Ο Κώστας Μανουσάκης υπήρξε, πιθανώς, ο κορυφαίος σκηνοθέτης του Ελληνικού κινηματογράφου, αντιμετωπίστηκε με φθόνο από το εγχώριο κινηματογραφικό σύστημα και οδηγήθηκε σε μια ιδιότυπη αυτοεξορία στα τριάντα πέντε του μόλις χρόνια.
Εμφανίζονται:
Ανέστης Βλάχος, Ροζίτα Σώκου, Ανδρέας Τύρος, Έλλη Φωτίου, Θανάσης Παπαθανασίου, Άλκης Μανουσάκης.
Η επιστροφή μου στο “Παρασκήνιο”, καθώς και η έναρξη της πιο δημιουργικής μου περιόδου στη Cinetic, συνδέθηκαν με ένα πρόσωπο, έναν σπουδαίο Έλληνα κινηματογραφιστή, τον οποίον πάντα θαύμαζα και ο οποίος μου χάρισε γενναία τη φιλία του στα τελευταία έξι χρόνια της ζωής του.
Ο Κώστας Μανουσάκης αποτελεί τον πιο αδικημένο, με βάση τη συνολική του πνευματική καλλιέργεια και την απίστευτη κινηματογραφική του δεξιοτεχνία, Έλληνα σκηνοθέτη του κινηματογράφου.
Υπήρξε ο μοναδικός που, αν του είχε δοθεί η ευκαιρία, θα είχε σταθεί δίπλα στους πολύ σπουδαίους στιλίστες του παγκόσμιου κινηματογράφου των δεκαετιών εξήντα και εβδομήντα.
Ο Μανουσάκης ήταν επαρχιώτης, από το Βόλο και τη Λάρισα. Στην ουσία, όμως, ήταν ένας εστέτ αριστοκράτης του πνεύματος και ειδικότερα του σινεμά, ο οποίος συνετρίβη από την επαρχιώτικη και συντηρητική νοοτροπία του Ελληνικού κινηματογράφου. Τόσο του Παλιού όσο και του Νέου. Υπήρξε ένας αυθεντικός outsider. Κι ας μην αυτοπροβλήθηκε ποτέ ως τέτοιος.
Ήδη από την πρώτη του ταινία, “Έρωτες στους αμμόλοφους”, το 1958, όπου είχε καταφέρει να παρουσιάσει, για μια και μοναδική φορά στη ζωή της, μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα ερμηνευτικά Αλίκη Βουγιουκλάκη, έδειξε το πλούσιο ταλέντο του.
Με την επόμενη ταινία του, την “Προδοσία”, το 1964, έφτασε στο διαγωνιστικό του Φεστιβάλ των Κανών. Παρά το ότι ο παραγωγός του, ο Κλέαρχος Κονιτσιώτης, τον είχε αναγκάσει να ενσωματώσει στην ταινία επίκαιρα εποχής από τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο μόνο και μόνο επειδή τα είχε διαθέσιμα στην αποθήκη του και με αυτό τον τρόπο θα μείωνε το κόστος της ταινίας.
Η μεγάλη του ταινία, όμως, υπήρξε αναμφίβολα ο “Φόβος” το 1966.
Το σπουδαίο αριστούργημά του. Μια ταινία με κινηματογραφική αφήγηση που κόβει την ανάσα, με οξύτατη κοινωνική ματιά, με εντυπωσιακή χρήση των εκφραστικών του μέσων και υποδειγματικά σπουδαίες ερμηνείες.
Μια μοναδική δημιουργία που έφερε την αύρα μιας κορυφαίας ευρωπαϊκής ή αμερικανικής ταινίας και η οποία έχασε την τελευταία στιγμή την Χρυσή Αρκούδα στο Φεστιβάλ Βερολίνου από την αριστουργηματική “Αποστροφή” του Ρόμαν Πολάνσκι.
Ενώ όταν προβλήθηκε στη συνέχεια στις αίθουσες πραγματοποίησε τεράστια οικονομική επιτυχία και έφερε ανάλογα κέρδη στην εταιρία Δαμασκηνός - Μιχαηλίδης.
Θα περίμενε κανείς ότι ο Μανουσάκης θα κυριαρχούσε στον Ελληνικό κινηματογράφο στα χρόνια που ακολούθησαν.
Η πικρή αλήθεια, όμως, είναι ότι δεν έκανε ποτέ ξανά ταινία.
Ευρισκόμενος στις συμπληγάδες μεταξύ του παλιού εμπορικού κινηματογράφου και του Νέου Ελληνικού που τότε ερχόταν με φόρα και κυριάρχησε απολύτως για τα επόμενα τριάντα χρόνια, ο Μανουσάκης έμεινε εκτός παιχνιδιού.
Και οι δυο πλευρές τον αντιμετώπισαν ως ξένο σώμα.
Θεωρήθηκε ιδιόρρυθμος, εσωστρεφής, δύσκολος, προβληματικός. Κατηγορήθηκε πως ήταν τελειομανής και ότι τα γυρίσματά του καθυστερούσαν προκαλώντας ζημιά στους παραγωγούς του.
Συκοφαντήθηκε ως ψυχασθενής και όλες οι εναγώνιες προσπάθειές του επί σαράντα χρόνια για να βρει χρήματα και να κάνει ταινίες, τόσο με το παλιό σύστημα των ιδιωτών παραγωγών, όσο και, μετά το 1975, με την κρατική μέριμνα μέσω του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, κατέληξαν άκαρπες.
