Και αυτή η ταινία ήταν ανάθεση. Ήταν τέλος Ιουλίου 2013. Μου τηλεφώνησαν από την Ένωση Καλαβρυτινών Αθήνας για να μου ζητήσουν μια 45λεπτη ταινία με σκοπό να προβληθεί στις 13 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου, όταν θα συμπληρώνονταν τα 70 χρόνια από τη σφαγή του ανδρικού πληθυσμού και την πυρπόληση των Καλαβρύτων και των γύρω χωριών.
Ο χρόνος ήταν ούτως ή άλλως ασφυκτικός.
Μου ζήτησαν να υπάρχουν στην ταινία οπωσδήποτε δυο στοιχεία. Μαρτυρίες των ντόπιων που είτε έζησαν τα γεγονότα ως παιδιά είτε έχασαν τους πατεράδες, τους θείους και τα αδέλφια τους.
Και το δεύτερο ήταν ότι θα έπρεπε να υπάρχει voice over που θα αναφερόταν λεπτομερώς στα γεγονότα που οδήγησαν στο Ολοκαύτωμα.
Η σφαγή των Καλαβρύτων δεν αποτελεί έναν ακόμα κρίκο της ναζιστικής θηριωδίας κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Αποτέλεσε ένα γεγονός εντός του οποίου συνδέθηκε η Γερμανική Κατοχή με τον Εμφύλιο που ακολούθησε.
Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ ύστερα από σκληρή μάχη συνέλαβαν 81 στρατιώτες του ναζιστικού στρατού κατοχής.
Οι διαπραγματεύσεις για ανταλλαγή με Έλληνες κρατούμενους δεν οδήγησαν σε αποτέλεσμα και στις 7 Δεκεμβρίου οι αιχμάλωτοι εκτελέστηκαν.
Από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε η επιχείρηση αντιποίνων που οδήγησε στην απόλυτη καταστροφή.
Από τότε και μέχρι σήμερα, πολλοί κάτοικοι των Καλαβρύτων που εκείνο το Δεκέμβριο ήταν παιδιά που έχασαν τους δικούς τους, αναθεματίζουν τους αντάρτες θεωρώντας ότι η εκτέλεση των Γερμανών αιχμαλώτων προκάλεσε το μακελειό.
Και υπάρχει επίσης η άποψη των αριστερών ότι το ολοκαύτωμα θα γινόταν ούτως ή άλλως.
Ο διχασμός ήταν φανερός και οδήγησε σε ακραίες καταστάσεις την περίοδο του Εμφυλίου και παρέμεινε ζωντανός μέχρι σήμερα.
Υπάρχουν, και μέχρι σήμερα, ντόπιοι που αντιλαμβάνονται τους Γερμανούς εκείνης της εποχής πιο θετικά σε σχέση με τους αντάρτες.
Όταν, στη διάρκεια της σύντομης προετοιμασίας, ένιωσα αυτό το κλίμα πολύ έντονα αποφάσισα σε πρώτη φάση ότι δεν γινόταν να προκύψει μια 45λεπτη ταινία. Καθώς αυτή θα αρκούσε μόνο για την περιγραφή των γεγονότων.
Ήταν αναγκαίο να επεκταθούμε σε ένα μεγάλου μήκους κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ, έτσι ώστε, εκτός από τα γεγονότα, να εστιάσουμε στο πριν, στο μετά και ιδιαίτερα στο διχασμό.
Αυτό κατά τη γνώμη μου θα μπορούσε να είναι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο.
Ο τίτλος Άνθρωποι και Σκιές δεν αναφέρεται μόνο στις σκιές των νεκρών αλλά και στις σκιές του διχασμού.
Μπορούμε να πούμε ότι ο Ελληνικός Εμφύλιος μορφοποιήθηκε μέσα από το δράμα των Καλαβρύτων.
Επιπροσθέτως, με ενδιέφερε η παρουσία στην ταινία κάποιων Γερμανών που αντιπροσώπευαν κάτι διαφορετικό από τη βαρβαρότητα.
