Η κάμερα παρακολουθεί την Αμαλία Μουτούση επί ένα χρόνο, από το πρώτο ανέβασμα της Αντιγόνης στην Επίδαυρο, σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή, το καλοκαίρι του 2006 μέχρι και την επανάληψη, ένα χρόνο αργότερα, στον ίδιο χώρο. Ένα εντελώς πρωτότυπο πορτραίτο μιας μοναδικής και αξεπέραστης ηθοποιού.
Ακόμα μια από τις πλέον σημαντικές (για μένα) ταινίες που έκανα στο “Παρασκήνιο”.
Από πλευράς ουσίας, καλλιτεχνικού και πνευματικού βάθους, εμπέδωσης ύφους, διαδικασίας αλλά και ψυχικής επαφής.
Και, ασφαλώς, απολύτως καθοριστική για μένα.
Όπως είχε συμβεί και με την Αλέκα Παΐζη, υπήρχε ένα μικρό βαρίδι στη σχέση μου με την Αμαλία. Επρόκειτο να παίξει στην μικρού μήκους ταινία μου (την “Παταγωνία” όπως και η Αλέκα) αλλά ενώ είχαμε συμφωνήσει η Αμαλία το μετάνιωσε την τελευταία στιγμή.
Στενοχωρήθηκα πολύ τότε, αλλά δεν το κράτησα μέσα μου αρνητικά.
Έκτοτε είχαμε μια χαλαρή επαφή κυρίως όταν την παρακολουθούσα στο θέατρο.
Κάπως έτσι κύλησαν οκτώ χρόνια. Η εκτίμηση και ο θαυμασμός μου για τη δουλειά της, όπως και για την ίδια άλλωστε, ήταν στον υψηλότερο βαθμό.
Όταν το 2006, το Μάρτιο, απέκτησα μια μικρή επαγγελματική κάμερα και ξεκίνησα να τη χειρίζομαι ο ίδιος, ένιωσα απελευθερωμένος. Έτσι, το καλοκαίρι που ακολούθησε τηλεφώνησα στην Αμαλία για να της προτείνω ένα ντοκιμαντέρ για το “Παρασκήνιο” όπου θα την ακολουθούσα επί ένα χρόνο με την κάμερα. Χωρίς συνεργείο. Μόνο οι δυο μας. Ώστε να είναι κι εκείνη απελευθερωμένη.
Είχαμε μια πολύ ζεστή πρώτη συνάντηση, στο καφέ του ξενοδοχείου Παρκ στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας και δέχτηκε με ειλικρινή χαρά.
Ήταν ελάχιστες μέρες μετά το χαμό του πρώτου μου γάτου. Του Πολυδούρη.
Κάπου εκεί άρχισε να οικοδομείται η μεταξύ μας σχέση.
Ακολούθησα με την κάμερα, πράγματι, επί ένα χρόνο την Αμαλία.
Πρώτα από την Αντιγόνη του Λευτέρη Βογιατζή, το καλοκαίρι. Στη συνέχεια το φθινόπωρο, στο Θέατρο Αμόρε, όπου σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά έκανε έναν πολύ ιδιαίτερο ρόλο στη “Σάρα” του Λέσιγκ.
Ύστερα, την άνοιξη του 2007, στο Μέγαρο Μουσικής, όπου έκανε την Κλυταιμνήστρα στην “Ηλέκτρα” του Χόφμανσταλ σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου και τέλος στην επανάληψη της “Αντιγόνης”, σε σκηνοθεσία του Λευτέρη Βογιατζή στην Επίδαυρο, όπου συμπληρώθηκε ένας ακριβός χρόνος γυρίσματος. Ενδιαμέσως των προβών, σε όλη τη διάρκεια εκείνου του χρόνου, γυρίζαμε και στο σπίτι της Αμαλίας σε πολύωρες και εξομολογητικές λήψεις.
Έτσι προέκυψε ένα συναρπαστικό κινηματογραφικό υλικό από πρόβες, συζητήσεις στα καμαρίνια, στιγμές δυσκολίας και αναμονής, στιγμές έξαρσης και έντασης, στιγμές ησυχίας και ραστώνης, χαράς και ικανοποίησης.
Όλο αυτό που κάναμε ήταν σαν μια ταινία μυθοπλασίας ως προς τον όγκο και την αφοσίωση που έπρεπε να επιδείξουμε και οι δυο. Και αυτό μας έφερε πολύ κοντά.
Μέχρι σήμερα η Αμαλία παραμένει ένας πολύτιμος άνθρωπος στη ζωή μου και την αγαπώ βαθιά. Σαν μια αδελφή ψυχή.
Η ταινία, όπως κι εκείνη για την Αλέκα Παΐζη, πραγματοποιήθηκε την περίοδο όπου μόλις είχα ξεκινήσει να χρησιμοποιώ ο ίδιος την κάμερα.
Ήταν η ...verite περίοδός μου.
Μου έλειπαν πολλές βασικές γνώσεις στη χρήση της κάμερας ενώ επέμενα να μην χρησιμοποιώ ούτε καν τρίποδο, με λίγες εξαιρέσεις.
Ήταν μια ταινία αφώτιστη, με προβληματικά, σε κάποιες περιπτώσεις, κάδρα, με πολύ καλό παρόλα αυτά ήχο και πολλά όμορφα πλάνα μέσα στον τεράστιο όγκο του υλικού που προέκυψε.
Ήταν μια συνθήκη άτσαλη που όμως έδωσε τη δυνατότητα της αυθεντικότητας. Που θα είχε χαθεί αν πλειοδοτούσε η ανάγκη για τεχνική αρτιότητα ή αν υπήρχε άλλος οπερατέρ.
Και τελικά προέκυψαν πολλές σπουδαίες στιγμές που καταγράφηκαν στο φακό.
Είχαμε, άλλωστε, τα δυο πιο βασικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για να προκύψει ένα σημαντικό αποτέλεσμα σε μια τέτοια ταινία.
Εμπιστοσύνη και άπλετο χρόνο.
Και αναδύθηκε ένα πολύ εντυπωσιακό, αυθεντικό και βαθύ πορτραίτο της Αμαλίας, που επικεντρώθηκε στη δουλειά της αλλά ουσιαστικά αναδείκνυε την ψυχή της.
Ήταν μια σπουδαία εμπειρία για μένα και οφείλω να αναγνωρίσω τη μεγάλη συμβολή της συνεργάτιδας μου στο μοντάζ, της Μυρτώς Λεκατσά, που αντιμετώπισε έναν τεράστιο όγκο υλικού και πολλές κακοτεχνίες από την πλευρά μου, αλλά το αποτέλεσμα που έδωσε ήταν λαμπρό.
Δεν θα ξεχάσω τη μεταμόρφωση της Αμαλίας σε μια εντελώς εξπρεσιονιστική Κλυταιμνήστρα.
Δεν θα ξεχάσω την απίστευτη Αντιγόνη της που ήταν ταυτόχρονα κορίτσι και Αμαζόνα.
Και δεν θα ξεχάσω εκείνη τη μακρά νύχτα της γενικής δοκιμής της “Αντιγόνης” στην Επίδαυρο. Τον έναστρο ουρανό, τις σιωπές, την αίσθηση μιας συμπαντικής ιερότητας και φυσικά τον Λευτέρη Βογιατζή.
Από τις πιο γεμάτες νύχτες της ζωής μου.