Και αυτή, η δεύτερη ταινία μου, κινήθηκε στο χώρο του παράδοξου. Αυτή τη φορά όχι μια ταινία του φανταστικού, όπως η προηγούμενη, αλλά περισσότερο μια ονειροφαντασία.
Η “Παταγωνία” ήταν αρκετά επηρεασμένη από το “Μπραζίλ” του Τέρι Γκίλιαμ καθώς και από την ατμόσφαιρα των ταινιών του Ντ. Λίντς. Όλα αυτά, φυσικά, σε μια κλίμακα έμπνευσης, όχι ως άμεση μεταφορά ή μεταγραφή.
Η “Παταγωνία” του τίτλου αναφέρεται σε μια ακαθόριστη ουτοπική περιοχή λύτρωσης. Ακούγεται κάποια στιγμή, πολύ διακριτικά από το ραδιόφωνο, το σχετικό τραγούδι που δίνει τον τίτλο στην ταινία.
Όσα βλέπουμε στην ταινία, την περιπέτεια του ασθματικού κεντρικού ήρωα, με την καταπιεστική μητέρα του , με την οποία συνδέεται με κάτι σαν οιδιπόδειο και ο οποίος μένει μόνος και αβοήθητος χωρίς το φάρμακό του, όταν παθαίνει βλάβη το λεωφορείο που τον πηγαίνει στη δουλειά, όλα αυτά, δεν είναι τίποτα άλλο από έναν εφιάλτη που βιώνει όταν, ύστερα από μια οξεία κρίση άσθματος, οδηγείται στα επείγοντα περιστατικά. Μέχρι να σωθεί, η τελική έγχρωμη σεκάνς της ταινίας, και όση ώρα δίνει μάχη για τη ζωή του, συμπλέκονται σε έναν ασπρόμαυρο εφιάλτη, μια προβολή θανάτου, πρόσωπα φανταστικά αλλά και πραγματικά (εκτός από τον ίδιο, η μητέρα του και η γιατρός που τελικά τον σώζει).
Η ταινία αποτέλεσε εξίσου μια μεγάλη περιπέτεια και για μένα, σε ότι αφορά τόσο στην πραγματοποίησή της όσο και στην ανορθόδοξη πορεία της.
Ήταν η ταινία που με έκανε να καταλάβω πόσο δύσκολη θα είναι η ζωή μου κάνοντας σινεμά.
Δεν υπήρχε χρηματοδότηση για την ταινία. Όπως και στην προηγούμενη άλλωστε. Στην “Τελευταία Πράξη” ο Λευτέρης Παυλόπουλος είχε προσφέρει το γραφείο του και έφερε το συνεργείο χωρίς αμοιβή. Ως προς το ρευστό, είχαμε συνεισφέρει και οι δυο (εγώ κάπως περισσότερο) ενώ οι ηθοποιοί πληρώθηκαν από τα χρήματα του βραβείου.
Στην “Παταγωνία” τα πράγματα ήταν πολύ πιο δύσκολα, καθώς η παραγωγή ήταν πολύ πιο απαιτητική, με πολλά δύσκολα εξωτερικά γυρίσματα, η ταινία ήταν μεγαλύτερης διάρκειας και είχε περισσότερα πρόσωπα. Ηθοποιούς και κομπάρσους.
Το μόνο που διέθετα ήταν το γραφείο παραγωγής που μου πρόσφερε ο Παντελής Βούλγαρης, δίπλα στον οποίο είχα εργαστεί ως βοηθός δυο φορές.
Χρήματα, όμως, δεν υπήρχαν ούτε για δείγμα. Πολύ περισσότερο που την εποχή εκείνη δεν δούλευα ώστε να μπορέσω να καλύψω κάποιες ανάγκες.
Τελικά η χρηματοδότηση της ταινίας προέκυψε με εντελώς παράδοξο τρόπο.
Το πρώτο βήμα, το ένα σκέλος της χρηματοδότησης, προέκυψε από την εκποίηση ενός οικογενειακού κειμηλίου.
