Οι άξονες της ταινίας είναι τρεις.
1. Η μακρά προετοιμασία και η πραγματοποίηση τελικά της μεταφοράς της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδας από το παλιό και φθαρμένο νεοκλασικό κτίσμα στο κέντρο της Αθήνας, στο υπερσύγχρονο κτήριο που σχεδίασε ο Ρέντσο Πιάνο και αποτελεί δωρεά του πιο ισχυρού ιδρύματος στην Ελλάδα, του ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος.
2. Η καταγραφή, παράλληλα με την προετοιμασία της μεταφοράς, της ιδιαίτερα οξυμένης κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας στους δρόμους γύρω από την Εθνική Βιβλιοθήκη στο κέντρο της πόλης, με τις εικόνες φτώχειας και διαδηλώσεων να κυριαρχούν καθώς η μεταφορά συνέπεσε με τα δύσκολα χρόνια της ακραίας οικονομικής κρίσης αλλά της μαζικής έλευσης των προσφύγων. Την ίδια περίοδο, στο κέντρο πολιτισμού όπου έχει χτιστεί το καινούργιο κτήριο απεικονίζεται μία εντελώς διαφορετική πραγματικότητα. Ησυχία, ασφάλεια, παιδιά που παίζουν ανέμελα, καλλιτεχνικές εκδηλώσεις και μουσικά φεστιβάλ.
3. Η Ιστορία της Εθνικής Βιβλιοθήκης, που ιδρύθηκε το 1829, πριν ακόμα από την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Ελλάδας από τους Τούρκους και η οποία ταυτίζεται με την ίδια την πόλη και τις μεγάλες αναταραχές της ιστορίας της.
Ακολουθείται η επιλογή της συστηματικής καταγραφής - παρατήρησης, επί τέσσερα χρόνια, χωρίς την παραμικρή παρέμβαση όσον αφορά στις δύο πρώτες περιπτώσεις. Για την αποτύπωση της Ιστορίας επιλέγουμε τη χρήση υλικού αρχείου (πλούσιο κινηματογραφικό υλικό και φωτογραφίες) .
Δεν υπάρχουν στημένες σκηνές ή συνεντεύξεις, καθώς στόχος ήταν να αποτυπωθεί η απόλυτη αυθεντικότητα τόσο στην καθημερινότητα της Εθνικής Βιβλιοθήκης, όσο και στην καταγραφή της ζωής στην πόλη.
Μέσα από την καταγραφή αναδύεται ολόκληρος ο μικρόκοσμος της Εθνικής Βιβλιοθήκης, από το Συμβούλιο μέχρι τους τελευταίους βοηθητικούς εργαζόμενους. Ένας μικρόκοσμος που αποτελεί πιστή απεικόνιση της πραγματικότητας της Νεότερης Ελλάδας μετά από την ανεξαρτησία της. Δυσκίνητος, γραφειοκρατικός, βρώμικος, παραδομένος στη φθορά, που κρύβει, όμως, ορισμένους ανεκτίμητους πνευματικούς θησαυρούς στις κατά τα άλλα φτωχές και ρημαγμένες, από τις συνεχείς κλοπές μέσα στα χρόνια, συλλογές της. Όλα αυτά, σε ένα υπέροχο νεοκλασικό κτήριο, που παραπέμπει ευθέως στην Αρχαία Ελλάδα και το πνεύμα της Δημοκρατίας του Περικλή.
Ακριβώς έξω, καταγράφεται μία σύγχρονη Ελλάδα σε απόλυτη σύγχυση, από την ξαφνική φτωχοποίηση, την κοινωνική κρίση και τη μεγάλη εισροή προσφύγων.
Η επίκληση του ένδοξου παρελθόντος λειτουργεί πολλές φορές σαν κατάρα, σε μία χώρα που προσπαθεί να βρει την ταυτότητά της μέσα από την ψευδαίσθηση ότι αποτελεί τη φυσική συνέχεια του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Την ίδια στιγμή, όμως, υπάρχει παλμός και ζωντάνια. Μια πόλη που παρά τις εμφανείς πληγές της σε όλα τα επίπεδα, κρύβει ομορφιά μέσα στην ασχήμια, υποδέχεται γενναία το μεγάλο κύμα των προσφύγων, όταν οι ευρωπαϊκές χώρες χτίζουν τείχη, και κοιτά προς το μέλλον. Έστω και με βλέμμα θολό.
Η έννοια της Δημοκρατίας είναι άρρηκτα δεμένη με την Εθνική Βιβλιοθήκη.
