Στην Ελλάδα το είδος του αθλητικού ντοκιμαντέρ είναι σχεδόν άγνωστο. Είτε πρόκειται για αυτόνομες ταινίες είτε, πολύ περισσότερο, για σειρές.
Στο εξωτερικό, αντίθετα, σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ρωσία και αρκετές ακόμα, το είδος ανθεί και μάλιστα σε ευρεία γκάμα.
Σε κάμποσες περιπτώσεις έχει τύχει να προβληθούν στην Ελλάδα αθλητικά ντοκιμαντέρ ή και ολόκληρες σειρές, προερχόμενα από το εξωτερικό.
Και πάλι αποτελούν ένα ελάχιστο μέρος σε σχέση με όσα πραγματοποιούνται σε αυτό το είδος.
Όταν μιλάμε για αθλητικό ντοκιμαντέρ ασφαλώς δεν αναφερόμαστε σε ρεπορτάζ ούτε σε εκπομπές ύφους και στιλ που παραπέμπουν σε ρεπορτάζ. Ούτε σε συζήτηση που εξαντλείται στο στούντιο.
Το αθλητικό ντοκιμαντέρ επιχειρεί να “κοιτάξει” ένα αθλητικό γεγονός, μια σημαντική ομάδα ή κάποιον σπουδαίο αθλητή με ένα τρόπο που δεν έχουμε την ευκαιρία να δούμε σε ένα δελτίο ειδήσεων ή σε μια κλασικού τύπου αθλητική εκπομπή επικαιρότητας.
Στο αθλητικό ντοκιμαντέρ τα πρόσωπα αναδεικνύονται ως χαρακτήρες σχεδόν λογοτεχνικοί. Δραματικοί ή κωμικοί. Και σίγουρα αυθεντικοί.
Τα γεγονότα και τα πρόσωπα συνδέονται με την Ιστορία και την κοινωνία.
Το αθλητικό θέαμα (ο αγώνας) υπάρχει και ως καθαρή ψυχαγωγία και ως λαϊκή έκφραση αλλά μπορούμε να το κοιτάξουμε και από άλλες οπτικές γωνίες.
Όλα, όμως, κατατείνουν σε μια καθαρά ανθρωποκεντρική προσέγγιση με ένα τρόπο ώστε να γίνονται ένα πράγμα. Μέσα από τις αντιθέσεις και τα δίπολα.
Οι παίκτες, οι προπονητές, οι παράγοντες, οι διαιτητές, η αδικία και η εύνοια, τα χρήματα, τα είδωλα, η υπερπροβολή, η άνοδος και η πτώση, ο ρόλος της τύχης, ο ισχυρός και ο αδύνατος, οι μεγάλες υπερβάσεις, το συλλογικό και το ατομικό, η παρέμβαση της Ιστορίας, το κοινωνικό, ταξικό και πολιτικό υπόστρωμα, η πνευματική, ψυχική και σωματική δύναμη, αποτελούν ανάμεσα σε άλλα στοιχεία την πρώτη ύλη ενός αθλητικού ντοκιμαντέρ.
Και γι αυτό δεν απευθύνεται μόνο ή τόσο στους φανατικούς θεατές των γηπέδων ή των αθλητικών εκπομπών αλλά και σε όλους τους άλλους. Ακόμα και σε όσους δεν είναι φίλοι του αθλητισμού, του ποδοσφαίρου, του μπάσκετ κ.λ.π.
Η δική μου σχέση με τον αθλητισμό μετρά κοντά σαράντα χρόνια.
Υπήρξα από την ηλικία των δέκα ετών κιόλας, ένας πολύ ιδιότυπος φίλαθλος.
Με συνάρπαζε η ιστορία όλων των ομάδων. Ελληνικών και ξένων. Εθνικών ομάδων και συλλόγων.
Παρακολουθούσα με ένταση το ποδόσφαιρο, το μπάσκετ και το στίβο.
