεισόδια της σειράς, που αναφέρονταν στην ιστορία του Μουντιάλ, με πλήθος ομιλητών από πολλές πλευρές, αναλύεται το φαινόμενο του Παγκοσμίου Κυπέλλου όχι μέσα από μια στείρα χρονολογική παράθεση στοιχείων και αποσπασμάτων αλλά μέσα από θεματικές που εμβαθύνουν, αποκαλύπτουν, συγκρίνουν, φωτίζουν, συνθέτουν, έτσι ώστε ο θεατής να είναι συμμέτοχος και να βγαίνει στο τέλος πιο πλούσιος από ότι ήταν πριν από τη θέαση της σειράς.
Συνολικά, αναλογιζόμενος τις δυο μεγάλες σειρές αθλητικών ντοκιμαντέρ που έχω κάνει, αλλά και όλα τα υπόλοιπα αθλητικά ντοκιμαντέρ που περιέγραψα παραπάνω, καταλήγω ότι πρόκειται για ένα είδος το οποίο αρέσει πάρα πολύ σε όλους όταν το βλέπουν, είτε στην τηλεόραση είτε στο διαδίκτυο είτε σε DVD, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει κουλτούρα που να βοηθά ή έστω να επιτρέπει την πραγμάτωσή του.
Και στις δυο μεγάλες σειρές, στο ΣΚΑΪ και στην τότε ΝΕΡΙΤ, συνάντησα λυσσαλέες αντιδράσεις (το διατυπώνω κομψά) από ορισμένους εκπροσώπους των αντίστοιχων αθλητικών τμημάτων.
Ούτε, όμως, οι εκπρόσωποι των τηλεοπτικών φορέων, οι καναλάρχες και τα μεγάλα διοικητικά στελέχη τους, φαίνεται να αντιλαμβάνονται τη σημασία τους.
Το ίδιο ισχύει και για τους ελεύθερους παραγωγούς που θα μπορούσαν να συντελέσουν πολύ στην πραγματοποίηση αντίστοιχων σειρών.
Ακόμα κι αν φτάσουμε στους ίδιους τους πρωταγωνιστές, τους ανθρώπους του αθλητισμού, στις περισσότερες περιπτώσεις (αν και όχι πάντα) συμμετέχουν με χαρά αλλά δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν τη διαφορά που υφίσταται ανάμεσα σε ένα απλό τηλεοπτικό ρεπορτάζ και σε ένα τεκμηριωμένο αθλητικό ντοκιμαντέρ.
Αρκεί να υπάρχει μια κάμερα που τους καταγράφει και όλα τους φαίνονται ίδια.
Κι όμως, θα μπορούσαν να βοηθήσουν πολύ αν τα εκτιμούσαν όπως θα τους άξιζε.
Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως υποστήριξη.
Κανονικά, με τη γνώση, το μεράκι και την εμπειρία που διαθέτω στο αθλητικό ντοκιμαντέρ θα έπρεπε να είμαι σε θέση να κάνω πολύ περισσότερα και με πολύ καλύτερους όρους.
Θα έπρεπε να με αναζητούν για τέτοιου είδους συνεργασίες και όχι να βρίσκομαι συνεχώς μπροστά σε αδιέξοδο όταν προτείνω κάτι σχετικό.
Όλα τα αθλητικά ντοκιμαντέρ που έχω πραγματοποιήσει, παρά τις εξαιρετικά θετικές κρίσεις που έχουν καθολικά αποσπάσει, έχουν προβληθεί μονάχα μια φορά.
Ούτε μια επανάληψη.
Και όσες αντίστοιχες προτάσεις έχω στο μεταξύ δρομολογήσει, έχουν πέσει, όλες, ανεξαιρέτως, στο κενό.
Είναι σαφές ότι είμαστε, ως χώρα και ως τηλεοπτική αντίληψη, πολύ πίσω στο συγκεκριμένο είδος...