Δεν προέρχομαι από αριστερή οικογένεια ως προς τους γονείς μου. Ο πατέρας μου κεντροδεξιός με έντονες αναφορές στον Ελευθέριο Βενιζέλο, λόγω Κρήτης ασφαλώς, και η μητέρα μου Καραμανλική (περισσότερο από προσωπολατρία παρά ως προϊόν πολιτικής σκέψης).
Μόνο η αγαπημένη μου πρώτη εξαδέλφη, η Άννα Καραγιαννάκη, η οποία στην πραγματικότητα αποτελεί κάτι περισσότερο από αδελφή για μένα, ήταν επί αρκετά χρόνια στο ΚΚΕ καθώς άλλωστε είχε εξέχουσα δράση ως έγκλειστη φοιτήτρια στο Πολυτεχνείο το 1973. Και ο αδελφός μου είχε περάσει ένα φεγγάρι, στην εφηβεία του, από την ΚΝΕ.
Εγώ, όμως, ουδέποτε ένιωσα κομμουνιστής ούτε υπήρξα μέλος αριστερής νεολαίας ή κάποιας κομματικής οργάνωσης.
Και η Δεξιά και η Αριστερά, θεωρούσα και εξακολουθώ να το πιστεύω, ότι εξυπηρέτησαν πάντα συντηρητικούς και καθεστωτικούς σκοπούς.
Αν ζούσα στη Δυτική Ευρώπη, ειδικά τα χρόνια μεταξύ 1945 και 1990, θα ψήφιζα με θέρμη τη Σοσιαλδημοκρατία. Δεν θα μπορούσα να είμαι δεξιός γιατί δεν θα μου ταίριαζε από ψυχικής και ηθικής άποψης. Και δεν θα μπορούσα να είμαι αριστερός γιατί θεωρώ την ελευθερία σκέψης, κρίσης και βούλησης τα πιο πολύτιμα αγαθά.
Δημοσιοποιώ την πολιτική και ιδεολογική μου τοποθέτηση όχι επειδή αυτή θα μπορούσε να ενδιαφέρει τον οιονδήποτε. Αλλά επειδή θεωρώ ότι μη προερχόμενος από τον αριστερό ή δεξιό χώρο και όντας, πιστεύω, από τη φύση μου μετριοπαθής, διέθετα μια πολύ καλή βάση για να εμπλακώ (κινηματογραφικά) σε ένα τόσο καυτό θέμα που απαιτούσε ειδικό χειρισμό.
Άκουσα πρώτη φορά για τη Μακρόνησο στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα από έναν σπουδαίο όσο και ανώνυμο αριστερό. Έναν από τους σημαντικότερους και πλέον επιδραστικούς ανθρώπους στη ζωή μου.
Ήταν ο Αλέκος Εφρεμίδης. Δούλευε επί πολλά χρόνια ως ιπτάμενος φροντιστής στην Ολυμπιακή. Όταν τον γνώρισα, τέλη του 1988, εργαζόταν πλέον ως διοικητικός υπάλληλος εδάφους καθώς υπέφερε από διαβήτη. Ο Αλέκος ήταν από τους πιο ζωντανούς και συναρπαστικούς ανθρώπους που έχω συναντήσει. Γίναμε φίλοι, παρά τα σχεδόν τριάντα χρόνια που μας χώριζαν.
Ήταν ένθερμος κομμουνιστής, με ανοιχτό πνεύμα όμως, τεράστιο ήθος, εντιμότητα και αδιανόητη καλλιέργεια. Ήταν ένας αριστερός όπως θα έπρεπε να είναι οι αριστεροί. Μια φωτεινή εξαίρεση. Ο Αλέκος πέθανε πρόωρα, τον Απρίλιο του 1992, από επιπλοκές του διαβήτη, στα 52 του μόλις χρόνια.
Στα κάτι παραπάνω από τρία χρόνια που κράτησε η φιλία και η σχέση μας, πρόλαβα να μάθω τόσα πολλά!
Για τον κινηματογράφο, για τις γυναίκες, για τη Λογοτεχνία, την Ιστορία, το Θέατρο, τον Μαρξ, τους Αρχαίους Τραγικούς, την Αριστερά και πάνω από όλα για την πραγματική ζωή.
Ένα βράδυ, το φθινόπωρο του 1989, στο μπαλκόνι του, με ρώτησε: “...Έχεις διαβάσει τη ιστορία της Μακρονήσου που έχει γράψει ο Μάργαρης;...” Αιφνιδιάστηκα. “...Όχι...” είπα χαμηλόφωνα από ντροπή. “...Τότε δεν ξέρεις τίποτα στη ζωή σου....” ήταν απλώς η απάντησή του.