Η μητέρα μου διέθετε ένα πετράδι, που της είχε κάνει δώρο στο γάμο της ο πατέρας της και παππούς μου, τα χρόνια που είχε μεγάλη περιουσία (προτού καταστραφεί οικονομικά) στην Αιθιοπία. Εκείνη το κρατούσε για ώρα ανάγκης, χωρίς να μου έχει μιλήσει ποτέ για αυτό. Όταν είδε την απελπισία μου ως προς τη χρηματοδότηση της ταινίας, ειδικά όταν το σενάριο απορρίφθηκε από το ΕΚΚ, μου μίλησε για το πετράδι. Με τη γνωστή υπερβολή που τη διέκρινε όταν αναφερόταν στα χρόνια της Αιθιοπίας και σε ότι σχετιζόταν με εκείνη τη “χρυσή” περίοδο, μου είπε, με απόλυτη σιγουριά, ότι το πετράδι θα έπιανε σίγουρα ένα ποσό γύρω στα δέκα (!!!) εκατομμύρια δραχμές, ενδεχομένως και πολύ παραπάνω, καθώς ο πατέρας της της είχε πει ότι ήταν πανάκριβο και του είχε κοστίσει μια περιουσία κ.λ.π. Δεν γνωρίζω αν εκείνος υπερέβαλε ή αυτός που του το είχε πουλήσει τον είχε εξαπατήσει.
Εγώ πήγα σε τρεις εκτιμητές και όλοι συμφώνησαν ότι δεν μπορούσε να πιάσει παραπάνω από ένα ή ενάμιση, το πολύ, εκατομμύριο δραχμές.
Τελικά, όσο κι αν αρνιόταν να το δεχτεί και να το πιστέψει η μητέρα μου, τόσο περίπου απέδωσε. Ένα εκατομμύριο εκατό χιλιάδες δραχμές. Αυτή ήταν η πρώτη οικονομική μαγιά της ταινίας. Και πάλι, όμως, τα χρήματα δεν έφταναν.
Σκέφτηκα, τότε, ότι από τη στιγμή που ο βασικός ήρωας της ταινίας ήταν ασθματικός και το φάρμακο ήταν κυρίαρχης σημασίας στο σενάριο, θα μπορούσα να αναζητήσω χρήματα από κάποια φαρμακευτική εταιρία. Από πρακτικής άποψης, εκείνη η σκέψη έδειχνε να στερείται κάθε ρεαλιστικής προοπτικής.
Πράγματι, ξεκίνησα να κάνω ραντεβού με τις δημόσιες σχέσεις διάφορων μεγάλων φαρμακευτικών εταιριών και η αποτυχία ήταν παταγώδης!
Με άκουγαν και είτε δεν μου απαντούσαν ποτέ είτε, σε κάποιες περιπτώσεις, με χλεύαζαν, θεωρώντας ότι πρέπει να ήμουν τουλάχιστον αφελής ή εκτός κάθε πραγματικότητας (χωρίς να το λένε ευθέως, εννοούσαν ένα ηλίθιο ψώνιο...) αν πίστευα στ' αλήθεια ότι ένα σενάριο με εφιαλτικό θέμα, και αρρωστημένους χαρακτήρες, το οποίο ήταν ασπρόμαυρο και επιπλέον μικρού μήκους, δηλαδή χωρίς καμία προοπτική εμπορικής προβολής, θα μπορούσε να ενδιαφέρει μια σοβαρή φαρμακευτική εταιρία.
Θυμάμαι κάποιο στέλεχος κορυφαίας φαρμακευτικής που με δέχτηκε, έχοντας γύρω του και άλλους, αυλοκόλακες, που γελούσαν πάνω και κάτω από τα μουστάκια τους, με κοροϊδευε και ρωτούσε χασκογελώντας αν ο τίτλος της ταινίας, “Παταγωνία”, σχετιζόταν με την ...αγωνία μου για να βρω χρήματα.
Τελικά, ως εκ θαύματος, σε μια πολλοστή προσπάθεια, έπεσα πάνω σε έναν άνθρωπο που εκτός από σημαντικό στέλεχος πασίγνωστης φαρμακευτικής ήταν και σινεφίλ! Στα νιάτα του ήταν μέλος της κινηματογραφικής λέσχης της Άρτας. Και έτσι ξεκίνησε μια μεγάλη κουβέντα, με πολλή συγκίνηση εκατέρωθεν, που πήγαινε από τον Ντε Σίκα και τον “Κλέφτη των ποδηλάτων” μέχρι το “Ένας Καταδικασμένος σε θάνατο δραπέτευσε” του Μπρεσόν. Κάπως έτσι αισθάνθηκα άλλωστε κι εγώ (ότι είχα δραπετεύσει, όχι από θάνατο, αλλά σίγουρα από κατάθλιψη) όταν μου ανακοίνωσε ότι η εταιρία του θα χρηματοδοτούσε την ταινία με το ποσό των 3.500.000 δραχμών!!!
