Από την πρώτη στιγμή της ανάθεσης των τεσσάρων ταινιών από την πλευρά της Στέγης, γνώριζα ότι η ταινία για τον Βυσσινόκηπο θα ήταν μια μεγάλη πρόκληση.
Ένα μεγάλο στοίχημα. Όλα συνηγορούσαν σ' αυτό.
Με τον Νίκο Καραθάνο και την ομάδα του ήμασταν πλέον απολύτως εξοικειωμένοι.
Είχε προηγηθεί η επιτυχία της ταινίας μας για την Γκόλφω. Εκεί όλα τα μέλη της ομάδας μας είχαν αντιμετωπίσει με μεγάλη θέρμη και αυτό μας είχε βοηθήσει πολύ. Ο Νίκος ήταν λίγο πιο κλειστός. Παρά το ότι εστιάζαμε περισσότερο πάνω του. Ίσως ακριβώς γι αυτό.
Στο Βυσσινόκηπο ήταν από την αρχή σαφές ότι εκτός από τα μέλη της ομάδας και ο ίδιος ο Νίκος ήταν πάρα πολύ ζεστός και διαθέσιμος. Τον ενδιέφερε να προκύψει μια όσο το δυνατό πιο αυθεντική ταινία.
Η επιλογή του έργου έδινε τη δυνατότητα να γίνουν αναγωγές στη δική μας ελληνική πραγματικότητα της κρίσης. Το ξεπούλημα του Βυσσινόκηπου ως αποτέλεσμα αδράνειας, βλακείας, παρακμής και πτώσης θύμιζε πολύ τα δικά μας.
Ο Νίκος ήταν έτοιμος για μια εντελώς ρηξικέλευθη προσέγγιση, με πολύ συναίσθημα όπως πάντα, βλέποντας τους ήρωές του με μεγάλη αγάπη μέσα στην απόγνωση και τη βλακεία τους.
Αυτό ήταν και το μεγάλο (κερδισμένο για μένα) στοίχημα της παράστασης.
Ούτε εξιδανίκευε ούτε έκανε καταγγελία ούτε χλεύαζε ούτε έκανε βαρύγδουπες δηλώσεις. Μπορούσε να αγαπά τους ήρωές της όσο αλλόκοτοι, τραυματισμένοι ή ακόμα και σαλεμένοι κι αν ήταν.
Επιπροσθέτως η όσμωση ανάμεσα στα μέλη της ομάδας και η απόλυτη, σχεδόν τυφλή, εμπιστοσύνη τους στον Νίκο, δημιουργούσαν τη βεβαιότητα για μια παράσταση εντελώς έξω από συμβάσεις, σε μια προσπάθεια να αναδυθεί κάτι βαθύ, αληθινό και αυθεντικό.
Ξεκινήσαμε τα γυρίσματα από την πρώτη, κυριολεκτικά, στιγμή. Όταν ο Νίκος παρέδωσε το κείμενο στην ομάδα του.
Κινηματογραφούσαμε κάθε εβδομάδα, επί δυο μήνες, και όταν φύγαμε από το χώρο προβών στο Βοτανικό και μεταφερθήκαμε στη Στέγη για τις τελευταίες δέκα μέρες, πηγαίναμε σχεδόν κάθε μέρα.
Κάθε στιγμή ήταν πολύτιμη. Η κάθε μέρα μας τροφοδοτούσε με εξαιρετικό υλικό.
Αναπάντεχες δράσεις έδιναν η μια τη θέση της στην άλλη.
Παράλληλα καταγράφαμε στην κάμερα τα μέλη της ομάδας. Και τον Νίκο κάθε φορά. Κάθε μέρα. Ήταν συγκινητικό το άγχος και η ανασφάλεια των ηθοποιών. Ο Νίκος τους ζητούσε, όπως πάντα άλλωστε, υπερβάσεις. Ψυχικές και συναισθηματικές. Ώστε να φτάσουν σε μια παιδικότητα. Και αυτοί παρά τις δυσκολίες, τις αναστολές ή την αμηχανία σε κάποιες περιπτώσεις, τον ακολουθούσαν. Είχα την αίσθηση ότι αν τους έλεγε να ανοίξουν το παράθυρο και να πηδήξουν για μερικά δευτερόλεπτα θα το σκέφτονταν σοβαρά!!
