Τέσσερις άνθρωποι εγκλωβίζονται σε ένα ασανσέρ. Ο ένας από αυτούς είναι φωτορεπόρτερ που έχει πάει στη συγκεκριμένη πολυκατοικία για να φωτογραφίσει το πτώμα ενός ηλικιωμένου που είχε πεθάνει ξεχασμένος και μόνος, ελπίζοντας να φτιάξει ένα ζουμερό και υπερβολικό κοινωνικό ρεπορτάζ.
Ένας άλλος είναι σπουδαστής στο ωδείο στην ίδια πολυκατοικία.
Μαζί τους υπάρχουν ακόμα ένας ηλικιωμένος σιωπηλός άντρας και μια κοπέλα.
Λάκης Καραλής - Μάνος Βακούσης - Φώτης Μακρής - Μαρία Σπυράκου
Παραγωγή:
Λευτέρης Παυλόπουλος - Ηλίας Γιαννακάκης
Διεύθυνση Φωτογραφίας:
Λευτέρης Παυλόπουλος
Μοντάζ:
Ιωάννα Σπηλιοπούλου
Σκηνικά - Κοστούμια:
Αντώνης Χαλκιάς
Ηχοληψία:
Νίκος Παπαδημητρίου - Πάνος Παπαδημητρίου
Διεύθυνση παραγωγής:
Μαριλένα Κούρπα
Βοηθός σκηνοθέτη:
Αποστολία Παπαϊωάννου
Σενάριο - Σκηνοθεσία:
Ηλίας Γιαννακάκης
Αυτή ήταν η πρώτη μου ταινία! Εγώ ήθελα να διασκευάσω ένα διήγημα του Χρήστου Βακαλόπουλου, με τίτλο το “Νόημα της ζωής”, από τη συλλογή “Νέες Αθηναϊκές ιστορίες”.
Επικοινώνησα μαζί του το Δεκέμβριο του 1992, με σκοπό να του δείξω τη διασκευή που είχα κάνει στο διήγημα του, γνωρίζοντας ότι ήταν βαριά άρρωστος από λευχαιμία.
Με πολύ τρακ του εξήγησα το λόγο για τον οποίο του τηλεφωνούσα.
Εκείνος ήταν πολύ ευγενής αλλά αρνήθηκε, λέγοντας ότι θα ήθελε εκείνος να το κάνει ταινία, κάποια στιγμή, καθώς ήταν το αγαπημένο του.
Ύστερα από είκοσι μέρες πέθανε.
(Όλο το περιστατικό το κατέγραψα με τη μορφή μικρού διηγήματος και τίτλο “Η Συνάντηση”, σε ένα τόμο αφιερωμένο στον Χρήστο Βακαλόπουλο, που εκδόθηκε το 2012).
Τελικά πέρασαν τρία χρόνια και αποφάσισα να κάνω μια πολύ ελεύθερη διασκευή από το διήγημα του Βακαλόπουλου καθώς εξακολουθούσε να με ενδιαφέρει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είχα σκεφτεί ή διαβάσει.
Κατέληξα σε μια ιστορία όπου ένας φωτορεπόρτερ καταφθάνει φουριόζος σε μια πολυκατοικία έχοντας πληροφορηθεί το θάνατο ενός ηλικιωμένου που έμενε μόνος και εγκαταλειμμένος, θεωρώντας ότι θα μπορούσε να “βγάλει” μια ιστορία που θα πουλούσε ως ευαίσθητο κοινωνικό ρεπορτάζ σε τηλεοράσεις και φυλλάδες.
Εγκλωβίζεται στο ασανσέρ (έτσι ξεκινά η ταινία άλλωστε) μαζί με έναν νεαρό σπουδαστή ωδείου, έναν ιδιότυπο ηλικιωμένο άντρα και μια κοπέλα.
Στην πορεία, ενώ κυριαρχεί όλη η ατμόσφαιρα του εκνευρισμού και της αμηχανίας από τον εγκλωβισμό, βλέπουμε εμβόλιμα ορισμένα πολύ σύντομα flash back στα οποία απεικονίζονται, στο ίδιο ασανσέρ, ο ηλικιωμένος κύριος κάμποσα χρόνια νεώτερος και η κοπέλα όπως την βλέπουμε τώρα.