Τα μόνα που ζητούσαν ήταν να ακούγεται το όνομα του φαρμάκου για το άσθμα δυο φορές και να προβληθεί η ταινία σε κινηματογραφική διανομή, πριν από μια μεγάλου μήκους ταινία καθώς και στην τηλεόραση. Εγώ είπα ένα μεγαλοπρεπές” ...ασφαλώς...” παρότι δεν υπήρχε τίποτα που θα εξασφάλιζε την προβολή της ταινίας.
Τελικά ήρθαν έτσι τα πράγματα, στην πορεία της ταινίας, ώστε πραγματοποιήθηκαν όλες οι προβολές όπως έπρεπε.
Και κάτι ακόμα που μου ζήτησαν ήταν να μην γράψω το όνομα της εταιρίας στους τίτλους καθώς κατά βάση τους ενδιέφερε να προβάλουν την ταινία για ενδοεταιρικούς σκοπούς. Ως μια καινοτομία στις δραστηριότητές τους. Όχι ως χορηγική διαφήμιση που απευθύνεται σε ευρύ εμπορικό κοινό. Γι αυτό και δεν αναφέρω, ακόμα και σήμερα, το όνομα της εταιρίας.
Με αυτό τον τρόπο καλύφθηκε το υπόλοιπο σκέλος της χρηματοδότησης που εκκρεμούσε.
Μπορούσα να ξεκινήσω λοιπόν. Το αρχικό σχήμα των ηθοποιών ήταν εντελώς διαφορετικό από αυτό που τελικά βλέπουμε στην ταινία.
Θαυμάζοντας πολύ την Αμαλία Μουτούση και τον Μιχαήλ Μαρμαρινό, ήταν η εποχή, 1998, που είχα εντυπωσιαστεί (κάτι που δεν έχει αλλάξει μέχρι σήμερα) τόσο από την Ηλέκτρα όσο και από τον Άμλετ που είχαν κάνει μαζί, τους πρότεινα το σενάριο.
Ο Μιχαήλ για τον κεντρικό ρόλο και η Αμαλία για τον γυναικείο.
Τότε γνωριστήκαμε με την Αμαλία και τον Μιχαήλ.
Το διάβασαν και δέχτηκαν. Όμως, λίγο πριν ξεκινήσουμε πρόβες, περίπου ένα μήνα πριν από τα γυρίσματα, ο Μιχαήλ συνειδητοποίησε ότι ήταν μεγάλος για το ρόλο και δεν αισθανόταν ότι έπρεπε να προχωρήσουμε. Η Αμαλία, πάλι, χωρίς τον Μιχαήλ, δεν ήθελε να το κάνει.
Αισθάνθηκαν πολύ άσχημα απέναντί μου, εγώ καταστενοχωρήθηκα για την εξέλιξη, συναντηθήκαμε στου Zonar's, τα συζητήσαμε και χωρίσαμε ευγενικά και όμορφα.
Αμέσως μετά απευθύνθηκα στον Παναγιώτη Θανασούλη και στην Μαρία Καβουκίδη, τους άρεσε πολύ η ιδέα και συμφωνήσαμε να προχωρήσουμε.
Χρειαζόμουν ακόμα δυο ρόλους, μικρότερους αλλά πολύ βασικούς.
Για το ρόλο μιας τρελής γιαγιάς που προσπαθεί να βοηθήσει τον κεντρικό ήρωα όταν εκείνος ζητά βοήθεια έχοντας ξεχάσει το φάρμακό του, αρχικά πρότεινα στην Αλέκα Παϊζη η οποία, αφού το διάβασε, δέχτηκε.
Στο πρώτο ραντεβού που πήγα στο σπίτι της, για πρόβα, μου ανακοίνωσε ότι δεν θα συνεργαζόμασταν γιατί ήταν αναστατωμένη από την ασθένεια της αδελφής της.
