Από την έναρξη του Εμφυλίου, το 1946, μέχρι και το 1955 όταν ο Κ. Καραμανλής κατάργησε τις εκτελέσεις, τα στρατοδικεία είχαν στείλει στο απόσπασμα χιλιάδες νέους ανθρώπους που βρίσκονταν στις γραμμές του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ.
Αν η ετυμηγορία ήταν ομόφωνη ή 4 προς ένα, οι καταδικασμένοι εκτελούνταν.
Αν προέκυπτε 3 προς 2 υπήρχαν ελπίδες για ανατροπή της απόφασης, απόδοσης χάρης ή συνολικής αναστολής των εκτελέσεων κάποια στιγμή (όπως έγινε τελικά το 1955) .
Μέχρι να προκύψει η ετυμηγορία και όταν αυτή οδηγούσε στο 3 προς 2, λειτουργούσαν με συγκινητικό τρόπο ανθρώπινα δίκτυα, κυρίως γυναικών, που επιχειρούσαν να επηρεάσουν τους στρατοδίκες, να δώσουν θάρρος στους καταδικασμένους που περίμεναν και να φροντίσουν τα παιδιά των κρατουμένων, σε συνθήκες τραγικής ένδειας.
Πολλές φορές η εκτέλεση δεν αποφεύχθηκε. Άλλες φορές, όμως, εμποδίστηκε με τους πιο απίθανους και συγκινητικούς τρόπους.
Εκτέλεση παραγωγής:
Ηλίας Γιαννακάκης
Σενάριο - Φωτογραφία - Σκηνοθεσία:
Ηλίας Γιαννακάκης
Η ταινία αυτή ξεκίνησε ως μια ανάθεση για τη δράση των γυναικών στην περίοδο του εμφυλίου και των πρώτων πολύ σκληρών μετεμφυλιακών χρόνων. Είχαν δημιουργήσει την περίφημη ΠΕΟΠΕΦ με σκοπό την συμπαράσταση στους έγκλειστους και στις έγκλειστες στις φυλακές, κυρίως στις διαβόητες φυλακές Αβέρωφ, τη φροντίδα στα παιδιά τους και κυρίως την προσπάθεια να αποτρέψει τις εκτελέσεις τους από τα έκτακτα στρατοδικεία.
Στην πορεία έγινε φανερό ότι επρόκειτο για κάτι πολύ ευρύτερο.
Ένας άτυπος μηχανισμός από γυναίκες, άντρες, παιδιά, δικηγόρους, έντιμους στρατιωτικούς, συγγενείς των έγκλειστων, φίλων των συγγενών και πάρα πολλών ακόμα, έδωσε έναν τιτάνιο και συγκινητικό αγώνα για να σώσει τους προς εκτέλεση κρατούμενους, άντρες και γυναίκες, να φροντίσει τα παιδιά τους που είχαν απομείνει μόνα και έρημα στην κυριολεξία και ουσιαστικά για να αποτελέσει μια γέφυρα λογικής και ανθρωπιάς σε μια εποχή τρέλας και τυφλού μίσους.
Απίστευτες ιστορίες για τους απίθανους τρόπους που έβρισκαν γριές και αμόρφωτες γυναίκες ώστε να επηρεάσουν ή και να χρηματίσουν κάποιο μέλος του στρατοδικείου, μαζεύοντας πενηνταράκι πενηνταράκι τα απαιτούμενα ποσά. Για τις μεθόδους που επινοούσαν ώστε να μην επηρεαστούν τα παιδιά των κρατουμένων. Για μια συλλογικότητα που δεν είχε προηγούμενο στην Ελλάδα.
Και αναδεικνύει το λεγόμενο ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς. Εκείνων των αριστερών. Εκείνης της εποχής. Ένα ηθικό πλεονέκτημα που το πήραν μαζί τους στον τάφο.
Δεν θα είχε νόημα να σταθώ στην κάθε ιστορία ξεχωριστά. Γιατί όλες ήταν ιδιαίτερες και συγκινητικές. Και αποκαλυπτικές. Όλη η ταινία κουβαλά κάτι αποκαλυπτικό ακριβώς επειδή αναφέρεται σε γεγονότα που δεν τα χωρά ο νους.
