Λίγο πριν από το τέλος της ζωής της, η Αλέκα Παΐζη αποκαλύπτεται με ανεπανάληπτο τρόπο μπροστά στο φακό ταυτόχρονα ως μια παιδική ψυχή, μια σοφή άχρονη γυναίκα και ως ξωτικό.
Από τις πιο σημαντικές και καθοριστικές, για το δρόμο που μου άνοιξε, ταινίες που έχω κάνει.
Με την Αλέκα Παΐζη ήταν σαν να μας ένωσε κάτι μοιραίο.
Πρώτη φορά την προσέγγισα για να παίξει στη μικρού μήκους ταινία μου “Παταγωνία”, το 1998.
Διάβασε το σενάριο και μου είπε ότι της άρεσε και θα παίξει. Όταν πήγα για την πρώτη συζήτηση - πρόβα, αφού πήρε το σακάκι μου και το κρέμασε στην καρέκλα, όρθιοι όπως ήμασταν ακόμα, μου ανακοίνωσε ότι δεν θα συμμετάσχει τελικά στην ταινία. Ο λόγος ήταν ασαφής και δεν διευκρίνισε τίποτα περισσότερο. Έμεινα μαζί της, όμως, επί δυο ώρες και μου αφηγήθηκε ορισμένα συγκλονιστικά κομμάτια της ζωής της. Στη συνέχεια τη χαιρέτησα και έφυγα.
Περίπου τρία χρόνια αργότερα της τηλεφώνησα για να της ζητήσω να μιλήσει στο “Παρασκήνιο” για την Ελένη Παπαδάκη. Φυσικά δεν θυμόταν καθόλου τη δίωρη συνάντησή μας. Θύμωσε και μόνο στο άκουσμα του ονόματος Παπαδάκη, καθώς είχε συνδεθεί αρνητικά με τα γεγονότα που οδήγησαν στη δολοφονία της, χωρίς ασφαλώς η ίδια να έχει άμεση εμπλοκή, και σχεδόν μου έκλεισε το τηλέφωνο.
Πέρασαν ακόμα τέσσερα χρόνια και ο Λάκης Παπαστάθης μου πρότεινε να κάνω ένα “Παρασκήνιο” για την Αλέκα Παΐζη που τότε εμφανιζόταν με τεράστια επιτυχία στην παράσταση του Εθνικού, σε σκηνοθεσία και διασκευή Δημήτρη Μαυρίκιου, “Ερρίκος ο Δ'” του Λουίτζι Πιραντέλο.
Πήγαμε μάλιστα μαζί και την συναντήσαμε, στα καμαρίνια του Εθνικού. Εκείνη δέχτηκε.
Όταν, όμως, πήγα για να τη συναντήσω για το πρώτο μας γύρισμα, εκεί στα καμαρίνια, μου είπε ότι δεν αισθανόταν καλά. Την επόμενη φορά μου έδειξε το χτυπημένο πόδι της.
Παρόλα αυτά συνέχισα επιμένοντας γαϊδουρινά. Και ένα βράδυ όλα άλλαξαν. Με υποδέχτηκε με λαμπερό χαμόγελο. “...εγώ εμφανίζομαι λίγο στην παράσταση...τον πιο πολύ χρόνο κάθομαι και περιμένω στο καμαρίνι...δεν έρχεσαι να τα πούμε περιμένοντας;...”.
Φυσικά πήγα. Ξεκίνησε να μου μιλά και ύστερα από λίγο ήμουν σαν κεραυνόπληκτος. Μπροστά μου βρισκόταν μια σχεδόν ενενηντάχρονη γυναίκα, με ψυχή παιδιού και αύρα ξωτικού. Ένα άχρονο, γεμάτο γοητεία και αυθεντικότητα πλάσμα που με καθήλωσε με όσα έλεγε. Και κυρίως τον τρόπο που τα έλεγε. Μιλώντας για τα παιδικά της χρόνια στην Κρήτη, τη μαμά της , τον μπαμπά της, τα πρώτα της χρόνια στο Εθνικό Θέατρο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Ήταν μια πρώτη γεύση μιας μοναδικής αφήγησης που είχε ενώσει το σήμερα, το χθες και το αέναο του σύμπαντος.