Έκατσα, παρά την κρυάδα που είχα φάει, επί τρεις ώρες μαζί της και απορροφήθηκα από τις απίθανες εξιστορήσεις της από την εξορία και τη Μακρόνησο. Αφηγήσεις που άφησαν το σπόρο τους.
Τελικά το ρόλο δέχτηκε, αργότερα, να τον κάνει η Τασσώ Καββαδία.
Για τον άλλο ρόλο που απέμενε, απευθύνθηκα στον Γιάννη Βογιατζή. Επρόκειτο για ένα δεύτερο ρόλο, στην κόψη του ξυραφιού, με έντονα στοιχεία μαύρης κωμωδίας και φευγάτης ερμηνείας που, όμως, έπρεπε να είναι και οριοθετημένη.
Ο Γιάννης Βογιατζής επίσης δέχτηκε αρχικά να κάνει το ρόλο, και μάλιστα με ενθουσιασμό, αλλά στη συνέχεια με κάλεσε στο σπίτι του και, μέσα στις ενοχές, μου είπε ότι αν επέστρεφε στον κινηματογράφο, μετά από τόσα πολλά χρόνια, αποφάσισε ότι θα ήθελε να το κάνει μόνο για έναν πρωταγωνιστικό ρόλο.
Τελικά το ρόλο του έκανε ο Μάνος Βακούσης, με τον οποίο είχαμε ήδη συνεργαστεί στην προηγούμενη μικρού μήκους μου.
Είναι στ' αλήθεια αξιοσημείωτο ότι με όλους όσοι μου αρνήθηκαν τότε τη συμμετοχή τους στην ταινία, αν και αρχικά είχαν δεχτεί, υπήρξε αργότερα, στα χρόνια που ακολούθησαν, πολύ ουσιαστική συνέχεια.
Με την Αμαλία επί μια οκταετία είχαμε κρατήσει μια πολύ χαλαρή επαφή για να συναντηθούμε πιο ουσιαστικά το 2006 όταν ξεκινήσαμε το “Παρασκήνιο” όπου την κινηματογραφούσα επί ένα χρόνο. Γίναμε πολύ στενοί φίλοι, κάναμε ακόμα τέσσερα ντοκιμαντέρ και πάνω από όλα τη “Χαρά” το 2011 - 12. Μετά από 13 ή 14 χρόνια, δηλαδή, γυρίσαμε τελικά, μια ασπρόμαυρη ταινία μαζί.
Σαν να ήταν η αποτυχημένη μας επαφή για την “Παταγωνία” το 1998, ένας προάγγελος για τη “Χαρά” το 2012.
Με τον Μιχαήλ βρισκόμασταν κατά καιρούς σε παραστάσεις, δικές του ή άλλων, συνεργαστήκαμε για λίγο το 2009, όταν συμμετείχε ως ομιλητής στο διπλό “Παρασκήνιο” που είχα κάνει για την “Ιερότητα της Επιδαύρου”, αλλά πολύ πιο ουσιαστικά βρεθήκαμε μόλις το 2013.
Πρώτα στο “Οδοιπορικό στους Δελφούς”, την ταινία της Αποστολίας, όπου εγώ έκανα κάμερα και κινηματογραφήσαμε τον Μιχαήλ και την Αμαλία σε ένα ταξίδι στο Αρχαίο Θέατρο των Δελφών.
Εκεί ουσιαστικά ξαναβρεθήκαμε και αποφασίσαμε να κάνουμε το ντοκιμαντέρ για τον Φάουστ που ανέβασε τελικά ο Μιχαήλ στη Στέγη.
Μια ταινία στη διάρκεια της οποίας ήρθαμε πολύ κοντά και έδωσε και ένα πολύ καλό αποτέλεσμα.