Στην, σύντομη, εξέλιξη της ταινίας, όταν στο τέλος απεγκλωβίζονται, ο φωτορεπόρτερ τρέχει στο διαμέρισμα όπου υπάρχει ήδη αστυνομία και διαπιστώνει ότι ο νεκρός ηλικιωμένος άντρας ήταν αυτός με τον οποίο είχαν εγκλωβιστεί στο ασανσέρ. Τα flash back αναφέρονταν σε ένα περιστατικό εγκλωβισμού στο ίδιο ασανσέρ, χρόνια πριν, και τα οποία με το θάνατό του σαν να στοίχειωσαν για λίγο το χώρο και υπήρξε μια εμπειρία μεταφυσική που συμπεριέλαβε τον φωτορεπόρτερ και το νεαρό σπουδαστή που κανονικά ήταν οι μόνοι πραγματικοί άνθρωποι που βρέθηκαν στο ασανσέρ στο επεισόδιο που δείχνουμε.
Η ιστορία ήταν σαφώς εμπνευσμένη από το διήγημα του Βακαλόπουλου, με σημαντικές, όμως, διαφοροποιήσεις.
Ίσως τελικά να προέκυψε ένα κάπως δύσκολο στην κατανόησή του σενάριο, όμως από την άλλη τέτοια θέματα στηρίζονται στη βασική αίσθηση που φτάνει στον θεατή μέσα από την ατμόσφαιρα και την κινηματογράφηση.
Θυμάμαι ότι με προκαλούσε η ιδέα να κάνω μια ταινία μέσα σε ένα τόσο στενό χώρο. Είχαμε κατασκευάσει ένα ασανσέρ - ντεκόρ, ωραία δουλειά του Αντώνη Χαλκιά, μέσα στο οποίο γυρίσαμε το μεγάλο μέρος της ταινίας. Η έναρξη και το φινάλε γυρίστηκαν στην περίφημη μπλε πολυκατοικία στα Εξάρχεια.
Εκείνα τα χρόνια ήμουν κολλημένος με το φανταστικό κινηματογράφο και την αντίστοιχη λογοτεχνία. Άλλωστε ακόμα μου αρέσουν πολύ.
Οι τέσσερις ηθοποιοί ήταν “...από αλλού ερχόμενοι ο καθένας...”. Ο Μάνος Βακούσης λίγο νωρίτερα είχε βραβευτεί και ακουστεί για το ρόλο του Μπαϊρον στην ομώνυμη ταινία του Νίκου Κούνδουρου. Ο Φώτης Μακρής ερχόταν από τη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, αργότερα έκανε τηλεόραση και τα τελευταία δέκα ή δώδεκα χρόνια έχει το δικό του θέατρο, στην οδό Μαυρομιχάλη, ως σκηνοθέτης - παραγωγός και ηθοποιός.
Η Μαρία Σπυράκου είχε ασχοληθεί ερασιτεχνικά μόνο ως ηθοποιός. Είχαμε γίνει φίλοι στη Σχολή Σταυράκου.
Ο Λάκης Καραλής ήταν ο πλέον ιδιαίτερος από όλους. Μια Sui Generis περίπτωση και ένας αξέχαστος φίλος.
Ο Λάκης μισούσε να είναι κάτι συγκεκριμένο. Μισούσε να είναι επαγγελματίας.
Ήταν ψυχή τε και σώματι ερασιτέχνης. Και καμάρωνε γι αυτό.
Ήταν Βολιώτης και από τους πιο σημαντικούς συντελεστές της περίφημης Θεατρικής Λέσχης του Βόλου, η οποία στα τέλη του εβδομήντα και αρχές του ογδόντα, με πρωτεργάτες τον σπουδαίο Νίκο Σκυλοδήμο αλλά και τον Σπύρο Βραχωρίτη, αποτέλεσε μια θρυλική μέχρι και σήμερα θεατρική ομάδα.