Ο Μανουσάκης, άνθρωπος ασφαλώς ιδιαίτερος και ευαίσθητος, σίγουρα, όμως όχι ψυχασθενής, σταδιακά μαράζωνε και κλεινόταν στον εαυτό του.
Όταν τον συνάντησα, το 1999, είχε μόλις χάσει την αγαπημένη γυναίκα του και μοναδικό στήριγμα στη ζωή του, την Αμαλία.
Ζούσε απομονωμένος σε μια, φθαρμένη από το χρόνο, μονοκατοικία στην Πεντέλη.
Του είχα ζητήσει, στο τηλέφωνο, να με δεχτεί καθώς ήθελα να του προτείνω την πραγματοποίηση ενός ντοκιμαντέρ για το “Παρασκήνιο” με θέμα τον ίδιο και το έργο του.
Συναντηθήκαμε, τελικά, ένα απόγευμα στις έξι η ώρα. Στην αρχή της κουβέντας μας, τις πρώτες ώρες για την ακρίβεια, ήταν πολύ συγκρατημένος και άκουγε κυρίως εμένα και όσα είχα να του πω εκφράζοντας τον απολύτως ειλικρινή και γνήσιο θαυμασμό μου για τη δουλειά του.
Αργά το βράδυ φάνηκε να αλλάζει και να χαλαρώνει. Τότε ξεκίνησε ένας χείμαρρος καθώς άρχισε να περιγράφει με τον πιο συγκλονιστικό τρόπο την τραγωδία της ζωής του.
Πώς δηλαδή, ενώ ήταν έτοιμος να προχωρήσει στην επόμενη ταινία του, μετά τον “Φόβο”, ικανοποιώντας το τεράστιο πάθος και την αγάπη του για τον κινηματογράφο, αυτό δεν συνέβη ποτέ. Επί μια ολόκληρη τεσσαρακονταετία.
Οι περιγραφές του ήταν λεπτομερείς, απόλυτα ακριβείς, με έξοχη χρήση της γλώσσας, τραγικές, παθιασμένες και φυσικά εντελώς συναρπαστικές.
Η πρώτη μας εκείνη συνάντηση κράτησε δώδεκα ώρες. Μέχρι το πρωί!!!
Αισθανόταν τεράστια ανάγκη να μιλήσει και δεν με άφηνε να φύγω.
Έκτοτε οι συναντήσεις μας πύκνωσαν και γίναμε πολύ στενοί φίλοι.
Ακόμα και οι τηλεφωνικές μας συνομιλίες ήταν συναρπαστικές. Διαρκούσαν τουλάχιστον δυο ώρες την κάθε φορά, καθώς ήθελε να υπάρχει μια πλήρης επικοινωνία. Όχι απλώς τα τυπικά.
Θυμάμαι όταν μου τηλεφώνησε αργά μέσα στη νύχτα, κλαίγοντας με αναφιλητά, καθώς εντόπισε νεκρό έξω στο δρόμο το γατάκι του, που είχε χάσει την προηγούμενη μέρα.
Δεν θα ξεχάσω, ασφαλώς, ποτέ την ανάλυση που μου έκανε, σε μια από τις πολλές και πολύωρες συναντήσεις μας, πάνω σε ένα και μόνο κεφάλαιο από τους “Αδελφούς Καραμαζόφ”. Δεν έχω λόγια να περιγράψω την πνευματική συγκίνηση που ένιωσα εκείνη τη νύχτα ακούγοντάς τον.
Επίσης δεν θα ξεχάσω την ημέρα που μου έκανε την τιμή να επισκεφθεί ένα εξωτερικό γύρισμά μου, ήταν για την “Αλεμάγια”, σε ένα νταμάρι στην Πεντέλη. Δέχτηκε να έρθει επειδή ήταν κοντά στο σπίτι του.
Τον παρουσίασα σε όλο το συνεργείο και τον αντιμετώπισαν με μεγάλο σεβασμό. Αυτό του έδωσε μεγάλη χαρά.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή που, σε ένα διάλειμμα του γυρίσματος, προσέγγισε την κάμερα και άρχισε να την χαϊδεύει. Νόμιζε ότι δεν τον έβλεπε κανείς καθώς ήταν ώρα φαγητού.
Τον πλησίασα και τον είδα βουρκωμένο. Μου ανέφερε ότι ψηλαφούσε μια κινηματογραφική κάμερα για πρώτη φορά ύστερα από 38 χρόνια. Τόσα είχαν περάσει από το “Φόβο”.
Τελικά δεν πραγματοποιήσαμε ποτέ το “Παρασκήνιο” ενόσω ζούσε. Πάντα έβρισκε δικαιολογίες ώστε να το αναβάλει. Ουσιαστικά φοβόταν την κάμερα και την έκθεση που αυτή συνεπαγόταν.
Δεν ήθελε να καταγραφεί η φθορά του χρόνου.
Τον Αύγουστο του 2005 πέθανε από καρκίνο. Την επόμενη μέρα αποφάσισα να κάνω το “Παρασκήνιο” έστω και χωρίς τη φυσική του παρουσία. Ήθελα να γίνει άμεσα ώστε να εμπεριέχει τη φόρτιση από το θάνατό του. Όπως και έγινε.
Το “Παρασκήνιο” για τον Κώστα Μανουσάκη είναι, πιστεύω, από τις πιο προσωπικές και αποκαλυπτικές δουλειές μου στη Cinetic.