Θα ξεχωρίσω, όμως, μια και μόνη μαρτυρία. Είχα πάει σε ένα σπίτι για να κινηματογραφήσω τη μαρτυρία μιας γυναίκας, η Μαριγώ Γεωργαντά, που στα χρόνια εκείνα αποτελούσε ένα ακούραστο μέλος της ΠΕΟΠΕΦ. Μου ανέφερε ότι είχε χάσει και τους τρεις αδελφούς της. Έναν στον Ελληνο - ιταλικό πόλεμο, έναν που τον εκτέλεσαν οι Γερμανοί και τον τρίτο στον Εμφύλιο. Η αδελφή της είχε συλληφθεί από τη ασφάλεια και καταδικάστηκε σε θάνατο. Όσο μου μιλούσε για όλα αυτά, δίπλα της ακριβώς, ήρθε και κάθισε μια γυναίκα, που δεν μου συστήθηκε, αλλά σε όλη τη διάρκεια της κινηματογράφησης βρισκόταν σε πρωτοφανή ένταση και έξαψη. Σαν να ήθελε να μιλήσει εκείνη. Ήταν η αδελφή της Μαριγώς. Η Βαγγελιώ Γεωργαντά - Φραντζεσκάκη. Όταν κατάλαβα τι συνέβαινε, καθώς η μαρτυρία της Μαριγώς είχε ουσιαστικά σχεδόν ολοκληρωθεί, ζήτησα από την Βαγγελιώ να πάρει τη θέση της Μαριγώς επί τόπου. Με τη φόρτιση που είχε. Έτσι κι έγινε. Και προέκυψε μια από τις καλύτερες μαρτυρίες που έχω ποτέ κινηματογραφήσει. Την οποία δεν θα επιχειρήσω να περιγράψω. Γιατί απλώς δεν γίνεται. Μόνο όταν την ακούσει κάποιος θα καταλάβει, έστω και ελάχιστα, τη ζωή της. Τη ζωή μιας σπουδαίας γυναίκας. Αισθάνθηκα ότι μπροστά μου βρισκόταν μια Αγία. Μια Ζαν Ντ' Αρκ της εποχής μας.
Όταν ύστερα από ένα χρόνο προβλήθηκε η ταινία για πρώτη φορά, ήταν Νοέμβριος του 2009, η Βαγγελιώ ήταν εκεί. Είδε την ταινία, με πλησίασε και αφού με φίλησε, με ευχαρίστησε γιατί η καταγραφή της μαρτυρίας της, της αδιανόητα απίστευτης ζωής της, ήταν το πιο μεγάλο δώρο που είχε ποτέ δεχτεί. Έτσι μου είπε. Την αναζήτησα λίγο καιρό αργότερα για να της προτείνω ένα ντοκιμαντέρ αποκλειστικά για εκείνη. Αλλά είχε πεθάνει.
Όπως και ορισμένοι ακόμα από τους ανθρώπους που κατέθεσαν τη μαρτυρία τους σε αυτή την ταινία. Που είναι από τις πιο φορτισμένες συναισθηματικά που έχω πραγματοποιήσει.
Η ΒΑΓΓΕΛΙΩ
Το καλοκαίρι του 2008 ξεκίνησα τα γυρίσματα ενός ντοκιμαντέρ που αναφερόταν σε ένα άτυπο δίκτυο ανθρώπων οι οποίοι την περίοδο του Εμφυλίου (1946 -49) αλλά και για όσα χρόνια συνεχίζονταν οι εκτελέσεις, μέχρι το 1955, προσπαθούσαν και σε κάποιες περιπτώσεις κατόρθωναν, να επηρεάσουν την ετυμηγορία των έκτακτων στρατοδικείων ώστε η απόφαση να βγαίνει με πλειοψηφία τρια προς δυο. Με αυτό τον τρόπο η ποινή δεν εκτελούνταν αμέσως και υπήρχε χρόνος για περαιτέρω δικαστική μάχη και ελπίδα ότι με κάποιο τρόπο θα ήταν δυνατό να αποφευχθεί η εσχάτη των ποινών.
Ήταν μια περίοδος όπου εκτελούνταν συνεχώς νέοι και νέες, ως κομουνιστές και κατάσκοποι ή για συμμετοχή τους στο ΕΑΜ.
Οι καταδικαστικές αποφάσεις έβγαιναν αβασάνιστα, σε μια εποχή που θύμιζε Μεσαίωνα.