Στο γήπεδο δεν πήγαινα πολύ συχνά. Διάβαζα πάρα πολύ για την ιστορία των ομάδων, τους παίκτες, τους προπονητές, τα σύμβολα, τα μεγάλα παιχνίδια και εξίσου τις άγνωστες στιγμές.
Από την πρώτη στιγμή παρακολουθούσα σαν να είχα το μάτι ενός ιστορικού και ενός ρεπόρτερ ταυτόχρονα.
Διάβαζα εφημερίδες, έκοβα αποκόμματα, μάζευα περιοδικά και έγραφα μανιωδώς στο video, VHS τότε, στα χρόνια του ογδόντα και ενενήντα, αγώνες, αθλητικές εκπομπές, ξένα αθλητικά ντοκιμαντέρ, στιγμιότυπα και συνεντεύξεις στις αθλητικές ειδήσεις, ενώ αγόραζα, όσο ήταν δυνατό, αθλητικά βιβλία. Ρούφαγα το αντικείμενο σε όλες του τις διαστάσεις.
Με μια λέξη ένας sui generis μανιακός.
Αυτά όλα, ασφαλώς με καθόρισαν. Αργότερα, μεταξύ 15 και 18 ετών έκανα στίβο ο ίδιος, 400 μέτρα και άλμα εις μήκος ενώ έπαιζα και μπάσκετ.
Κάποια περίοδο, για τρία χρόνια, σκεπτόμουν να γίνω αθλητικός δημοσιογράφος.
Τελικά αποφάσισα ότι το πάθος μου για τον κινηματογράφο ήταν ακόμα μεγαλύτερο.
Μοιραία, κάποια στιγμή, αφού πλέον είχα ξεκινήσει να εργάζομαι στον κινηματογράφο και το ντοκιμαντέρ, αναδύθηκε μέσα μου η ιδέα του αθλητικού ντοκιμαντέρ.
Η πρώτη μου προσπάθεια ήταν στο πλαίσιο του “Παρασκηνίου”, το 2001. “Η Διαρκής γοητεία της στρογγυλής Θέας”.
Τον επόμενο χρόνο ξεκίνησε η συνεργασία μου με τον ποιητή και δημοσιογράφο Σωτήρη Κακίση με τον οποίο συμπαρουσιάσαμε επί ένα χρόνο τριάντα ραδιοφωνικά αθλητικά ντοκιμαντέρ, ήταν τότε η περίοδος πριν από τους αγώνες της Αθήνας, με ορισμένες κορυφαίες προσωπικότητες του παρελθόντος από το ποδόσφαιρο, το μπάσκετ, το στίβο, το πόλο, το βόλεϊ, την πάλη κ.λ.π.
Η εκπομπή λεγόταν “Μυθομανία” και ακουγόταν από την ΕΡΑΣΠΟΡ την περίοδο 2002-03.
Η εμπειρία ήταν μοναδική. Ήρθα σε κοντινή επαφή με πολλούς ήρωες των παιδικών μου χρόνων και είχα τη δυνατότητα να τους ρωτώ ότι θέλω.
Σε μια τέτοια εκπομπή γνώρισα και τον σπουδαίο Γιάννη Κούρο, τον μυθικό υπερμαραθωνοδρόμο και του ζήτησα να με αφήσει να του κάνω ένα κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ όπου, μαζί με τον Γιώργο Αργυροηλιόπουλο, ως συμπαραγωγό και διευθυντή φωτογραφίας, θα τον ακολουθούσαμε επί δυο χρόνια.
Ο Γιάννης δέχτηκε και προέκυψε το πρώτο μεγάλου μήκους κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ μου. Το οποίο ήταν αθλητικό. Άρεσε πολύ και βραβεύτηκε στη Θεσσαλονίκη.