Και ήταν ακόμα πιο συναρπαστικές οι εξομολογήσεις του ίδιου του Νίκου στην κάμερα. Πότε χαρούμενος, πότε απελπισμένος, άλλες φορές χωρίς καθόλου ηθικό, άλλες ολότελα χαμένος, πάντα αγχωμένος, μερικές φορές εγκλωβισμένος και κάποτε να πετά στα ουράνια.
Όπως και στην ταινία για τον Άμλετ, τη βραδιά της πρεμιέρας ήμασταν με δυο κάμερες, ταυτόχρονα αυτή τη φορά, η Αποστολία κι εγώ, στα παρασκήνια μαζί με τα μέλη της ομάδας και τον Νίκο. Που έμπαιναν και έβγαιναν από την παράσταση. Ήταν απλώς μια μοναδική εμπειρία. Και για μας αλλά και για τους θεατές.
Θεωρώ ότι στην ταινία για τον Βυσσινόκηπο πραγματοποιήθηκε η πιο ουσιαστική και δημιουργική κινηματογραφική αποτύπωση, συνολικά, της δουλειάς του Νίκου Καραθάνου και της ομάδας του. Σαν να εμπεριέχει και όλες τις προηγούμενες παραστάσεις του με ένα μαγικό τρόπο.
Το γεγονός ότι συμμετείχε και η Λένα Κιτσοπούλου πρόσφερε ακόμα περισσότερο καθώς η συνεργασία τους, είτε παίζουν μαζί είτε γράφει η Λένα χωρίς να συμμετέχει (όπως στη Γκόλφω με το μονόλογο της αγάπης) είτε συμμετέχει ο Νίκος στις δικές τις παραστάσεις, είναι κάτι ουσιώδες. Σημαντικό μέρος αυτής της θαυμαστής επιτυχίας των τελευταίων χρόνων, στις παραστάσεις του Νίκου αλλά και της Λένας Κιτσοπούλου, οφείλεται σε αυτή τη μαγική συνεργασία.
Και αυτό αποτυπώθηκε στην ταινία για το Βυσσινόκηπο.
Από την αρχή των προβών ο Νίκος μίλησε για τον Μίκι Μάους που συμβόλιζε μια επιστροφή στην παιδική ηλικία. Γι αυτό και οι χαρακτήρες φορούν τα αυτιά του Μίκι και η φωνή τους έχει, με τη βοήθεια της τεχνολογίας, το χαρακτηριστικό ηχόχρωμα του Μίκι κάποιες φορές μέσα στην παράσταση.
Η Μυρτώ Λεκατσά, η συνεργάτιδά μου στο μοντάζ, είχε την ιδέα στην τελευταία μας συνομιλία με την κάμερα, αφού είχε γίνει η πρεμιέρα, να έχει η φωνή μου το ηχόχρωμα του Μίκι. Σαν να συνομιλούσε ο Νίκος σε όλη τη ταινία με τον Μίκι Μάους. Την παιδική του ηλικία.
Ήταν μια υπέροχα δημιουργική ιδέα.
Όλοι οι συντελεστές κουβαλούσαν αυτή την παιδική διάθεση στη παράσταση και στις πρόβες.
Και όλοι μαζί, ακολουθώντας το ένστικτο του Νίκου, μέσα από άπειρους αυτοσχεδιασμούς και πειράματα, που άλλα παρέμειναν και άλλα πετάχτηκαν στα σκουπίδια, οδηγήθηκαν σε μια σπουδαία παράσταση.
Η οποία δίχασε και τους θεατές και τους κριτικούς.
Αλλά, κατά τη γνώμη μου, ήταν ένα αριστούργημα.