Η ιστορία της Εθνικής ομάδας Μπάσκετ από το ξεκίνημα, το 1936, μέχρι το 2009.
Εμφανίζονται:
Βαγγέλης Φουντουκίδης, Φαίδων Ματθαίου, Κώστας Μουρούζης, Αλέκος Σπανουδάκης, Φίλιππος Συρίγος, Γιώργος Τρόντζος, Κώστας Πολίτης, Γιώργος Κολοκυθάς, Βασίλης Γκούμας, Στιβ Γιατζόγλου, Βασίλης Σκουντής, Απόστολος Κόντος, Βαγγέλης Αλεξανδρής, Χάρης Παπαγεωργίου, Γιώργος Βασιλακόπουλος, Γιάννης Ιωαννίδης, Μάνθος Κατσούλης, Παναγιώτης Γιαννάκης, Νίκος Γκάλης, Παναγιώτης Φασούλας, Φάνης Χριστοδούλου, Λιβέρης Ανδρίτσος, Ντέιβιντ Στεργάκος, Γιώργος Σιγάλας, Θοδωρής Παπαλουκάς και Δημήτρης Διαμαντίδης.
Διεύθυνση Φωτογραφίας:
Κλαούντιο Μπολιβάρ
Ηχοληψία:
Δημήτρης Κανελλόπουλος
Βοηθός παραγωγής:
Γιάννης Βικίας
Έρευνα αρχείων:
Άκης Παπαδόπουλος
Κείμενα - Αφήγηση:
Κωνσταντίνος Καμάρας
Σενάριο - Ιστορική Τεκμηρίωση - Σκηνοθεσία:
Ηλίας Γιαννακάκης
Κι εδώ υπάρχουν πολλά και εκλεκτά ονόματα. 26 μεγάλες προσωπικότητες.
Νομίζω ότι το διπλό αυτό αφιέρωμα στην Εθνική Μπάσκετ έχει ακόμα πιο έντονο συναίσθημα καθώς αναφέρεται σε μια ομάδα που είχε περισσότερες και μεγαλύτερες επιτυχίες σε σχέση με αυτήν του ποδοσφαίρου.
Είναι εντυπωσιακή και συγκινητική η αναφορά στα πρώτα πέτρινα χρόνια από το 1936 και κυρίως από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι τα τέλη του εξήντα όταν το μπάσκετ προσπαθούσε να βρει το δρόμο του.
Ο Φαίδων Ματθαίου, λίγο καιρό πριν πεθάνει, μας αφηγείται την περιπετειώδη και εντελώς ερασιτεχνικού χαρακτήρα συμμετοχή της ομάδας μας στο Προολυμπιακό τουρνουά του 1952 στο Ελσίνκι, ο Κώστας Μουρούζης θυμάται ότι όταν διέπρεπε στην ομάδα της Μπολόνια, όντας ο πρώτος σκόρερ επί τέσσερα χρόνια, άκουγε πάντα ένα μικρό δίσκο 45 στροφών με τον Ελληνικό Εθνικό Ύμνο για να παίρνει θάρρος πριν από τους αγώνες, ο Αλέκος Σπανουδάκης θυμάται την πρώτη μεγάλη νίκη επί της Γιουγκοσλαβίας, το 1953 στο Βελιγράδι, και μετά η σκυτάλη περνά στην περίφημη και αδικημένη γενιά του εβδομήντα. Ο Τρόντζος, ο Γκούμας, ο Γιατζόγλου μιλούν έτσι ώστε να σου κόβεται η ανάσα από το χιούμορ και την αφηγηματική τους ικανότητα.
Ο περίφημος Γιώργος Κολοκυθάς, στη μοναδική του τηλεοπτική εμφάνιση, μας άφησε να υποπτευτούμε τον λόγο για τον οποίο όλοι τον θεωρούσαν τόσο σπουδαίο.
Και μετά περνάμε στη γενιά του 1987.
Εδώ μιλούν όλοι. Με προεξάρχοντα τον σπουδαίο Νίκο Γκάλη.
Σε μια από τις ελάχιστες τηλεοπτικές του εμφανίσεις, μιλά συγκινητικά και αποκαλυπτικά.
Μαζί με τους Γιαννάκη, Φασούλα, Χριστοδούλου, Ανδρίτσο, τον Κώστα Πολίτη και τον Γιώργο Βασιλακόπουλο, συνέθεσαν μια εκπληκτική ενότητα για το 1987, που καταλαμβάνει και τη μερίδα του λέοντος στο δεύτερο μέρος.