Ο Λάκης αγαπούσε παθιασμένα τον Παπαδιαμάντη και προσπαθούσε να διδάξει Αρχαία τραγωδία σε πρωτοετείς σπουδαστές ή ερασιτέχνες. Έτσι είχε διδάξει στη δραματική σχολή του θεάτρου Εμπρός, με σπουδαστές, τότε, ορισμένους από τους καλύτερους μετέπειτα ηθοποιούς, ενώ στη συνέχεια δημιούργησε μια πολύ ζωντανή ερασιτεχνική θεατρική ομάδα στο Λαύριο.
Παράλληλα ήταν και μουσικός. Άλλωστε μέσα από το ρυθμό προσέγγιζε και την Αρχαία Τραγωδία.
Με τον Λάκη είχαμε γνωριστεί και γίναμε φίλοι στην ταινία του Γιώργου Καρυπίδη, τους ¨Μαγεμένους”, το 1995.
Εγώ ήμουν στην ταινία βοηθός σκηνοθέτη. Εκεί γνωριστήκαμε με τον Λευτέρη Παυλόπουλο, που δέχτηκε να κάνει τη φωτογραφία και την παραγωγή στην “Τελευταία πράξη” όσο και με τον Λάκη Καραλή που έκανε τη μουσική καθώς και ένα ρόλο στην ταινία του Καρυπίδη.
Στην “Τελευταία πράξη” , αφού είχε ολοκληρωθεί το μοντάζ της εικόνας, ο Λάκης μας πήρε ένα απόγευμα και πήγαμε σε ένα studio ηχογράφησης που είχα κλείσει, κουβαλώντας μαζί του μια σειρά από παράξενα και αυτοσχέδια μουσικά όργανα.
Κουβάδες με νερό στους οποίους πλατσουρίζαμε ώστε να πετύχουμε έναν ειδικό “υγρό” ρυθμό, όπως έλεγε, κάποια περίεργα κύμβαλα, τσίγκινες επιφάνειες που τις κουνούσαμε στον αέρα και παρήγαγαν ιδιαίτερους ήχους κ.λ.π.
Η μουσική (ή μάλλον καλύτερα ένα ηχομουσικό ιδίωμα) που προέκυψε ήταν πολύ όμορφη και ιδιαίτερη.
Η ταινία, ξανακοιτώντας την με σημερινό μάτι, θεωρώ ότι είχε κάποιες αδυναμίες και κυρίως αναφέρομαι στα flash back που δεν ήταν επιτυχημένα. Ήταν το πρώτο σκληρό μάθημα που πήρα (κοινώς, έφαγα τα μούτρα μου...) σχετικά με τη χρήση ονειρικών ή “ατμοσφαιρικών” εμβόλιμων σκηνών.
Επρόκειτο να ακολουθήσουν κι άλλα τέτοια μαθήματα.
Στο σύνολό της όμως, και παρά τα είκοσι χρόνια που έχουνε μεσολαβήσει από τότε, πιστεύω ότι η ταινία παραμένει αρκετά ενδιαφέρουσα, έχει ατμόσφαιρα, λιτότητα και ορισμένες πολύ καλές κινηματογραφικές στιγμές.
Και τελικά μου επιφύλαξε και δυο πολύ όμορφα δώρα.
Το ένα, ασφαλώς, ήταν η βράβευση της από το ίδρυμα Κοτρώνη. Ο Βαγγέλης Κοτρώνης ήταν σκηνοθέτης ταινιών μικρού μήκους με τρελή αγάπη στο είδος του φανταστικού. Μέχρι τον πρόωρο θάνατό του, το 1985, από δυστύχημα με μηχανή, είχε προλάβει να κάνει ορισμένες τέτοιες ταινίες που είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Η μητέρα του θέσπισε στη συνέχεια ένα ετήσιο βραβείο στη μνήμη του, για την καλύτερη ταινία μικρού μήκους που ανήκει στο είδος του φανταστικού.
Ένα βραβείο που, οφείλω να υπογραμμίσω, ήταν εντελώς ανεξάρτητο, με διαφορετική επιτροπή από εκείνη του Φεστιβάλ Δράμας.