Ενοποιητικός ιστός της ταινίας είναι η αφήγηση (voice over) από μία γυναικεία φωνή που είναι η ίδια η Εθνική Βιβλιοθήκη, όπως δηλώνει από την πρώτη στιγμή.
Απέναντι στην αντικειμενική καταγραφή της γεμάτης δυσκολίες μεταφοράς, που κανείς δεν γνωρίζει αν τελικά θα πραγματοποιηθεί, της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας και της Ιστορίας μέσα από το αρχειακό υλικό, επιλέγουμε μία απολύτως υποκειμενική αφήγηση.
Η Εθνική Βιβλιοθήκη μιλά με τη φωνή μιας γυναίκας σχεδόν διακοσίων ετών, που άλλοτε μοιάζει με κορίτσι και άλλοτε με ώριμη γυναίκα.
Κάποιες φορές μιλά με τη σοφία μιας μεγάλη γυναίκας και κάποιες άλλες παθιάζεται, διαμαρτύρεται, ανησυχεί, θλίβεται, θυμώνει, χαίρεται, τρομάζει, αναμένει.
Η Εθνική Βιβλιοθήκη θα μπορούσε να είναι ή ίδια η πόλη, η Αθήνα, η ίδια η Ελλάδα και ο καθένας από εμάς.
Προς το τέλος της ταινίας, καθώς η μεταφορά έχει σχεδόν ολοκληρωθεί, η αφηγήτρια - Εθνική Βιβλιοθήκη, θέτει και ερωτήματα.
Στις αντίστοιχες Εθνικές ή Δημοτικές Βιβλιοθήκες στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι ή στο Βερολίνο, μπορούμε να αναγνωρίσουμε έναν πνευματικό θεσμό που έχει κερδίσει από την πρώτη στιγμή τη θέση και το ρόλο του, έτσι που να αποτελεί φυσικό προορισμό όχι μόνο των μελετητών αλλά του συνόλου των πολιτών, ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, θρησκείας.
Αντίθετα, η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας, είναι ένα πάμπτωχο, ρημαγμένο από τις κλοπές
πνευματικό ίδρυμα, για το οποίο ουδέποτε ενδιαφέρθηκαν ούτε η Πολιτεία, που έχει συνταγματική υποχρέωση να τη στηρίζει, ούτε οι πολίτες αυτής της χώρας, που δεν την αισθάνθηκαν ποτέ σαν κάτι δικό τους.
Επί διακόσια χρόνια προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της, να αποκτήσει σφυγμό. Μέσα στην ακρότητα, το φανατισμό, τη φτώχεια και την ιδεοληψία περί του περιούσιου ελληνικού λαού. Του σημαντικότερου στον κόσμο, όπως πολλοί ακόμα πιστεύουν. Οι συλλογές της, όπως υπογραμμίζει στο τέλος της ταινίας ο ίδιος ο πρόεδρος του συμβουλίου της, είναι εξαιρετικά φτωχές.
Αυτή η Βιβλιοθήκη, όμως, θα μπορούσε να είναι εξαιρετικά σημαντική. Προφανώς όχι για τις συλλογές που διαθέτει αλλά πολύ περισσότερο για όλα εκείνα που θα μπορούσε να έχει αποθησαυρίσει και για όσα θα μπορούσε να σηματοδοτήσει.
Μέχρι να έρθει εκείνη η στιγμή, αν ποτέ έρθει, αναμένει.
Η ταινία επιχειρεί να συνθέσει ένα μεγάλο ψηφιδωτό ιστοριών και συναισθημάτων, μέσα από σύντομες μικρές αφηγήσεις και δράσεις, ενοποιώντας το χρόνο και το χώρο, με στόχο τη δημιουργία ενός συλλογικού υπαρξιακού ψυχογραφήματος μιας χώρας, μέσα από την Εθνική της Βιβλιοθήκη.
Για μία μεταφορά που στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας ελάχιστοι πιστεύουν ότι τελικά θα πραγματοποιηθεί και όταν αυτό συμβαίνει, φαίνεται να γίνεται χωρίς να αφορά, φαινομενικά, κανέναν, και κόντρα σε μία πόλη διχασμένη, παραδομένη στη φτώχεια και την ακρότητα.
Μία μεταφορά, όμως, που ίσως τελικά να σηματοδοτεί πολλά περισσότερα από μία απλή τεχνική διαδικασία μετεγκατάστασης των βιβλίων.
