Ο κορυφαίος των Ελλήνων κριτικών κινηματογράφου, ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος, παρουσιάζεται για μια και μοναδική φορά στο φακό, μιλώντας για τον εαυτό του, και ανακαλύπτουμε έναν από τους σημαντικότερους πνευματικούς ανθρώπους του καιρού μας.
Ελάχιστους ανθρώπους από όσους έχω γνωρίσει στη ζωή μου θαυμάζω και εκτιμώ τόσο απόλυτα.
Τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο τον είχα πολύ ψηλά μέσα μου ήδη από το 1982 όταν ξεκίνησε η περίφημη “Κινηματογραφική Λέσχη” του στην ΕΡΤ.
Οι πρόλογοί του, με γνώση και ευγένεια ψυχής, με καθήλωναν και μου δημιουργούσαν το πεδίο για να αγαπήσω τις ταινίες των οποίων η προβολή τους ακολουθούσε.
Το ίδιο ίσχυε και για τα κείμενά του στην Καθημερινή.
Ήταν ο άνθρωπος που με έκανε να νιώσω το σινεμά και να το αγαπήσω ακόμα περισσότερο επειδή μπόρεσα να το κατανοήσω.
Τον αγαπούσα ήδη 23 χρόνια προτού τον γνωρίσω!
Και με τον Γιάννη (όπως και με αρκετούς άλλους) είχε προϋπάρξει μια δυστοκία στην πρώτη μας επαφή αν και αυτή δεν είχε συνοδευτεί από προσωπική συνομιλία.
Το 2000, όταν έκανα το πρώτο μου “Παρασκήνιο”, για τον Τάκη Κανελλόπουλο, του είχα ζητήσει, μέσω ενός κοινού φίλου, να συμμετάσχει και να αναφερθεί ειδικά στο σκάνδαλο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1966, όπου ο Γιάννης ήταν μέλος της καλύτερης κριτικής επιτροπής που έχει ποτέ σχηματιστεί, με μέλη όπως ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Γιάννης Τσαρούχης, η Έλλη Λαμπέτη, ο Γιάννης Θεοδωρακόπουλος ανάμεσα σε άλλους και ταινίες σπουδαίες όπως η “Εκδρομή”, το “Πρόσωπο με πρόσωπο”, “Με τη Λάμψη στα μάτια”, “Μέχρι το πλοίο”. Εξαιτίας, όμως, απίστευτων μηχανορραφιών που πραγματοποίησαν οι τεχνοκράτες της επιτροπής προέκυψε ένα αποτέλεσμα - τέρας και βραβεύτηκε μια ταινία του Τζέιμς Πάρις!
Ο Γιάννης αρνήθηκε ευγενικά να συμμετάσχει στο “Παρασκήνιο” καθώς εκείνη την περίοδο ήταν σύμβουλος κινηματογραφίας και δεν ήθελε να εμφανίζεται στα ΜΜΕ, όντας πολύ προσεκτικός.
Στενοχωρήθηκα πολύ τότε αλλά μου δόθηκε η ευκαιρία να τον γνωρίσω το 2005 στην παρουσίαση της αυτοβιογραφίας του Νίκου Παπατάκη.
Αμέσως, με ένα μαγικό τρόπο, γίναμε φίλοι και ξεκίνησε μια σχέση ουσιαστική και βαθιά.
Με συναντήσεις πολύωρες, που σχεδόν κάθε φορά διαρκούσαν μέχρι το ξημέρωμα.
Συζητώντας για οτιδήποτε. Κυρίως όμως, για σινεμά.
Επί δυο χρόνια προσπαθούσα να τον πείσω να κάνουμε το “Παρασκήνιο” αλλά αρνιόταν πεισματικά από σεμνότητα. Ποτέ, άλλωστε, δεν είχε εκτεθεί στον τηλεοπτικό φακό για άλλους λόγους εκτός από τη δουλειά του.
Τελικά το 2007 μου ανακοίνωσε ότι θα μπορούσαμε να το προχωρήσουμε. Η χαρά ήταν πολύ μεγάλη για μένα.
Ήταν ανοιχτός, ειλικρινής, ακριβής και αποδείχθηκε και εξαίσιος ομιλητής - παραμυθάς.
Οι στιγμές που, μπροστά από την τηλεόρασή του, σχολιάζει την “Αιχμάλωτη της Ερήμου” του Τζον Φόρντ ή το “Επάγγελμα Ρεπόρτερ” του Αντονιόνι ήταν μοναδικές.
Προέκυψε ένα πανάκριβο ντοκουμέντο για έναν από τους πιο σοβαρούς (με την κυριολεκτική και όχι τη βαρύγδουπη έννοια της λέξης) ανθρώπους αυτής της χώρας.
Και δεν παρέλειψε να αναφερθεί, διεξοδικά μάλιστα, στο Φεστιβάλ του 1966.
Με καθυστέρηση επτά χρόνων μου παρέδωσε μια πνευματώδη και γλαφυρή μαρτυρία για όσα είχαν γίνει τότε.
Κάτι ακόμα σημαντικό είναι ότι καταρρίφθηκε ο μύθος του απόμακρου διανοούμενου που έβγαινε στη μικρή οθόνη πίσω από τους χοντρούς φακούς των γυαλιών του και μιλούσε αργόσυρτα για το σινεμά.
Ο καθένας, βλέποντας το “Παρασκήνιο”, αντιλήφθηκε αυτό που γνώριζαν όλοι όσοι τον είχαν ποτέ συναναστραφεί.
Έναν άνθρωπο προσηνή, ανοιχτό, γελαστό, με υπέροχο χιούμορ, φιλικό και με... καταιγιστικό ρυθμό ομιλίας.
Ο Γιάννης είναι ευγενής, αδιαπραγμάτευτα ειλικρινής, με αστική παιδεία και συνείδηση, ευρυμαθής, αριστερός αλλά όχι με την τρέχουσα έννοια του όρου, και πάνω από όλα ερωτευμένος με τον κινηματογράφο.
Ο πιο αυθεντικός Ευρωπαίος που έχω γνωρίσει στην Ελλάδα. Και είναι ακραία γατόφιλος όπως κι εγώ.
Ταιριάξαμε και σε αυτό. Παρά τα 34 χρόνια που μας χωρίζουν.
Η φιλία μας εξακολουθεί αδιατάρακτη και είμαι περήφανος όσο και ευτυχής γι αυτό.
Για μένα είναι σαν ένα μέλος της οικογένειάς μου. Μακάρι να ήταν στ' αλήθεια...