Έτσι λοιπόν, απλοί άνθρωποι, αγράμματες γυναίκες, ευαισθητοποιημένοι δικηγόροι, επιχειρούσαν να προσεγγίσουν τους στρατοδίκες. Κάποιες φορές πήγαιναν μανάδες ως καθαρίστριες στα σπίτια τους, ώστε να κερδίσουν τη συμπάθειά τους και να σώσουν τα παιδιά τους.
Άλλες φορές συγκεντρώνονταν, με τους πιο δύσκολους και απίθανους τρόπους, μεγάλα ποσά ώστε να χρηματιστούν οι στρατοδίκες.
Για όλους εκείνους τους ανθρώπους που βοήθησαν χωρίς ποτέ να γραφεί το όνομά τους στην Ιστορία, έγινε εκείνη η ταινία. Με τίτλο “Ένα αργοπορημένο ευχαριστώ”.
Είχα πάει στα Πατήσια για να κινηματογραφήσω μια μικροσκοπική ηλικιωμένη κυρία που την εποχή εκείνη είχε μεγάλη συμμετοχή και δράση σε ένα τέτοιο δίκτυο γυναικών.
Καθώς μου μιλούσε στην κάμερα άνοιξε η πόρτα και εμφανίστηκε, χωρίς καμία συνεννόηση, μια επίσης ηλικιωμένη γυναίκα αλλά με φοβερή κορμοστασιά και βλέμμα που μαγνήτιζε.
Κάθισε ακριβώς δίπλα μου.
Η κυρία που μιλούσε στην κάμερα είχε ήδη αναφερθεί στα τρία χαμένα αδέλφια της, εκτελεσθέντες από τους Γερμανούς ο ένας και από τον Εθνικό στρατό οι άλλοι δυο.
Μίλησε και για την αδελφή της, την Βαγγελιώ, που είχε συλληφθεί, βασανιστεί φρικτά και κρατηθεί επί πολλά χρόνια έγκλειστη στις φυλακές Αβέρωφ.
Η κυρία δίπλα βρισκόταν σε έξαψη. Κυριολεκτικά. Άκουγε και σκούπιζε με μαντήλι το μέτωπο και τα μάγουλά της. Με κοίταζε στα μάτια σαν να ζητούσε κάτι.
Σταματώ το γύρισμα και την ρωτώ τι ήταν αυτό που της συνέβαινε.
Ήταν η Βαγγελιώ. Ήθελε να μιλήσει. Εκείνη τη στιγμή όμως. Όχι δέκα λεπτά αργότερα. Όπως καθόταν η αδελφή της (για λογαριασμό της οποίας είχα βρεθεί εκεί) την σήκωσα και κάθισε στη θέση της η Βαγγελιώ. Χωρίς να αλλάξω το κάδρο, το φωτισμό ή τον διάκοσμο από πίσω. Ώστε να μη χαθεί η στιγμή.
Και ξεκίνησε ένας χείμαρρος. Μια εκπληκτική γυναίκα μου αφηγήθηκε, εντελώς αναπάντεχα, την πιο συγκλονιστική μαρτυρία που είχα ποτέ κινηματογραφήσει γύρω από τον Εμφύλιο.
Ήμουν αποσβολωμένος όχι μόνο από όσα έλεγε αλλά και από τον τρόπο που τα έλεγε. Χωρίς στόμφο. Με μια αλήθεια που φαινόταν να έρχεται από πολύ παλιά. Από όλες τις γυναίκες της Ιστορίας που είχαν προϋπάρξει, υποφέρει και αντέξει.
Ένα χρόνο αργότερα, στην προβολή της ταινίας, η Βαγγελιώ ήταν εκεί. Είδε την ταινία, στην οποία είχε κεντρική παρουσία και ήρθε κοντά μου. Με αγκάλιασε διακριτικά και με φίλησε. Και με ευχαρίστησε θερμά.
Της είπα ότι θέλω να τα ξαναπούμε σύντομα.
“...εντάαααξει...” είπε χαμογελώντας. Το έλεγε έτσι μακρόσυρτα. Το θυμόμουν από το γύρισμα.
Ήθελα να της κάνω ένα ντοκιμαντέρ μόνο πάνω της.
Την αναζήτησα ύστερα από λίγους μήνες.
Η Βαγγελιώ, όμως, είχε πεθάνει.
Ηλίας Γιαννακάκης