Ο Δημήτρης Ροντήρης υπήρξε ο παντοδύναμος σκηνοθέτης της χρυσής εποχής του Εθνικού Θεάτρου της δεκαετίας του τριάντα, το αντίπαλο δέος του Κάρολου Κουν και ουσιαστικά ο εισηγητής του κλασικισμού στο ανέβασμα της Αρχαίας Τραγωδίας στην Ελλάδα.
Εμφανίζονται:
Κώστας Γεωργουσόπουλος, Ασπασία Παπαθανασίου, Λευτέρης Βογιατζής, Δημήτρης Σπάθης, Κωστούλα Ροντήρη, Θωμάς Κινδύνης.
Ο Δημήτρης Ροντήρης στα χρόνια της ακμής του, μεταξύ 1932 - 1955 υπήρξε ο απόλυτος άρχων του Ελληνικού Θεάτρου. Ήταν ο μεγάλος σκηνοθέτης, ο διάδοχος του σπουδαίου Φώτου Πολίτη, αλλά και ο επί χρόνια καλλιτεχνικός διευθυντής στη χρυσή εποχή του Εθνικού Θεάτρου. Σαφώς ο πιο επιδραστικός ως προς την κλασική γραμμή προσέγγισης των κειμένων και ειδικά της Αρχαίας Τραγωδίας.
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του πενήντα φάνηκε ότι είχε περάσει η εποχή του, καθώς ήταν τα χρόνια που θριάμβευε ο Κάρολος Κουν, αλλά επανήλθε δυναμικά τη δεκαετία του εξήντα, με το Πειραϊκό Θέατρο, και έγινε ο πρεσβευτής της Αρχαίας Ελληνικής Τραγωδίας ακόμα και στα πιο μακρινά μέρη του κόσμου, με πρωτοφανή επιτυχία.
Από το 1974, δεδομένων και των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων, ο συντηρητικός Ροντήρης, που είχε πλέον μεγαλώσει αρκετά, τέθηκε στο περιθώριο. Στα χρόνια που ακολούθησαν το θάνατό του, το 1981, φάνηκε να τον έχουν ξεχάσει σχεδόν όλοι. Το Θέατρο εξελισσόταν με γοργούς ρυθμούς και το Ροντηρικό ιδίωμα φάνταζε εντελώς παρωχημένο.
Σε αυτό το πλαίσιο θεώρησα ότι είχε έρθει η στιγμή να ξανακοιτάξουμε την περίπτωση Ροντήρη ο οποίος, με τα χρόνια, είχε εξελιχθεί από τον πανίσχυρο άνδρα του Ελληνικού Θεάτρου, σε λησμονημένο outsider.
Ήταν το πρώτο μου διπλό “Παρασκήνιο” καθώς η περίπτωση Ροντήρη ήταν πολύ απαιτητική.
Στο πρώτο επεισόδιο (όπου ο απληροφόρητος θεατής έπρεπε να μάθει γι αυτόν) παρακολουθούμε την πορεία του Ροντήρη στα χρόνια της ακμής του.
Με εξαιρετικά πλούσιο υλικό, στο οποίο είχαν ενσωματωθεί και αποσπάσματα από μια ταινία που είχε επιμεληθεί ο Κώστας Γεωργουσόπουλος αμέσως μετά το θάνατο του δασκάλου του και είχε προλάβει ζωντανούς πολλούς στενούς συνεργάτες του Ροντήρη, ανάμεσα στους οποίους την Μελίνα Μερκούρη και τον Μάνο Κατράκη.
Στο δεύτερο μέρος επιχείρησα μια αυθαιρεσία που νομίζω ότι είχε μεγάλο ενδιαφέρον.
Ζήτησα από τον Λευτέρη Βογιατζή να μιλήσει για τον Ροντήρη.
Θεωρητικά ο Λευτέρης Βογιατζής ήταν πιο κοντά στον παλμό και το ύφος του Κουν παρά του Ροντήρη.
Θεώρησα όμως ότι θα πρέπει να υπήρχε μια υπόγεια διαδρομή, ένα κάποιο νήμα, που συνέδεε τον αυστηρά κλασικό και γερμανομαθή Ροντήρη με τον Λευτέρη Βογιατζή που λάτρευε να αποδομεί το υλικό του προτού να προχωρήσει στη σύνθεση. Ο οποίος, όμως, έδειχνε πάντα να έχει απέραντο σεβασμό στην κλασική γραφή και νομίζω ότι το τεράστιο έργο του αποτελεί ακριβώς μια επαναδιατύπωση του κλασικού αφού πρώτα έχει περάσει από την κόλαση και τη βάσανο της δημιουργικής αγωνίας.