Αυτός, θυμάμαι, ήταν και ο λόγος που ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Δράμας το πολεμούσε με λύσσα. Όταν είδε ότι η μητέρα του Βαγγέλη Κοτρώνη εξακολουθούσε να αρνείται να το ενσωματώσει στο φεστιβάλ, καθώς έτσι θα έχανε την ιδιαιτερότητά του και την ανεξαρτησία του, δεν έδωσε την άδεια να δίδεται στη Δράμα όπως γινόταν μέχρι τότε.
Αυτή η απαγόρευση έτυχε να συμβεί όταν συμμετείχα εγώ με την “Τελευταία Πράξη”, το 1996.
Έτσι η βράβευση καθυστέρησε και έγινε στις 18 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς.
Συμμετείχαν, θυμάμαι, πολύ ισχυρά χαρτιά. Ταινίες του φανταστικού με πλούσιες παραγωγές και εντυπωσιακά γυρίσματα και ειδικά εφέ. Ορισμένες μάλιστα προέρχονταν από Έλληνες που είχαν σπουδάσει στις ΗΠΑ, την Αγγλία και τη Γερμανία.
Ενώ κάποιες άλλες, εγχώριες παραγωγές, είχαν χρηματοδοτηθεί από το ΕΚΚ και την ΕΡΤ.
Εγώ, όντας σίγουρος ότι δεν είχα καμία τύχη εξ αυτού του λόγου, πήγα εκείνο το βράδυ για τις προβολές και τη βράβευση χαλαρός, αξύριστος, φορώντας ένα μισο - ξηλωμένο πουλόβερ και χωρίς καθόλου χρήματα στην τσέπη.
Επιπλέον ήμουν μόνος, χωρίς άλλους συντελεστές της ταινίας ή έστω κάποια παρέα.
Θεωρούσα ότι θα περάσω εντελώς απαρατήρητος και έτσι πήγα την τελευταία στιγμή όπως ήμουν.
Τελικά, προς γενική έκπληξη, η ταινία κέρδισε ομόφωνα το βραβείο.
Θυμάμαι ότι στην ανακοίνωση του βραβείου, που συνοδευόταν από το καθόλου ευτελές ποσό των 500.000 δρχ, κάποιοι από τους υπόλοιπους σκηνοθέτες που συναγωνίζονταν με τις ταινίες τους, με κοίταζαν στραβά καθώς ήταν σίγουροι για τη βράβευσή τους.
Εγώ έπρεπε να σηκωθώ να το παραλάβω έτσι όπως ήμουν, σχεδόν λέτσος. Ήμουν όμως πολύ χαρούμενος, ήταν το πρώτο βραβείο της ζωής μου και ήταν εντελώς αναπάντεχο, ώστε σηκώθηκα, το παρέλαβα και κατάφερα να πω και δυο κουβέντες.
Επιστέγασμα ήταν ότι έπρεπε να κεράσω μια μπύρα αυτούς που συναγωνίζονταν με τις ταινίες τους (όσοι παρέμειναν στη αίθουσα...) και καθώς δεν είχα χρήματα μαζί μου, με κέρασαν αυτοί...
Ήταν ένα βραβείο που μου έδωσε μεγάλη αυτοπεποίθηση.Τα χρήματα από το βραβείο, όταν τα εισέπραξα, τα μοίρασα στους ηθοποιούς της ταινίας.
Το άλλο δώρο προέκυψε από τη συμμετοχή της ταινίας στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ των Βρυξελλών.
Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό φεστιβάλ. Ήδη από το 1959 είχε βραβευτεί και αναδειχθεί εκεί ο Ρόμαν Πολάνσκι με τη μικρού μήκους ταινία του “Δυο άνθρωποι και μια ντουλάπα”.
Από τότε και κάθε χρόνο συγκεντρώνονται στις Βρυξέλλες τα καλύτερα δείγματα ταινιών μεγάλου και μικρού μήκους που ανήκουν στο είδος του Φανταστικού, της Επιστημονικής Φαντασίας, του Θρίλερ και του Παράδοξου.