Με την Αλέκα Παϊζη ακολούθησε ακόμα μια άρνησή της, για τη συμμετοχή της στο “Παρασκήνιο” που έκανα για την Ελένη Παπαδάκη, το 2002, αλλά τελικά όλα άλλαξαν όταν ήρθε η στιγμή για το δικό της “Παρασκήνιο” στις αρχές του 2007. Προέκυψε ένα υπέροχο αποτέλεσμα, γίναμε στενοί φίλοι, με εμπιστεύτηκε απόλυτα και συμμετείχε και στην ταινία για τη Μακρόνησο. Οι αφηγήσεις που είχα ακούσει αμήχανος το 1998 όταν μου είχε αρνηθεί τη συμμετοχή της στην “Παταγωνία”, αξιοποιήθηκαν κατά τον καλύτερο τρόπο. Παραμείναμε φίλοι μέχρι το θάνατό της και δεν κάναμε καμία αναφορά σε εκείνη της την άρνηση. Είναι σίγουρο, άλλωστε, ότι δεν θα το θυμόταν ούτε στο ελάχιστο.
Τέλος, με τον Γιάννη Βογιατζή ξαναβρεθήκαμε ύστερα από 15 χρόνια. Ήταν το 2013, όταν μαζί με την Αποστολία ήμασταν στην Επίδαυρο για τα γυρίσματα της “Γκόλφως” του Νίκου Καραθάνου.
Είχαμε μια πολύ ζεστή επαφή και θαυμάσια συνεργασία με τον Γιάννη Βογιατζή. Χωρίς ποτέ να έρθει η κουβέντα στην “Παταγωνία”.
Προφανώς, σύμπτωση επαναλαμβανόμενη παύει να είναι σύμπτωση. Φαίνεται ότι τίποτα δεν πάει χαμένο...
Βλέποντας την “Παταγωνία” σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια, πιστεύω ότι έχει ισχυρό μέταλλο, πολύ καλή ατμόσφαιρα, και πολύ αποτελεσματική απόδοση του μεταιχμίου ανάμεσα στον εφιάλτη και την πραγματικότητα. Ήταν θαυμάσια η ασπρόμαυρη, κατά κύριο λόγο, φωτογραφία του Γιώργου Αργυροηλιόπουλου και βοήθησε σε μεγάλο βαθμό την ταινία. Από τότε ξεκινά η σταθερή συνεργασία αλλά και η στενή φιλία μας.
Η ταινία, από ψυχολογικής και συναισθηματικής άποψης, απηχούσε κάτι θανατερό που σχετιζόταν ευθέως με τον αυτόχειρα αδελφό μου και τη μητέρα μας.
Μια προσπάθεια να ξορκίσω, στο μέτρο του δυνατού, αυτή τη σχέση από πάνω μου.
Θα χρειαζόταν ακόμα μια ταινία γι αυτό. Όλοι οι ηθοποιοί ήταν πολύ καλοί. Ο Παναγιώτης Θανασούλης, τον οποίο κατά ένα περίεργο τρόπο είχα τοποθετήσει ως ένα κινηματογραφικό αντίστοιχο του αδελφού μου μέσα στο κεφάλι μου, άλλωστε στην “Αλεμάγια” αυτό ακριβώς έκανε, μου έδωσε αυτόν τον ιδιότυπο τρόπο ερμηνείας, με κάτι ακατέργαστο που σε πρώτο επίπεδο ίσως ξενίζει αλλά θεωρώ ότι κρύβει ένα πολύ ιδιαίτερο βάθος.
Είμαστε πάντα φίλοι με τον Παναγιώτη. Κι ας μην βρισκόμαστε τόσο συχνά. Μου είναι πολύ αγαπητός.
Επίσης θέλω να αναφέρω την πολύ καλή ανάμνηση που έχω από την Μαρία Καβουκίδη, κόρη του γνωστού διευθυντή φωτογραφίας, όπως και του Κώστα Κουκουλίνη, του άντρα της, που ήρθε να βοηθήσει κι αυτός παίζοντας τον οδηγό του λεωφορείου.
Πολύ καλή ήταν και η συνεργασία με την Τασσώ Καββαδία. Παρά το δύσκολο χαρακτήρα της, δεν έπαιζε τυχαία την κακιά στον παλιό κινηματογράφο, βρήκαμε μια ισορροπία, ήταν πολύ καλή στην ταινία και κάναμε και καλή παρέα.
Δεν θα ξεχάσω, ασφαλώς, τη συνεργασία μας με την Έλενα Ναθαναήλ. Ήταν πάρα πολύ εντάξει απέναντί μου. Παρά το ότι ήταν μια μεγάλη σταρ, δεν ήθελε να το προτάσσει αλλά αυτό ήταν δεδομένο, ήταν άψογη επαγγελματίας και δεν έφερε κανένα απολύτως πρόβλημα.
