Τα καλοκαίρια του 2008 και 2009 το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου γνώρισε απίστευτες στιγμές έντασης και φανατισμού ως αποτέλεσμα των παραστάσεων που ανέβασαν ο Ανατόλι Βασίλιεφ και ο Ντίμιταρ Γκότσεφ. Υπάρχει “Ιερότητα” στην Επίδαυρο;
Εμφανίζονται:
Κώστας Γεωργουσόπουλος, Ανατόλι Βασίλιεφ, Ντίμιταρ Γκότσεφ, Αμαλία Μουτούση, Λυδία Κονιόρδου, Γρηγόρης Ιωαννίδης, Δημήτρης Μαυρίκιος, Μιχαήλ Μαρμαρινός, Νίκος Καραθάνος.
Το διπλό εκείνο “Παρασκήνιο” προέκυψε ως μια ανάγκη να ερμηνεύσουμε τι ήταν αυτό που είχε οδηγήσει στις τόσο οργισμένες αντιδράσεις σημαντικής μερίδας θεατών στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, όταν ανέβασαν ο Ρώσος Ανατόλι Βασίλιεφ τη Μήδεια, το 2008, και ο Βουλγαρογερμανός Ντίμιταρ Γκότσεφ τους Πέρσες το 2009.
Οι αντιδράσεις ήταν εξωφρενικές και αποφάσισα να κάνω εκείνο το “Παρασκήνιο” ενόσω ήταν ακόμα καυτό το θέμα.
Γι αυτό και όλοι οι ομιλητές κουβαλούν μια έντονη φόρτιση.
Επέλεξα να προτείνω δυο επεισόδια καθώς το θέμα ήταν, και δυστυχώς παραμένει, τεράστιο και έπρεπε να εξαντλήσουμε κάθε του πτυχή.
Η διπλή ταινία επιχείρησε, και νομίζω ότι πέτυχε, να αναδείξει μια σειρά από ζητήματα.
Έχουμε δικαίωμα να θέτουμε περιορισμούς στην ελεύθερη έκφραση; Να κρίνουμε τους καλλιτέχνες από την εθνικότητά τους; Να διασκευάζουμε τα αρχαία κείμενα; Να επιλέγουμε εκ των προτέρων ποιος σέβεται και ποιος όχι την παράδοση;. Και ακόμα, τι είναι η παράδοση; Με ποιο τρόπο συνδέεται σήμερα το ανέβασμα μια αρχαίας τραγωδίας στην Επίδαυρο με το θρησκευτικό αίσθημα;
Αυτά και πολλά ακόμα ερωτήματα που προέκυψαν.
Επέλεξα μια ευρεία γκάμα ομιλητών για να τοποθετηθούν. Που κάλυψαν, τελικά, όλο το φάσμα. Και κάποιες φορές μας εξέπληξαν.
Υπήρχαν δυο άξονες με, φαινομενικά, συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
Από τη μια ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, ο πατριάρχης της θεατρικής κριτικής, ένας άνθρωπος με βαθιά γνώση της κλασικής παιδείας και θιασώτης της πιο παραδοσιακής προσέγγισης των αρχαίων κειμένων.
Απέναντί του ο νεότερος κριτικός, ο Γρηγόρης Ιωαννίδης, που μόλις τότε είχε πάρει θέση υπέρ της παράστασης των Περσών που είχε ξεσηκώσει θύελλα.
Υπήρχαν, φυσικά, και αυτό ήταν μεγάλη επιτυχία, οι δυο πρωταγωνιστές. Ο Βασίλιεφ και ο Γκότσεφ. Που ήταν σοκαρισμένοι και άλλοτε περνούσαν στην επίθεση και άλλες φορές αμύνονταν.
Υπήρχαν δυο περιφερειακά και πιο επικουρικά σχόλια. Ο Δημήτρης Μαυρίκιος, που βρέθηκε πιο κοντά στην παραδοσιακή άποψη, όντας όμως ο ίδιος πάντα ένας ρηξικέλευθος σκηνοθέτης που μόνο συντηρητικό δεν τον χαρακτηρίζεις.
Και από την άλλη ο Μιχαήλ Μαρμαρινός που εκφράστηκε ανοιχτά υπέρ της χωρίς όρια διασκευής των κειμένων, θέτοντας, μέσα από ένα συγκεκριμένο κάθε φορά αισθητικό πλαίσιο, ως πιο σημαντικό παράγοντα τον παλμό που αναδύεται μέσα από τη σκηνική δράση. Αυτό που αναδύεται μέσα από τη σκηνοθεσία.
Ανάμεσα στους προαναφερθέντες υπήρχαν τρεις πολύ σημαντικοί (εκ των πραγμάτων) ομιλητές ακόμα.
Η Λυδία Κονιόρδου ήταν ένα περίεργο υβρίδιο όπως υποστήριξε η ίδια. Κουβαλούσε εξίσου μέσα της και τη διδασκαλία του Κουν όσο και την παράδοση του Εθνικού. Και ήταν αυτή που επέλεξε τον Βασίλιεφ για να τη σκηνοθετήσει στην επίμαχη Μήδεια.
Η Αμαλία Μουτούση βίωσε τις δυο τραγικές βραδιές των Περσών καθώς έπρεπε να βρίσκεται, σύμφωνα με τις οδηγίες του Γκότσεφ, στις κερκίδες σε κάποια σημεία του ρόλου της ως Άτοσσα.
Κλήθηκε λοιπόν να παίξει ανάμεσα στους οργισμένους θεατές που έφευγαν αγανακτισμένοι από το Αρχαίο Θέατρο.
Και φυσικά ο Νίκος Καραθάνος που είχε το θλιβερό, σχεδόν καρμικό, προνόμιο να είναι πρωταγωνιστής και στις τρεις πλέον επίμαχες και “κραγμένες” παραστάσεις της Επιδαύρου. Όλες με ξένους σκηνοθέτες. Στη Μήδεια του Βασίλιεφ, τους Πέρσες του Γκότσεφ και ορισμένα χρόνια νωρίτερα στις Βάκχες του Λάγχοφ.
Ακούστηκαν και διασταυρώθηκαν όλα, σε μια ταινία που έμοιαζε σαν ένα στοχαστικό ρεπορτάζ. Ρεπορτάζ επειδή πραγματοποιήθηκε πολύ κοντά στα γεγονότα. Αλλά με διάθεση αναστοχασμού και εμβάθυνσης σε ένα φαινόμενο που κρατά πάρα πολλά χρόνια και ενδεχομένως η καλλιτεχνική του διάσταση να είναι μικρότερης σημασίας σε σχέση με την κοινωνική, την πολιτική και τελικά την υπαρξιακή.
Δεν θα ξεχάσω την Αμαλία, στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, όπου πήγαμε για να κάνουμε το γύρισμά της, να οδηγείται σε μια υπέροχη εξομολόγηση και να μιλά ανοιχτά για τον τρόπο με τον οποίο η παρουσία της στην Επίδαυρο, μέσα από τους ρόλους της, συνδέεται άμεσα με το θρησκευτικό της αίσθημα και την πίστη της στο Θεό.
Και δεν θα ξεχάσω επίσης το πώς ο μαρξιστής Γκότσεφ, ο οποίος σε όλη τη διάρκεια της τοποθέτησής του απέρριπτε με βδελυγμία οποιαδήποτε έννοια ιερότητας, στο τέλος βρέθηκε να μιλά για την ανατριχίλα που του προκαλούν οι αρχαίες πέτρες και η μαγική ενέργεια της Επιδαύρου.