Όταν βρέθηκα στις Βρυξέλλες, όπου και πάλι είχα πάει μόνος μου, το Μάρτιο του 1998, η υποδοχή της ταινίας ήταν πάρα πολύ καλή. Με πλησίασαν πολλοί σκηνοθέτες, παραγωγοί και δημοσιογράφοι για να μου μιλήσουν θετικά για την ταινία και παρά τον υψηλό συναγωνισμό με σημαντικές ταινίες από όλο τον κόσμο, μέχρι τέλους κάποιοι επέμεναν ότι θεωρούσαν την ταινία δυνατό χαρτί για κάποιο βραβείο.
Το οποίο τελικά δεν ήρθε, θυμάμαι ότι ως καλύτερη ταινία επελέγη ένα εντυπωσιακό θρίλερ επιστημονικής φαντασίας που είχε κάνει ο γιος του Κώστα Γαβρά, αλλά η συνολική εμπειρία ήταν πάρα πολύ καλή.
Συνολικά η ταινία μου έδωσε την αυτοπεποίθηση για να συνεχίσω. Ήταν άλλωστε, η πρώτη μου μόλις ταινία. Και ήμουν ήδη 28 ετών όταν την έκανα. Είχα αργήσει, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις στη ζωή μου.
Επτά χρόνια αργότερα είχα τη δυνατότητα να κάνω και πάλι μια σκηνή σε ένα ασανσέρ. Μου είχε μείνει ως απωθημένο. Ήθελα μια σκηνή σε ασανσέρ που δεν θα είχε κανένα απολύτως ψεγάδι. Έγραψα, λοιπόν, μια τέτοια σκηνή για την “Αλεμάγια”. Και προέκυψε μια από τις καλύτερες στιγμές της ταινίας. Κάτι που είχε ξεκινήσει, ως ιδέα, το 1992, ολοκληρώθηκε και δικαιώθηκε το 2003. Αν δεν μπορείς να πετύχεις κάτι από την πρώτη στιγμή, είναι σημαντικό να το καταφέρεις έστω κάποια στιγμή...
Βραβείο ιδρύματος Κοτρώνη για την καλύτερη ταινία φανταστικού κινηματογράφου.
Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Φανταστικού Κινηματογράφου των Βρυξελλών (1998).
Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Τον Χρήστο Βακαλόπουλο δεν είχα την τύχη να τον γνωρίσω από κοντά.
Το μόνο που κατόρθωσα, ήταν μια σύντομη, πεντάλεπτη νομίζω, τηλεφωνική συνομιλία μαζί του.
Ήταν τέλη Δεκεμβρίου του 1992. Εγώ ήμουν τότε 24 ετών και προσπαθούσα να πραγματοποιήσω την πρώτη μου μικρού μήκους ταινία.
Ανάμεσα σε διάφορες πρωτότυπες σεναριακές μου προσπάθειες και σε πλήθος από διαβασμένα διηγήματα, ελληνικά και ξένα, «κόλλησα» σε μια ιστορία του Βακαλόπουλου. Ήταν από τις «Νέες Αθηναϊκές Ιστορίες» που είχε βγάλει, τότε, η Εστία. Η συλλογή είχε εκδοθεί το 1988 και τον επόμενο χρόνο μου την είχε κάνει δώρο ο Αλέξανδρος, ο πιο στενός μου φίλος, με αφιέρωση μάλιστα, όπου υπογράμμιζε ότι τον είχε συντροφέψει σε ατέλειωτες ώρες υπηρεσίας στο οπλονομείο, καθώς τότε υπηρετούσε στο Ναυτικό.
Διάβασα τα διηγήματα με τρία χρόνια καθυστέρηση. Όταν όμως έφθασα στο τέταρτο, το «Νόημα της ζωής», δεν συνέχισα. Ήταν τόσο έντονη η επίδρασή του, μέσα μου, που επανερχόμουν διαρκώς σ’ εκείνο και δεν διάβασα τα υπόλοιπα.
Κάθισα λοιπόν και έγραψα ένα σενάριο, με την πρόθεση να το παρουσιάσω στον ίδιο τον Βακαλόπουλο και να του ζητήσω την άδεια να κάνω την πρώτη μου μικρού μήκους πάνω σ’ αυτό.
Για κάποιο, ακαθόριστο λόγο, ήμουν σίγουρος για τη θετική του απάντηση.