Η “Μεταφορά” προέκυψε ως ιδέα σε μία περίοδο, στις αρχές του 2016, όπου ύστερα από πολλά χρόνια ήμουν άνεργος. Με δεδομένο ότι δεν είχε ωριμάσει, τέσσερα χρόνια μετά την “Χαρά”, ένα σχέδιο για ταινία μυθοπλασίας, το οποίο θα αποτελούσε την βασική μου προτεραιότητα, η είδηση για την επερχόμενη μεταφορά της Εθνικής Βιβλιοθήκης από το ένα κτίριο στο άλλο, εν μέσω μίας οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που έμοιαζε με εμφύλιο πόλεμο, μού φάνηκε συναρπαστική.
Αποφάσισα να εμπλακώ, έχοντας και τον απαιτούμενο χρόνο ως άνεργος.
Ήρθα αμέσως σε επαφή με τον Πρόεδρο του Εφορευτικού Συμβουλίου, τον Σταύρο Ζουμπουλάκη, με τον οποίο δεν γνωριζόμασταν μέχρι τότε και ξεκίνησα κατευθείαν γυρίσματα, μόνος μου. Με μία κάμερα. Άλλωστε, τον πρώτο χρόνο δεν υπήρχε ούτε χρηματοδότηση για την ταινία, ενώ εγώ δεν είχα τη δυνατότητα να πληρώνω έναν οπερατέρ.
Η αρχική μου σκέψη ήταν για ένα αυθεντικό ντοκιμαντέρ παρατήρησης, χωρίς συνεντεύξεις ή voice over. Κινηματογραφούσα ατελείωτες ώρες υλικού και πολύ σύντομα εξοικειώθηκα με τους ανθρώπους της Βιβλιοθήκης, που δεν έδιναν σημασία στην παρουσία μου. Με δεδομένο, όμως, ότι επιθυμούσα να ενώσω την μεταφορά της Βιβλιοθήκης με τα τεκταινόμενα στην πόλη και τη χώρα, ταυτίζοντάς την με έναν τρόπο με την διαχρονική υπόσταση της Ελλάδας, αντιλήφθηκα ότι έπρεπε να δώσω φωνή και ψυχή στο θέμα μου. Η Εθνική Βιβλιοθήκη πήρε τη φωνή μιας γυναίκας που μιλούσε, σχολίαζε και στοχαζόταν πάνω στα 200 χρόνια της ύπαρξής της, που ταυτίζονται με τη διαδρομή της Ανεξάρτητης Ελλάδας. Η φωνή αυτή ανήκει στην Αμαλία Μουτούση, με την οποία συνεργαστήκαμε επί πολλούς μήνες σε πρόβες και αλλεπάλληλες ηχογραφήσεις, ενώ είχε ξεκινήσει το μοντάζ.
Ύστερα από τους πρώτους έξι μήνες ήταν μαζί μου ο επί χρόνια συνεργάτης μου, ο διευθυντής Φωτογραφίας Δημήτρης Κορδελάς και δίπλα μου στα παραγωγικά θέματα η σύντροφός μου Αποστολία Παπαϊωάννου.
Μαζί με πλούσιο αρχειακό υλικό, πάμπολλα γυρίσματα εντός και εκτός των δύο κτιρίων, επί τέσσερα χρόνια (όσο απαιτήθηκε τελικά για την πραγματοποίηση της μεταφοράς), πήρε τελικά μορφή (με τη συνδρομή της επίσης επί χρόνια συνεργάτιδας Μυρτώς Λεκατσά στο μοντάζ)ένα ντοκιμαντέρ όπου όλα είναι πραγματικά και όχι επινοημένα ή στημένα. Την ίδια στιγμή, όμως, μία πνοή μυθοπλασίας διέτρεχε την ταινία, καθώς είχε προσωποποιηθεί. Για μένα ήταν ένα πρόσωπο με τα πάθη και το μεγαλείο του. Και αν, βλέποντάς το με κάποια απόσταση πλέον, υπάρχει κάτι που θα ήθελα να έχει γίνει διαφορετικά, ήταν η ελευθερία στην έκφραση της φωνής της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Πιο προσωπική, τολμηρή, συναισθηματική, ενίοτε παιχνιδιάρικη. Αυτό επίσης που μού κατέστη σαφές είναι ότι ένα ντοκιμαντέρ για ένα θέμα που άπτεται του Δημόσιου χώρου και ενδιαφέροντος, σε ένα βαθμό ασφαλώς περιορίζει την δημιουργική ελευθερία.