Ύστερα από λίγα λεπτά μάλιστα με ρώτησε “...δεν έχεις μαζί το μηχανάκι σου;..”. Εννοώντας την κάμερα. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα η κάμερα είχε τεθεί σε λειτουργία και ξεκίνησε η κινηματογράφηση. Έτσι, χωρίς να την έχω φωτίσει και χωρίς να έχω καν προλάβει να της βάλω ψείρα - μικρόφωνο. Έγραφε μόνο το μικρόφωνο της κάμερας. Ευτυχώς ήμασταν σε πολύ κοντινή απόσταση, το καμαρίνι άλλωστε ήταν πολύ στενό.
Κάποια στιγμή σηκώθηκε και βγήκε έξω για να πάει στη σκηνή. Όταν έμεινα μόνος μου αισθάνθηκα τέτοια αναστάτωση και γλυκιά ευδαιμονία που ένιωσα την ανάγκη να βάλω το play στη μηχανή και να σιγουρευτώ ότι δεν είχε γίνει κάποιο λάθος και πως όντως είχαν καταγραφεί τα όσα είχα βιώσει.
Ουδέποτε άλλοτε μου συνέβη κάτι παρόμοιο.
Όλη η ταινία κύλησε με αυτό τον τρόπο. Τα γυρίσματα κράτησαν ένα μήνα. Στο καμαρίνι, στο σπίτι, και στο τέλος έξω στο δρόμο.
Τότε κατάλαβα τι σήμαινε cinema direct. Μια συνθήκη, δηλαδή, που σου επιβάλλεται από μόνη της. Η Αλέκα ήταν τόσο ζωντανή και γεμάτη που δεν άφηνε περιθώρια για να τη φωτίσεις ή να φροντίσεις το κάδρο. Ξεκινούσε σαν χείμαρρος να μιλά κι εγώ απλώς έστρεφα τη μηχανή επάνω της.
Αλλά δεν πείραζε καθόλου. Αυτό ακριβώς είναι το cinema direct. Όχι όταν το επιλέγεις ως φόρμα για λόγους εντυπώσεων. Αλλά όταν προκύπτει ως απόλυτη αναγκαιότητα από το ίδιο το θέμα.
Σε άλλη περίπτωση το αφώτιστο, το μη φροντισμένο κάδρο, το άτσαλο, θα ενοχλούσαν. Και εμένα θα με ενοχλούσαν πάρα πολύ. Όμως στην περίπτωση αυτή ήταν σαν να είχα μπει στο σπίτι της Αλέκας ως ένας φίλος και η κινηματογράφηση γινόταν από μόνη της. Όπως όταν βλέπουμε ένα πολύ σπουδαίο γεγονός καταγεγραμμένο σε κινητό και δεν μας ενοχλεί καθόλου. Ίσα ίσα μας γοητεύει γιατί η άτσαλη εικόνα έρχεται να προσδώσει αξία στην αυθεντικότητα.
Ένα αφτιασίδωτο αποτέλεσμα που απέκτησε την τεράστια αξία του μέσα από το θέμα του. Δηλαδή την Αλέκα.
Θυμάμαι ότι είχαμε κατακτήσει τέτοιο βαθμό οικειότητας ώστε η κάμερα ήταν σαν να είχε χαθεί. Κινηματογράφησα πάνω από πενήντα ώρες υλικού.
Ανάμεσα στα όσα μου είπε ήταν και η αναφορά της στην Ελένη Παπαδάκη. Είχε ξεχάσει ότι λίγα χρόνια νωρίτερα μου είχε κλείσει το τηλέφωνο όταν της ζήτησα να μου μιλήσει για εκείνα τα γεγονότα. Μου μίλησε για τη Παπαδάκη γενναία και επί πολλή ώρα. Όμως δεν θα αναφέρω τι μου είπε επειδή το έκανε αυθόρμητα στο πλαίσιο του δικού της πορτρέτου και όχι έχοντας συνείδηση ότι μιλούσε σε ένα ντοκιμαντέρ για την Παπαδάκη.