Με αφορμή την “Παταγωνία” ξεκίνησε μια στενή σχέση μεταξύ μας. Επρόκειτο να συνεργαστούμε στην “Αλεμάγια”, όπου θα έπαιζε την κεντρική ηρωίδα. Με συμπρωταγωνιστή τον Αλέκο Αλεξανδράκη με τον οποίο επίσης είχαμε συχνή επαφή και προετοιμασία για δυο χρόνια. Είχαμε φτάσει πολύ κοντά αλλά τελευταία στιγμή όλα σταμάτησαν. Άλλαξε το παραγωγικό σχήμα, ανέλαβα ο ίδιος την παραγωγή και αποφάσισα να αλλάξω όλους σχεδόν τους ηθοποιούς και να προχωρήσει η ταινία σε άλλο ύφος. Κάπου εκεί, το Μαϊο του 2003, ήταν και η τελευταία μας επαφή με την Έλενα Ναθαναήλ, ύστερα από πέντε σχεδόν χρόνια φιλίας και συνεργασίας.
Υπήρχαν ασφαλώς και αμήχανες ή αδύναμες στιγμές στην “Παταγωνία”. Τις οποίες εντοπίζω, κυρίως, στο ρυθμό, σε κάποιες περιπτώσεις. Υπήρχε και μια σκηνή η οποία γυρίστηκε, ενσωματώθηκε στην ταινία, αλλά προβλήθηκε μόνο μια φορά. Ήταν στην πρώτη ανεπίσημη προβολή, που έγινε για συντελεστές και φίλους. Ήταν μια σκηνή στην παραλία, έγχρωμη, πάνω από την οποία ακουγόταν το τραγούδι που είχε γραφτεί ειδικά για την ταινία (τραγουδούσε πολύ όμορφα ο Χρήστος Στέργιογλου) και έδινε και τον τίτλο. Παταγωνία ο τίτλος του. (Κακοχωνεμένη επιρροή από το Μπραζίλ). Η όλη σκηνή ήταν τουλάχιστον φρικτή. Θα έπρεπε, βάσει του σχεδίου που είχα κατά νου, να έχει κάτι παιχνιδιάρικο και υπονομευτικό αλλά ήταν απλώς βαρύγδουπη και άστοχη. Θυμάμαι πως όταν τέλειωσε εκείνη η πρώτη ανεπίσημη προβολή πήγα και την αφαίρεσα αμέσως με ψαλίδι (!!!) από την κόπια και ενώσαμε τις πράξεις με κόλληση, καθώς δεν υπήρχαν λεφτά για να ξανακάνουμε κόπια σε φιλμ.
Κράτησα μάλιστα το κομμένο φιλμ, τυλιγμένο σε καρουλάκι, ώστε να το βλέπω κάθε μέρα μπροστά μου και να μην ξανακάνω ποτέ το ίδιο λάθος. Και όμως! Το επανέλαβα! Στην ”Αλεμάγια”, στην πρώτη προβολή της ταινίας, είχα βάλει μια ονειρική σκηνή σε παραλία...
Δεν ήταν τόοοσο κακή αυτή τη φορά αλλά παρέμενε κακή όπως και να έχει.
Την αφαίρεσα και πάλι.
Φαίνεται ότι κάτι με καταδίωκε, κινηματογραφικά, με τις ονειρικές σκηνές στις παραλίες...
Τελικά το ξεπέρασα στη “Χαρά”. Γυρίσαμε μια σκηνή στην παραλία του Σχοινιά, με τη Αμαλία και το μωρό. Ήταν, κατά γενική ομολογία, νομίζω, πολύ καλή. Και φυσικά την κράτησα. Το μυστικό ήταν, όπως φαίνεται, η απλότητα και ο ρεαλισμός. Δεν υπήρχε ίχνος ονείρου, παραβολής, flash back, ή κάποιου συμβολισμού. Τόσο απλό...
Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού. Στην περίπτωσή μου, αν προσθέσω και τα αμήχανα εμβόλιμα flash back στην “Τελευταία πράξη”, το πέτυχα με την ...τέταρτη.
Ο καθένας θέλει το χρόνο του...