Τότε δεν ήξερα ακόμα ότι ήταν άρρωστος. Όταν το έμαθα, λίγο αργότερα, «κουμπώθηκα» είναι η αλήθεια. Δεν γνώριζα και κάποιον που θα μπορούσε να με φέρει σ’ επαφή μαζί του. Πώς θα μπορούσε άλλωστε, ήμουν σπουδαστής στη Σχολή Σταυράκου ακόμα. Εντελώς στραβάδι.
Το Νοέμβριο του 1992 πήγα στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ήταν η πρώτη, ουσιαστικά, διοργάνωση υπό τον Μισέλ Δημόπουλο καθώς είχε προηγηθεί μια πειραματική την προηγούμενη χρονιά. Επικρατούσε ένα πνεύμα ανανέωσης, έντονα σινεφιλικό και το φεστιβάλ είχε γίνει Διεθνές. Πολλές ταινίες, παράλληλα προγράμματα κι ένα συνολικό αφιέρωμα στον Τζον Κασαβέτη.
Στο ελληνικό τμήμα, ανάμεσα σε άλλες, ξεχώριζε το «Παρακαλώ, γυναίκες μην κλαίτε». Σε συ - σκηνοθεσία Σταύρου Τσιώλη και Χρήστου Βακαλόπουλου.
Είχα πάρει μαζί το σεναριάκι μου, με την ελπίδα ότι θα μπορούσα, ίσως, να τον συναντήσω και να του το δώσω, αποφεύγοντας την πιο ψυχρή τηλεφωνική πρώτη επαφή με έναν άνθρωπο που δεν γνώριζα.
Το σχέδιο απέτυχε καθώς ο Βακαλόπουλος ήρθε για ελάχιστο χρόνο στο φεστιβάλ και από ότι κατάλαβα και μου είπαν, είχε πολύ βαριά διάθεση.
Έτσι λοιπόν, τα Χριστούγεννα του 1992, ένα μήνα αργότερα δηλαδή, αποφάσισα να του τηλεφωνήσω. Ακόμα και σήμερα όταν πρέπει να τηλεφωνήσω για πρώτη φορά σε κάποιον άγνωστό μου, για να του προτείνω κάτι που έχω κατά νου, βρίσκομαι σε μεγάλη αμηχανία. Πόσω μάλλον πριν από είκοσι χρόνια και γνωρίζοντας ότι ήταν άρρωστος.
Το σήκωσε ο ίδιος. Πολύ ευγενικός. Του εξέθεσα, κομπιάζοντας και ξεροκαταπίνοντας, την πρόθεσή μου. Θυμάμαι μάλιστα, ότι μέσα στη σαστιμάρα μου δεν του ανέφερα, όχι πως θα το έκανα από ευγένεια, άλλωστε αυτή ήταν η αλήθεια, ότι το διήγημά του με είχε καθηλώσει.
Με άκουσε, άφησε λίγα δευτερόλεπτα σιωπής και μου είπε ότι δεν θα μου έδινε την άδεια να το κάνω. Μου κόπηκαν τα πόδια. «Γιατί;...» ψέλισσα. «Διότι είναι το αγαπημένο μου και θέλω να το κάνω εγώ ταινία κάποια στιγμή...» μου είπε. Εγώ γνώριζα ότι ήταν άρρωστος, σε πολύ προχωρημένο στάδιο, αλλά φυσικά δεν μίλησα. Για την ακρίβεια, δεν είπα απολύτως τίποτα. Ήμουν σοκαρισμένος. Κατάλαβε ότι είχα στενοχωρηθεί πάρα πολύ. Αφού πέρασαν ακόμα λίγα δευτερόλεπτα σιωπής, μου εξήγησε, όσο πιο ευγενικά γινόταν, ότι λυπόταν που η γνωριμία μας έγινε υπό τη σκιά μιας άρνησης και πολύ θα ήθελε να ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Μου πρότεινε μάλιστα να συναντηθούμε, ώστε να μη μείνει πικρή γεύση ανάμεσά μας. Εγώ, σοκαρισμένος καθώς ήμουν, δεν άρπαξα την ευκαιρία να τον συναντήσω και να έχω πιθανώς μια δεύτερη ευκαιρία να τον πείσω, τον ευχαρίστησα και τον καληνύχτισα. Η απόρριψη του Βακαλόπουλου μου τσαλάκωσε το ηθικό. Για κάποιο λόγο ήθελα πολύ να κάνω εκείνη την ταινία.
