Η μεγάλη έκθεση του Μουσείου Μπενάκη για τα 200 χρόνια της ανεξαρτησίας, συνέπεσε με την πανδημία, με αποτέλεσμα όχι απλώς να καθυστερήσει, αλλά πολύ περισσότερο να μειωθεί δραστικά η διάρκειά της και συνακόλουθα ο αριθμός των επισκεπτών της. Από την πρώτη στιγμή της λειτουργίας της όμως, έστω και με περιορισμένο, αρχικά, αριθμό επισκεπτών, κατέστη σαφές σε όλους ότι επρόκειτο για κάτι μοναδικό και αληθινά σπουδαίο. Προς το τέλος, οι ουρές από επισκέπτες και σχολεία, ήταν τεράστιες και η βαθιά συγκίνηση ακόμα μεγαλύτερη.
Ήταν ιδεώδης η χωροταξία της έκθεσης, με τους τρεις ορόφους στο κτήριο της Πειραιώς.
Ο ένας, ο τρίτος, ήταν αφιερωμένος στην Οθωμανική περίοδο πριν από την επανάσταση, με κόκκινο χρώμα, ο μεσαίος, με μολυβί χρώμα αναφερόταν στις πολεμικές συγκρούσεις και ο τελευταίος, στην έξοδο των επισκεπτών, ήταν το βαθύ μπλε της Ανεξαρτησίας και κυρίως του Κράτους. Σε συνδυασμό με την απτότητα, και όχι την ψηφιακή αναπαράσταση, των τεράστιων συλλογών που είχε δημιουργήσει ο Αντώνης Μπενάκης, μαζί με την μετριοπαθή, ολιστική, απενοχοποιημένη αλλά και έντονα συναισθηματική προσέγγιση των δύο επιμελητών, του στενού φίλου Τάσου Σακελλαρόπουλου και της Μαρίας Δημητριάδου, πρόκευψε ένα αλησμόνητο αποτέλεσμα.
Γι’ αυτό το λόγο μού πρότειναν την πραγματοποίηση ενός ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, ώστε να μείνει μέσα στο χρόνο.
Από την πλευρά μου, πέρα από την όσο το δυνατό πιο ζωντανή απεικόνιση των εκθεμάτων και της αρχιτεκτονικής της έκθεσης, επιχείρησα να συνδέσω τα όσα βλέπουμε με την διαχρονικά ζωντανή παρουσία και το πνεύμα του Αντώνη Μπενάκη, καθώς από την δική μου πλευρά, αισθανόμουν διαρκώς την αύρα του, κι ας έχει φύγει από τη ζωή το μακρινό 1954.
Η ταινία που προέκυψε συνεπώς, αποτελεί εκτός από το αποτύπωμα της έκθεσης, ένα ταξίδι στις συλλογές και την ψυχή του Αντώνη Μπενάκη.