Ο Λευτέρης δεν συμφωνούσε στην ιδέα, αρνιόταν να συμμετάσχει, όπως θα ήταν αναμενόμενο άλλωστε, αντέδρασε έντονα κάποια στιγμή, αλλά τελικά, μετά από πάμπολλες αναβολές δέχτηκε να το κάνουμε.
Μου έδωσε ραντεβού στις 02.00 τα ξημερώματα στο σπίτι του. Πήγαμε μαζί με τον Γιώργο Σκεύα που ήρθε να με βοηθήσει κάνοντας τη δεύτερη κάμερα. Στο σημείο αυτό πρέπει να κάνω μια παρένθεση. Τον Λευτέρη Βογιατζή τον είχα γνωρίσει το 1994 στα γυρίσματα του “Ακροπόλ” του Παντελή Βούλγαρη. Συμμετείχα κι εγώ ως ηθοποιός - κομπάρσος και από τότε δημιουργήθηκε μια πολύ καλή σχέση ανάμεσά μας. Δυο φορές μου είχε ζητήσει να γίνω βοηθός του αλλά δεν πήγα παρότι το ήθελα πάρα πολύ καθώς φοβόμουν ότι δεν θα άντεχα το δύσκολο χαρακτήρα του και δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να οδηγηθώ σε ρήξη με έναν άνθρωπο που θαύμαζα και εκτιμούσα τόσο πολύ. Έτσι, το 1999, όταν ο Λευτέρης έψαχνε εναγωνίως βοηθό για το “Τέφρα και Σκιά” του Πίντερ, εγώ αρνήθηκα και πάλι αλλά του πρότεινα τον Γιώργο Σκεύα.
Η σχέση τους εξελίχθηκε σε σχέση ζωής, έγιναν κουμπάροι και το 2016 ο Γιώργος ανέβασε στο θέατρο του Λευτέρη ένα καταπληκτικό “Κουκλόσπιτο” με την Αμαλία Μουτούση σε μια από τις καλύτερες ερμηνείες της ζωής της. Κλείνει η παρένθεση.
Έτσι ο Γιώργος Σκεύας ήρθε να με βοηθήσει στο γύρισμα καθώς ο Λευτέρης είχε άγχος και θεωρούσε, όπως μου έλεγε, ότι ήθελα να αυθαιρετήσω χρησιμοποιώντας τον στο ντοκιμαντέρ για τον Ροντήρη.
Τελικά ξεκινήσαμε κατά τις 03.00 το πρωί, στην αρχή είχε άγχος και ύστερα από λίγο χαλάρωσε, λύθηκε και προέκυψε ένα θαυμάσιο όσο και αποκαλυπτικό αποτέλεσμα.
Ύστερα από μια ώρα ο Γιώργος, που είχε βοηθήσει εκεί που χρειαζόταν, έφυγε για να κοιμηθεί και μείναμε με τον Λευτέρη μέχρι τις 06.00 το πρωί.
Θυμάμαι ότι ήταν τόσο ευχαριστημένος που παράγγειλε μακαρονάδα σε ένα ξενυχτάδικο και μέχρι να έρθει μου έδειξε τις ταινίες του, σε VHS, που είχε φυλαγμένες σε μια ντουλάπα η οποία καθώς άνοιγε φωτιζόταν αυτομάτως από μια λάμπα νέον.
Ο Λευτέρης, μιλώντας για τον Ροντήρη, λίγο λίγο και χωρίς αυτό να γίνεται συνειδητά, ερχόταν ολοένα και περισσότερο κοντά του ως προς τη μέθοδο, την ακρίβεια και το ήθος.
Μίλησε και για τη μια και μοναδική τους συνάντηση, στην ταβέρνα του Λεωνίδα στην Επίδαυρο, αλλά και για την ηχογράφηση που είχε κάνει κρυφά ο Λευτέρης στην τελευταία εκδοχή της Ηλέκτρας, το 1978, στο Ηρώδειο. Στο κύκνειο άσμα του Ροντήρη.
Αυτή η ασυνείδητη όσο και αναπάντεχη όσμωση που προέκυψε ήταν συναρπαστική, αποκαλυπτική κάποιων βαθύτερων ομοιοτήτων που συνδέουν καλλιτέχνες διαφορετικών γενεών και ασφαλώς συγκινητική.
Ήταν ο καλύτερος τρόπος να αναδειχθεί, μέσω του Λευτέρη Βογιατζή, κάτι πολύ σύγχρονο αλλά και διαχρονικό στον λησμονημένο Ροντήρη.