Και φυσικά μετά περνάμε στη σπουδαία ομάδα του 2005 και 2006 με το Ευρωπαϊκό στο Βελιγράδι και τη νίκη επί των ΗΠΑ το 2006.
Ο Διαμαντίδης, ο Παπαλουκάς και ο Παναγιώτης Γιαννάκης ως προπονητής, αναφέρονται εκτενώς στους τελευταίους μεγάλους θριάμβους του Ελληνικού μπάσκετ.
Τεράστια ήταν η συμβολή στη διπλή αυτή ταινία, αλλά και σε όλα τα επεισόδια του μπάσκετ, του Φίλιππου Συρίγου και του Βασίλη Σκουντή.
Ειδικά με τον Φίλιππο ήμασταν πολύ καλοί φίλοι ήδη κάποια χρόνια πριν από τα γυρίσματα και μου χάρισε με θέρμη όχι μόνο τη συμμετοχή του στη σειρά, μιλώντας σε όλα τα επεισόδια με το γνωστό εκπληκτικό του ύφος, αλλά με βοήθησε και σε πολλές επαφές όπως εκείνη με τον Γιώργο Κολοκυθά.
Μια από τις καλύτερες εμπνεύσεις που υπήρχαν στην ταινία ήταν η εξής:
Κάθε φορά πριν από ένα γύρισμα και μέχρι να τεστάρουμε τα φώτα και τον ήχο, υπάρχουν κάποιες βουβές στιγμές όπου ο ομιλητής κοιτά την κάμερα περιμένοντας να ξεκινήσουμε. Παίρνοντας τέτοιες στιγμές από τον καθένα, επιλέξαμε τα χαμόγελά τους, τους τοποθετήσαμε στη σειρά στο μοντάζ, έχοντας από πάνω να ακούγεται το σχόλιο του Κωνσταντίνου Καμάρα που αναφερόταν στις διάφορες γενιές του ελληνικού μπάσκετ.
Αυτή η υπέροχη διαδοχή των μεγάλων εκπροσώπων κάθε γενιάς, με το χαμόγελο στα χείλη, από τον Ματθαίου και τον Μουρούζη, στον Τρόντζο και τον Κολοκυθά, μετά στην αναρχική γενιά του εβδομήντα με Γκούμα και Γιατζόγλου, στη χρυσή φουρνιά του 1987 με Γκάλη, Γιαννάκη, Φασούλα, Χριστοδούλου και τέλος στους σημερινούς ήρωες Διαμαντίδη και Παπαλουκά, ήταν μια υπέροχα συγκινητική στιγμή. Τοποθετήθηκε λίγο πριν από το φινάλε.
Ήταν μια θαυμάσια ιδέα της Δώρας Μασκλαβάνου που έκανε το μοντάζ.
Ακόμα καλύτερο ήταν το φινάλε της ταινίας, όπου ο Γκάλης λέει ότι δεν μετανιώνει που δεν πήγε στο NBA καθώς κάποιος έπρεπε να ανάψει τη σπίθα για να εκτοξευτεί το ελληνικό μπάσκετ...
Προκειμένου να μας μιλήσει ο Νίκος Γκάλης προηγήθηκε μια ολόκληρη περιπέτεια. Δεν ήταν καθόλου εύκολο. Ούτε δεδομένο. Είχαμε πάει στη Θεσσαλονίκη και είχαμε στρατοπεδεύσει εκεί επί ενάμιση μήνα για όλα τα γυρίσματα που θα κάναμε συνολικά στη Βόρεια Ελλάδα για τη σειρά.
Είχα ξεκινήσει τις προσπάθειες, ήδη από την Αθήνα, αλλά δεν μπορούσα να μιλήσω στο τηλέφωνο με τον Γκάλη. Ο Φιλιππος Συρίγος εκείνη την περίοδο δεν είχε τόσο καλή σχέση μαζί του και δεν μπορούσε να με βοηθήσει.
Όταν ήμασταν στη Θεσσαλονίκη αποφάσισα να εντοπίσω το σπίτι του και πήγα και στάθηκα απ' έξω. Επί δύο ώρες. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε η πολύ συμπαθής γυναίκα του. Της εξήγησα τί ήταν αυτό που ήθελα. Το παράθυρο ήταν ανοιχτό και νομίζω ότι με άκουγε και εκείνος. Η γυναίκα του μου υποσχέθηκε ότι θα έκανε ότι μπορούσε. Κανένα αποτέλεσμα όμως. Συνεχίζοντας τα γυρίσματα κινηματογραφήσαμε τον Πάρη Καλημερίδη, τον γνωστό Θεσσαλονικιό δημοσιογράφο, ο οποίος στο παρελθόν είχε κοντινή σχέση με τον Γκάλη και του είχε πάρει κάμποσες συνεντεύξεις.