Επειδή η Αλέκα μιλούσε με απόλυτη ελευθερία για όλα, θεώρησα σκόπιμο να τη φωνάξω στο τελικό μοντάζ ώστε να αφαιρέσουμε κάτι αν τυχόν δεν της άρεσε ή ένιωθε ότι την εξέθετε. Ήρθε, πράγματι, και ήταν πολύ περίεργη για το αποτέλεσμα. Υπήρχε ένα σημείο όπου αναφερόταν στον τρόπο που έχασε την παρθενία της. Τη ρώτησα αν ήθελε να το αφαιρέσουμε. Μου είπε με έμφαση ότι θα θύμωνε πολύ μαζί μου αν το αφαιρούσα. Και συνέχισε λέγοντας ότι οι συντρόφισές της και συγκρατούμενες μαζί της στο Τρίκερι και στη Μακρόνησο θα ταράζονταν όταν το έβλεπαν γιατί είχαν γίνει πολύ συντηρητικές με τα χρόνια που πέρασαν.
Όταν ολοκληρώθηκε το “Παρασκήνιο”και προβλήθηκε, το Μαϊο του 2007, υπήρξαν ενθουσιώδεις κριτικές από ειδικούς και μη. Και υπήρξαν και φωνές που αντέδρασαν, ανάμεσά τους οι πρώην συγκρατούμενες της Αλέκας όπως σωστά είχε προβλέψει, που θεώρησαν ότι όφειλα να προστατέψω μια ηλικιωμένη γυναίκα που είχε χάσει το μέτρο των όσων έλεγε. Διαφώνησα τότε και εξακολουθώ να διαφωνώ σήμερα. Εκεί που όφειλα και χρειάστηκε να την προστατέψω στο μοντάζ το έκανα. Ποτέ όμως δεν θα λογόκρινα έναν άνθρωπο που ήθελε να είναι αυθεντικός και ειλικρινής. Η Αλέκα, με πλήρη συνείδηση, διαύγεια και ψυχική ωριμότητα, κατέθεσε όσα κατέθεσε στην κάμερα. Γνωρίζοντας ότι άφηνε κάτι σαν διαθήκη ψυχής.
Κατά τη γνώμη μου ήταν ένα ντοκουμέντο όχι μόνο της ίδιας αλλά, πολύ περισσότερο, μιας ιδιαίτερης γυναίκας του εικοστού αιώνα.
Μιας γυναίκας που κλήθηκε να επιβιώσει σε έναν κόσμο αυστηρά ανδροκρατούμενο, κρατώντας την αυτονομία και την υπόστασή της. Που πάλεψε για τις ιδέες της και έζησε έξω από συμβάσεις και σχήματα.
Η Αλέκα ήταν εξαιρετικά ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα του “Παρασκηνίου”. Όπως κι εγώ φυσικά.
Επί ενάμιση χρόνο ήμασταν σαν δυο κολλητοί φίλοι. Παρά τα πενήντα χρόνια που μας χώριζαν.
Μου έκανε μάλιστα τη μεγάλη τιμή να συμμετάσχει στην ταινία μου για τη Μακρόνησο.
Αν και δεν ήθελε ποτέ να ξαναπάει εκεί. Ήρθε και πρόσφερε ένα μοναδικά υπέροχο φινάλε στην ταινία.
Επρόκειτο να συνεργαστούμε και στο θέατρο, ανεβάζοντας τη “Σονάτα του Σεληνόφωτος” στο Εθνικό Θέατρο. Είχαμε ξεκινήσει πρόβες και θα ήταν, νομίζω, κάτι πολύ ιδιαίτερο καθώς η Αλέκα ήθελε κάτι εντελώς μη συμβατικό και είχαμε βρει κοινό τόπο προσέγγισης, στον απόλυτο βαθμό θα έλεγα.
Η παράσταση είχε ανακοινωθεί στο πρόγραμμα του Εθνικού, της περιόδου 2008 - 09, αλλά η Αλέκα έσπασε το χέρι της, στη συνέχεια αρρώστησε και το Φεβρουάριο του 2009 πέθανε.
Θα είναι πάντα στην καρδιά μου.