Ώστε οι Γερμανοί να μην αποτελούν άψυχα τέρατα. Κάτι που θα τόνιζε ακόμα περισσότερο το δράμα. Δεν ήταν χάρτινα τέρατα προερχόμενα από έναν εξωγήινο κόσμο. Ήταν άνθρωποι σαν κι εμάς. Οι οποίοι στη δεδομένη συγκυρία, όμως, λειτούργησαν ως τέρατα. Και ασφαλώς υπήρχαν εξαιρέσεις.
Έτσι ενσωματώθηκαν οι αναφορές στους Γερμανούς (Αυστριακούς για την ακρίβεια) που έσωσαν κάποια παιδιά από την εκτέλεση, στην Γερμανίδα που επισκέφτηκε μετά τον πόλεμο τα Καλάβρυτα και κατόρθωσε να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα μέσω του οποίου στάλθηκαν στη Γερμανία για να σπουδάσουν και να εργαστούν τα παιδιά που είχαν σωθεί, καθώς φυσικά και ο Έμπερχαρντ Ρόντχολντς, ο φιλέλληνας δημοσιογράφος, που πραγματοποίησε το πρώτο ντοκιμαντέρ για το Καλαβρυτινό Ολοκαύτωμα και το πρόβαλε στη Γερμανική τηλεόραση το 1982 αναδεικνύοντας ένα θέμα ταμπού γι αυτούς.
Η ταινία έπρεπε να παλέψει ανάμεσα σε δυο στοιχεία.
Το ένα ήταν το σοκ από τις αιματηρές μαρτυρίες που σου έκοβαν την ανάσα. Αυτό μοιραία επηρέαζε πρωτίστως εμένα τον ίδιο.
Από την άλλη υπήρχε η επιθυμία μου για μια πιο αποστασιοποιημένη προσέγγιση, που θα ενσωμάτωνε πολλά διαφορετικά στοιχεία έτσι ώστε να αναδεικνύονται τα πολλαπλά επίπεδα ενός τόσο ευαίσθητου θέματος.
Κοιτώντας την ταινία με μια απόσταση στέκομαι αμφίθυμος απέναντί της.
Από τη μια ασφαλώς ο στόχος επιτεύχθηκε. Η ταινία όχι απλώς κατέγραψε με λεπτομέρεια τα γεγονότα αλλά μπόρεσε να αναδείξει, μέσα από ίσες αποστάσεις, τη διάσταση του διχασμού με έναν τρόπο όπου οι Καλαβρυτινοί αναδύονται ως πρόσωπα που κουβαλούν, και θα κουβαλούν εσαεί, μια δραματική μοίρα.
Επίσης η ταινία απέφυγε έναν στείρο αντιγερμανικό τόνο που θα ταυτιζόταν με τη σημερινή πραγματικότητα, το χρέος, την Μέρκελ και τον Σόιμπλε.
Τίθεται το θέμα των Γερμανικών αποζημιώσεων αλλά όχι ως κάτι που συνδέεται με τη σημερινή κρίση.
Οι Γερμανοί όφειλαν από μόνοι τους, για αυτούς τους ίδιους, τα παιδιά και τα εγγόνια τους, να έχουν δώσει γενναίες αποζημιώσεις. Για να πάρουν αποστάσεις από το ναζιστικό παρελθόν τους. Ακόμα κι αν δεν είχε τεθεί ποτέ από τη Ελληνική πλευρά το θέμα, θα έπρεπε εκείνοι να το θέτουν. Και μάλιστα με εμμονή. Και όχι να φυγομαχούν, όπως το πράττουν από το 1945 μέχρι σήμερα.
Στο σύνολό της η ταινία πέτυχε σε μεγάλο βαθμό, βραβεύτηκε από τους ξένους κριτικούς, προβλήθηκε σε όλη την Ελλάδα και συγκίνησε πάρα πολύ.
Υπάρχει, όμως, και μια άλλη διάσταση.
Όλα έγιναν πάρα πολύ γρήγορα. Με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η απαραίτητη απόσταση χρόνου.
Πήρα την απόφαση να γράψω τα κείμενα και να τα εκφωνήσω ο ίδιος.