Στα χρόνια που ακολούθησαν έγραψα ένα βιβλίο για το ποδόσφαιρο. Εκδόθηκε το 2005 με τίτλο “Το Μυθιστόρημα του ποδοσφαίρου” και μέσα από αυτό επιχειρούσα να κάνω μια σύζευξη κειμένων και εικόνων. Πολλών σύντομων ιστοριών από το ελληνικό και διεθνές ποδόσφαιρο που αναδείκνυαν πρόσωπα και γεγονότα με τρόπο ώστε να αισθανόμαστε μια άλλη, διαφορετική και την ίδια στιγμή καθόλου άγνωστη, διάσταση του παιχνιδιού.
Κάτι σαν έντυπο ντοκιμαντέρ.
Το 2010 πραγματοποίησα ένα διπλό αφιέρωμα για το γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, στο “Παρασκήνιο”.
Όμως οι πιο ουσιαστικές προσπάθειες που έκανα στο αθλητικό – ιστορικό ντοκιμαντέρ, ήρθαν μέσα από τέσσερις τηλεοπτικές σειρές.
“Για πάντα πρωταθλητές”, στον Σκαϊ, το 2009, “Ο πυρετός του Μουντιάλ” το 2014 στην τότε ΝΕΡΙΤ, “Τα Χρόνια της Αθωότητας” στην ΕΡΤ3 το 2021-22 και οι “Μνήμες Γηπέδων”, επίσης στην ΕΡΤ3, την περίοδο 2021-23.
Σε αυτές τις σειρές, τις οποίες προετοίμαζα επί χρόνια, κατάφερα, αξιοποιώντας το πάθος μου για τα αθλητικά δρώμενα από τότε που ήμουν παιδί, να αποδώσω την ιστορία του Ελληνικού Αθλητισμού, με έμφαση σε ποδόσφαιρο και μπάσκετ, συνδέοντάς τον με τις ιστορικές, πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές του αποχρώσεις, παραμένοντας πάντα εστιασμένος στα καθαρά αθλητικά γεγονότα.
Αυτό που επιχείρησα, ειδικότερα, να αναδείξω, είναι ότι ο αθλητισμός και ειδικά το ποδόσφαιρο και το μπάσκετ, αποτελούν το σημείο συνάντησης του λαϊκού πολιτισμού με τη λογοτεχνία, το θέατρο και την Ιστορία. Καθώς τα πρόσωπα του (παλιού)ελληνικού αθλητισμού αποτελούν υποκείμενα της Ιστορίας της Ελλάδας, έχοντας βιώσει όλες τις συνέπειες μιας ταραχώδους διαδρομής – πόλεμοι, καταστροφές, δικτατορίες, φτώχεια, εξορίες και ατελείωτοι αγώνες για ατομική και συλλογική αυτοσυνειδησία – ενώ παράλληλα θα μπορούσαν, άνετα, να αποτελούν πρωταγωνιστές, δευτεραγωνιστές ή ρολίστες σε κορυφαία λογοτεχνικά και θεατρικά έργα. Τα οποία δεν γράφτηκαν ποτέ, καθώς η δεξαμενή του αθλητισμού πάντα αντιμετωπιζόταν υποτιμητικά από την κυρίαρχη διανόηση(ο αθλητισμός ως όπιο του λαού) αλλά και την καλλιτεχνική τάξη, ασχέτως εάν οι βασικοί εκπρόσωποί τους, παρακολουθούσαν - κρυφά ή σιωπηρά - με λαχτάρα τα αθλητικά δρώμενα, λιώνοντας από αγωνία.
Τώρα πλέον, έχω την ικανοποίηση ότι αυτές οι σειρές “πέρασαν” στους θεατές, συνάντησαν μεγάλη επιτυχία έχοντας καταξιωθεί στη συνείδηση των πολλών και την ίδια στιγμή γνωρίζω ότι θα παραμένουν ως αρχείο – ντοκουμέντο για κάθε μελλοντικό χρήστη.