Εκείνος μου έδωσε το “κλειδί”. Το οποίο ήταν ο Γιάννης Ιωαννίδης. Εγώ ήξερα ότι Γκάλης και Ιωαννίδης ήταν “σκοτωμένοι”. Ο Καλημερίδης, όμως, μου είπε ότι αυτό είχε πλέον αλλάξει.
Εμείς είχαμε κανονίσει την επόμενη μέρα γύρισμα με τον Γιάννη Ιωαννίδη.
Είχαμε διαμορφώσει σε στούντιο ένα δωμάτιο από το ξενοδοχείο που μέναμε. Το πολύ γνωστό Ολύμπια.
Ήρθε ο Ιωαννίδης, κάναμε το γύρισμα, τα πήγαμε πολύ καλά και μάλιστα επειδή έπρεπε να μιλήσει για αρκετά επεισόδια, Άρης, Ολυμπιακός, ΑΕΚ και Εθνική ομάδα, στα οποία εμπλεκόταν, δεν καταφέραμε να ολοκληρώσουμε. Εκείνη την περίοδο ο Ιωαννίδης ήταν υφυπουργός Αθλητισμού.
Έπρεπε να επιστρέψει στην Αθήνα και θα ερχόταν ξανά στη Θεσσαλονίκη το επόμενο Σαββατοκύριακο. Θα ολοκληρώναμε τότε, όπως μου είπε, τα γυρίσματά μας.
Πήρα το θάρρος και του ζήτησα τη μεσολάβησή του ώστε να μιλήσει στην κάμερα
ο Γκάλης.
Χωρίς να το σκεφτεί μου είπε “...Πες πως έγινε...”.
“...Έτσι απλά;...” λέω.
“...Ρε... άμα σε λέει κάτι ο Ιωαννίδης μη φέρνεις αντίρρηση....” είπε χαμογελώντας...
Την επόμενη μέρα, το μεσημέρι για τη ακρίβεια, χτυπά το κινητό μου.
“...Νίκος Γκάλης...” ακούγεται η γνωστή φωνή. “...Πού πρέπει να έρθω για το γύρισμα;...”.
Αφού κατάφερα να μη μου πέσει το κινητό από τα χέρια, κανονίσαμε να έρθει ύστερα από μια ώρα.
Ο Καλημερίδης με είχε προειδοποιήσει ότι έπρεπε να υποβάλλω στην αρχή όλες τις σημαντικές ερωτήσεις γιατί υπήρχε το ενδεχόμενο κάποια στιγμή, απροειδοποίητα, να βαρεθεί ή να εκνευριστεί και να σηκωθεί να φύγει.
Τελικά ήρθε στην ώρα του και ήταν ένας Θεός.
Απλός, ευγενής σαν παιδί, μίλησε πολύ περισσότερο από όσο είχαμε συνεννοηθεί και έδωσε μια καταπληκτική μαρτυρία.
Νομίζω από τις καλύτερες τηλεοπτικές του στιγμές.
Όταν τελειώσαμε, του ζήτησα να περιμένει για μισό λεπτό. Έτρεξα σαν σφαίρα στο δωμάτιό μου, που ήταν στον ίδιο όροφο λίγες πόρτες πιο δίπλα και έφερα ένα από τα βιβλία που είχα μαζί μου για να προετοιμάζω τις συνεντεύξεις. Ήταν η ιστορία του μπασκετικού Άρη.
Του το πρότεινα και μου έδωσε το μοναδικό αυτόγραφο που έχω ζητήσει στη ζωή μου.
“...To Ilias with love...”. Έγραψε. Και το υπέγραψε. Στα αγγλικά και στα ελληνικά!!!
Ο Ιωαννίδης (αλλά και ο Καλημερίδης...) είχαν κάνει το θαύμα τους....
Ξέχασα να αναφέρω, αν και νομίζω ότι προκύπτει αβίαστα από αυτό το κείμενό μου, ότι ο Νίκος Γκάλης αποτελεί το κορυφαίο μου αθλητικό ίνδαλμα. Τον μεγάλο ήρωα των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων...
Eleftherotypia
SportDay