Είκοσι περίπου μέρες αργότερα, πληροφορήθηκα το θάνατό του.
Πέρασαν τρία χρόνια από τη συνομιλία μου με τον Βακαλόπουλο και δεν είχα γυρίσει ακόμα την ταινία που ήθελα.
Τέλη του 1995 αποφάσισα ότι έπρεπε πλέον να κάνω την πρώτη μου μικρού μήκους ταινία. Δεν είχα βρει άλλο σενάριο. Έτσι επέστρεψα και πάλι στο «Νόημα της ζωής». Δεν είχα όμως σκοπό να το κάνω όπως το είχα διασκευάσει. Άλλωστε, ακόμα κι αν δεν ήταν πλέον στη ζωή, ο Βακαλόπουλος δεν είχε δώσει την άδεια. Άρχισα να σκέπτομαι γύρω από εκείνη την ιδέα. Τέσσερις άνθρωποι σε ένα ασανσέρ. Στο διήγημα ήταν ένας γέρος που όταν το ασανσέρ σταματά, αφηγείται σε μια κυρία, έναν νεαρό κι ένα βαρύμαγκα, την εμπειρία του από έναν προηγούμενο εγκλεισμό σ’ ένα ασανσέρ της οδού Τοσίτσα το 1965, μαζί με ένα κορίτσι. Τους λέει πόσο καθοριστική ήταν εκείνη η συνάντηση και πως το κορίτσι, που ήταν πληγωμένο από ερωτική απογοήτευση, έσκυψε και του διάβασε δυο στίχους. Και μετά...εξαφανίστηκε. Οι παριστάμενοι τον παρότρυναν να τους πει ποιοι ήταν εκείνοι οι στίχοι. Η κυρία λέει ότι ήταν το νόημα της ζωής...Όταν ο γέρος σκύβει στο νεαρό να του πει τους στίχους, ο πυροσβέστης τους απεγκλωβίζει. Βγαίνουν τρεις άνθρωποι. Ο γέρος δεν υπήρχε...
Πάνω σε αυτό το υλικό, έφτιαξα μια ταινία μέσα σ’ ένα ασανσέρ μιας πολυκατοικίας, με ένα γέρο, μια κοπέλα, έναν νεαρό σπουδαστή ωδείου κι έναν φωτορεπόρτερ που είχε πάει για να φωτογραφήσει έναν κάποιο γέρο που είχε βρεθεί νεκρός σ’ ένα διαμέρισμα. Κλείνονται στο ασανσέρ και βλέπουμε μια ιστορία όπου ο γέρος ήταν αυτός που μόλις είχε βρεθεί νεκρός και η κοπέλα ήταν η οπτασία του από τα παλιά. Όταν απεγκλωβίζονται ο μάλλον αναιδής φωτορεπόρτερ σπεύδει στο διαμέρισμα και διαπιστώνει ότι ο γέρος με τον οποίο είχαν κλεισθεί στο ασανσέρ, ήταν νεκρός στο πάτωμα.
Η ταινία εκείνη, που είχε τίτλο «Τελευταία πράξη», βραβεύθηκε απο το ίδρυμα Κοτρώνη ως η καλύτερη ταινία φανταστικού κινηματογράφου εκείνης της χρονιάς. Βραβείο που τόνωσε πολύ την αυτοπεποίθησή μου. Ήταν άλλωστε η πρώτη φορά μου που πήρα ένα βραβείο...
Αν και πίστευα ότι είχα γυρίσει ένα άλλο σενάριο και πράγματι έτσι ήταν, το πνεύμα του, ήταν απολύτως εναρμονισμένο προς το «Νόημα της ζωής». Ήταν αδύνατο να ξεφύγω από αυτό άλλωστε.
Τελικά και η ταινία έγινε, αλλά και η συνάντησή μας είναι σα να πραγματοποιήθηκε μ’ έναν κάποιο τρόπο...