Με σκοπό, ακριβώς, να μπορώ να ελέγχω όχι μόνο τα όσα ακούγονται αλλά και να αποφύγω τις συναισθηματικές εξάρσεις.
Ήταν πάρα πολλοί, μάλιστα, αυτοί που ενθουσιάστηκαν με τα κείμενα αλλά και τη φωνή μου (!!).
Πιστεύω ότι δεν απέφυγα, παρά την προσπάθειά μου, τις συναισθηματικές εξάρσεις. Επηρεάστηκα από τις μαρτυρίες αλλά και από την προσωπική επαφή με τους ντόπιους.
Δεν αποστασιοποιήθηκα όσο θα έπρεπε. Δεν απέφυγα, στα κείμενά μου, χαρακτηρισμούς για τη βαρβαρότητα και την αναλγησία των Γερμανών. Κάτι που ήταν, ασφαλώς, απολύτως αληθές αλλά η αφήγηση όφειλε να είναι στεγνή και αποστασιοποιημένη ώστε ακριβώς έτσι να οδηγήσει σε μια στέρεη συγκίνηση. Χωρίς την παραμικρή ευκολία. Χωρίς συναισθηματικά δεκανίκια.
Επιπλέον, ο μεγάλος αριθμός των μαρτυριών, όσο συγκλονιστικές κι αν ήταν, “φόρτωσαν” την ταινία και δεν της έδωσαν το χρόνο και το χώρο ώστε να μιλήσουν η σιωπή και η υποβολή.
Θεωρώ ότι η ταινία αποτελεί ένα πάρα πολύ σημαντικό ντοκουμέντο το οποίο όσο περνούν τα χρόνια θα γίνεται ακόμα πιο ισχυρό.
Όμως στερείται κινηματογραφικού ύφους.
Υπάρχει ένα γύρισμα, το οποίο συμπτωματικά ήταν από τα τελευταία μας.
Βλέπουμε μια 97χρονη γυναίκα, από τις ελάχιστες που επιζούσαν όταν έγιναν τα γυρίσματα, που τότε ήταν έγκυος και κατάφερε να πηδήξει από το παράθυρο του πυρπολημένου Σχολείου και να σωθεί.
Δίπλα της ήταν η κόρη της, που εκείνη τη μέρα, στις 13 Δεκεμβρίου 1943, ήταν στην κοιλιά της.
Οι δυο γυναίκες, μάνα και κόρη, έζησαν μια ολόκληρη ζωή ως αυτοκόλλητες. Ακόμα και εξωτερικά έδειχναν ίδιες.
Είχαν μια απολύτως συνδεδεμένη μοίρα.
Η μάνα δεν άκουγε τις ερωτήσεις μου και η κόρη της τα ψιθύριζε στο αυτί.
Σκέφτηκα τη στιγμή του γυρίσματος των δυο γυναικών, ότι αυτό θα έπρεπε να είναι η ταινία. Αυτές οι δυο γυναίκες μόνο. Χωρίς να μιλούν απευθείας για τα φοβερά γεγονότα του Ολοκαυτώματος.
Απλώς να τις ακολουθώ με την κάμερα επί πολλούς μήνες στην καθημερινότητά τους.
Στα απλά πράγματα, στα ημιτόνια, στο απόλυτο τίποτα. Και μόνο από κάποιες φωτογραφίες, από κάποια μισόλογα, κάποιες εκφραστικές σιωπές και φυσικά τις καθημερινές επισκέψεις στο νεκροταφείο, θα αναδεικνυόταν διακριτικά το Καλαβρυτινό δράμα. Θα αναδεικνυόταν πολύ πιο ισχυρό μέσα στο σήμερα που θα έκρυβε μέσα του, αναλλοίωτο, το χτες.
Τη στιγμή που το σκέφτηκα, όμως, ήταν ήδη αργά.
Θα μπορούσε να είναι μια σπουδαία ταινία.
Που θα μίλαγε όχι μόνο για τα Καλάβρυτα αλλά για την ανθρώπινη συνθήκη που είναι καταδικασμένη να περνά μέσα από τη φωτιά.