Με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό γνωριζόμαστε πολλά χρόνια. Είχαμε σύντομες συνεργασίες πρώτα στο “Παρασκήνιο” για την “Ιερότητα της Επιδαύρου”, το 2009 και αργότερα, το Μαϊο του 2013 στο “Οδοιπορικό στους Δελφούς”, την ταινία της Αποστολίας όπου εγώ έκανα κάμερα.
Τότε μου ανέφερε την ιδέα για το ανέβασμα του Φάουστ και του πρότεινα την ιδέα μιας ταινίας που θα καταγράψει τη διαδικασία των προβών και θα επιχειρήσει να εμβαθύνει στο συνολικό τρόπο δουλειάς του.
Δέχτηκε με χαρά και τον Οκτώβριο του 2013 ξεκινήσαμε.
Αρχικά, προορισμός της ταινίας επρόκειτο να είναι το “Παρασκήνιο”. Όμως η ΕΡΤ έκλεισε και η Cinetic, η εταιρία πίσω από το “Παρασκήνιο” έκλεισε επίσης. Οριστικά. Συνεπώς η ταινία ήταν άστεγη. Και τότε την πρότεινα (με τη διαμεσολάβηση του Μιχαήλ) στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, καθώς ήταν δική της παραγωγή ο Φάουστ. Η Αφροδίτη Παναγιωτάκου δέχτηκε με ενθουσιασμό και επιπροσθέτως μου ζήτησε ακόμα τρεις ταινίες που θα αφορούσαν αντίστοιχες ταινίες για ισάριθμες θεατρικές παραγωγές τους. Άμλετ, Βυσσινόκηπος, Πίστη, Αγάπη, Ελπίδα.
Έτσι ο Φάουστ απέκτησε Στέγη μεταφορικά και κυριολεκτικά.
Ως προς τον Φάουστ αποφάσισα να υπάρχει ως ομιλητής μόνο ο Μιχαήλ. Πιστεύω ότι το αποτύπωμά του είναι πολύ έντονο και καθοριστικό και θεώρησα ότι ενδεχόμενη συμμετοχή, ως ομιλητών, των υπολοίπων μελών της ομάδας θα αποπροσανατόλιζε παρά θα βοηθούσε.
Ο Μιχαήλ έχει ένα μοναδικό τρόπο δουλειάς. Δημιουργεί ένα ψυχικό πεδίο, ένα χώρο που ορίζεται από τη δική του ενέργεια και στη συνέχεια παρεμβαίνει καθοριστικά στο κείμενο, το λόγο και την εκφορά του. Κατά τα λοιπά αφήνει ελεύθερους τους ηθοποιούς να αυτενεργήσουν έτσι ώστε αυτό που θα προκύψει να έχει μια αλήθεια που προσεγγίζει, σχεδόν, το ντοκιμαντέρ. Και πάνω σε αυτό το υλικό αρχίζει και χτίζει χρησιμοποιώντας με τον πιο δημιουργικό τρόπο τις σιωπές, το φως, το σκοτάδι, την κίνηση και τα χρώματα.
Πάνω από όλα, όμως, το στοιχείο που επικρατεί είναι αυτός ο μοναδικός ρυθμός που χαρακτηρίζει τις παραστάσεις του και έδωσε τον τόνο και στον Φάουστ.
Δεν ακολουθεί το ρυθμό που συνήθως βλέπουμε σε παραστάσεις ή σε ταινίες. Υπολογίζει τον θεατή αλλά δεν τρέχει πίσω από τις ευκολίες του. Και είναι αυτός ο ρυθμός, νομίζω, που αποτελεί το κοινό μυστικό, τον κοινό τόπο, ανάμεσα στον Μιχαήλ και όσους παρακολουθούν φανατικά επί τόσα χρόνια τη δουλειά του.
Στην ταινία αυτή συνεργαστήκαμε κατά τον καλύτερο τρόπο με τον Μιχαήλ. Ήταν διαθέσιμος και απολύτως αποφασισμένος να βοηθήσει, από την πλευρά του, ώστε να προκύψει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Δεν φοβήθηκε να εκτεθεί. Δεν κρύφτηκε αλλά ούτε και πόζαρε για την κάμερα.
Νομίζω ότι στην ταινία αυτή αποτυπώθηκε συνολικά ο τρόπος δουλειάς του Μιχαήλ κι αυτό διότι είχαμε επαρκή χρόνο και ο ίδιος ήταν ανοιχτός ψυχικά και πνευματικά απέναντι στην κάμερα.
Είμαι πολύ ευτυχής με το αποτέλεσμα της ταινίας για τον “Φάουστ”. Και ακόμα περισσότερο γιατί καταγράφηκε σε βάθος το ντοκουμέντο της δουλειάς ενός αληθινά σπουδαίου καλλιτέχνη.