Υπέβαλα, στη συνέχεια, την ταινία στο Φεστιβάλ Δράμας. Θυμάμαι ότι μου έλεγαν επίμονα ορισμένοι ότι θα έπρεπε να μιλήσω με τον διευθυντή του φεστιβάλ, Αντώνη Παπαδόπουλο, με ρώταγαν αν τον ήξερα κ.λ.π.
Εγώ δεν τον γνώριζα σχεδόν καθόλου. Μια φορά είχαμε μια τυπική χειραψία. Και σίγουρα δεν κατάλαβα να ταιριάζουν πολύ τα χνώτα μας.
Θυμάμαι ότι, όντως, υπήρχε ένας κύκλος σκηνοθετών που είχαν στενές σχέσεις μαζί του. Πολλοί θα έλεγα.
Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι η “Παταγωνία” θα χρειαζόταν τέτοιου είδους βοήθειες για να συμμετάσχει στο διαγωνιστικό του φεστιβάλ Δράμας.
Κι όμως αποκλείστηκε! Τέθηκε στο πληροφοριακό τμήμα. Με τις κακές ταινίες δηλαδή.
Εάν μετά από τόσα χρόνια το αναφέρω εδώ, είναι επειδή αποτέλεσε ένα από τα πιο ισχυρά σοκ της ζωής μου. Ενδεχομένως να παίρνω βαριά και σοβαρά τα πράγματα. Να μην έχω κρύο αίμα. Όμως ένιωσα το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια μου.
Είχα περάσει πάμπολλα βάσανα για να τη χρηματοδοτήσω και στη συνέχεια να τη γυρίσω. Και διαπίστωσα ότι μια ταινία που θεωρούσα (και εξακολουθώ μέχρι σήμερα να θεωρώ) πολύ επιτυχημένη και δυνατή, εξοβελίζεται στο πληροφοριακό τμήμα.
Θα πει κανείς ότι έτσι αποφάσισε η επιτροπή. Τι να κάνουμε;
Πέρα, όμως, από τη δική μου γνώμη αλλά και πολλών ακόμα σκηνοθετών, παραγωγών, κριτικών και άλλων που εκφράστηκαν πολύ θερμά, ήδη από τότε, για την ταινία, ήταν η ίδια η πορεία της που επιβεβαίωσε αυτό που πιστεύω.
Γιατί η ταινία κέρδισε τρία βραβεία στη συνέχεια, παρά το ότι προερχόταν από το πληροφοριακό τμήμα και δεν την είχε δει κανένας. Ένα κρατικό από το Υπουργείο Πολιτισμού, ένα από το ΕΚΚ και το βραβείο σεναρίου από το ίδρυμα Κοτρώνη.
Και μπήκε στο διαγωνιστικό τμήμα ενός κορυφαίου διεθνούς Φεστιβάλ, όπως είναι αυτό του Πόρτο όπου προβλήθηκε το Φεβρουάριο του 2000. Και είχε θερμότατη υποδοχή και εκεί. Και γενικά όπου προβλήθηκε η ταινία, παρά τη μεγάλη διάρκειά της και το ιδιότυπο θέμα της, είχε πολύ θερμή υποδοχή.
Αυτό που κατά τη γνώμη μου συνέβη είναι ότι δεν είχε υποστήριξη η ταινία. Δεν είχα “κύκλο”. Και αυτό το κατάλαβα πολύ καλά ήδη από τότε. Στην προκριματική επιτροπή της Δράμας. Αν υπήρχε κάτι τέτοιο, όπως τόσο συχνά συνέβαινε και συμβαίνει, ουδέποτε, ούτε κατά διάνοια θα είχε εξοβελιστεί η ταινία στο πληροφοριακό. Και παρά τα χρόνια που έχουν περάσει και τις τόσες δουλειές που έχω κάνει και τα τόσα βραβεία, εξακολουθεί το ίδιο.
Σήμερα δεν σχετίζεται, ασφαλώς, με τη συμμετοχή σε κάποιο διαγωνιστικό.
Έχει να κάνει με τα αυτονόητα που όμως, δυστυχώς, φαντάζουν αδιανόητα.
Η ίδια επαρχιώτικη κατάσταση που προϋποθέτει να έχεις “κύκλους”, υποστήριξη, κολλητούς, γνωριμίες και προστάτες...