Τις επόμενες μέρες έψαξα για τη δίτομη ιστορία του Μάργαρη και ύστερα από λίγο την αγόρασα από το Μοναστηράκι, αλλά πέρασαν τουλάχιστον πέντε χρόνια μέχρι να τη διαβάσω. Είχαν μεσολαβήσει η οδυνηρή εμπειρία της στρατιωτικής μου θητείας (Νοέμβριο του 1989 ξεκίνησα) και ο θάνατος του αδελφού μου στις 31 Αυγούστου 1990.
Όταν τελικά τη διάβασα, γύρω στα 1993 ή 1994, δεν μπορούσα να πιστέψω. Ήμουν σαν κεραυνόπληκτος. Είχα ακούσματα για την κρατική καταστολή στα Εμφυλιακά και Μετεμφυλιακά χρόνια, είχα δει το σπουδαίο Happy Day του Παντελή Βούλγαρη (ήμουν όμως έφηβος και δεν κατάλαβα πολλά, μου εντυπώθηκαν όμως οι εικόνες) αλλά η ανάγνωση της ιστορίας της Μακρονήσου με συγκλόνισε. Από τότε ξεκίνησα μια συστηματική αναζήτηση όλων των βιβλίων, αρχείων και πηγών που σχετίζονταν με το θέμα.
Πέρασαν ακόμα τρία χρόνια και μου δόθηκε, από σύμπτωση, η ευκαιρία να επισκεφθώ, επιτέλους, τη Μακρόνησο.
Ήταν καλοκαίρι του 1997.
Ο καλός μου φίλος Λάκης Καραλής, με τον οποίο είχαμε μια θαυμάσια συνεργασία στην πρώτη μου μικρού μήκους ταινία, την “Τελευταία Πράξη” τον προηγούμενο χρόνο, το 1996, κατάφερε να του παραχωρήσουν τον ιστορικό χώρο της Μακρονήσου ώστε να ανεβάσει τη “Δολοφονία του Μαρά” χρησιμοποιώντας ερασιτέχνες ηθοποιούς από τη θεατρική λέσχη Βόλου (από όπου καταγόταν) και το θεατρικό εργαστήρι του Λαυρίου όπου ο ίδιος ήταν σκηνοθέτης, δάσκαλος και εμψυχωτής.
Οργανώθηκε, λοιπόν, ένα ταξίδι στη Μακρόνησο. Η συμμετοχή ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Ήταν απίστευτο. Το Λαύριο γέμισε από κόσμο που ήθελε να περάσει απέναντι για να δει την παράσταση και ασφαλώς να περιδιαβεί το χώρο του κολαστηρίου.
Η μεταφορά γινόταν με λάντζες. Έμπαιναν περίπου δέκα σε καθεμία. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, γέροι, πρώην εξόριστοι, τουρίστες. Όλοι ήθελαν να είναι εκεί.
Η παράσταση δόθηκε στη μισογκρεμισμένη εκκλησία του πρώτου τάγματος. Την εκκλησία που είχε φτιάξει με τα χέρια του ο εξόριστος στη Μακρόνησο Νίκος Κούνδουρος.
Η εμπειρία θα μείνει αξέχαστη σε όσους βρεθήκαμε εκεί.
Η δύναμη των ερασιτεχνών ηθοποιών σε συνδυασμό με τις μνήμες, που αναδύονταν από παντού, συνέθεσαν μια εντελώς ξεχωριστή συγκίνηση.
Η παράσταση ολοκληρώθηκε τα μεσάνυχτα.
Η επιστροφή του κόσμου με τις λάντζες πίσω στο Λαύριο, γύρω στους δέκα κάθε φορά, κράτησε πολλές ώρες.
Εγώ αποφάσισα να φύγω με τους τελευταίους. Όταν ξημέρωνε πια. Έτσι μου δόθηκε η δυνατότητα, μέσα στη νύχτα, να περπατήσω τη Μακρόνησο. Να ρουφήξω την ενέργειά της. Η εμπειρία ήταν μοναδική. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη νύχτα. Οι μνήμες των παλαιοτέρων αφηγήσεων που είχα πλέον οικειοποιηθεί, όσα είχα ακούσει και διαβάσει μαζί με την αίσθηση της συγκλονιστικής παράστασης που μόλις είχα παρακολουθήσει, σε συνδυασμό με τα ερείπια από το Στρατόπεδο, τον έναστρο ουρανό και τη σιωπή, γέννησαν κάτι μοναδικό μέσα στην ψυχή και τις αισθήσεις μου.
Νομίζω ότι ένα ελάχιστο μέρος από όλον εκείνον τον ηλεκτρισμό που είχε στοιχειώσει το νησί από τα χρόνια που λειτουργούσε το κολαστήριο, 1947 - 1957, και ακόμα παλαιότερα, καθώς ήταν τόπος εξορίας και εγκλεισμού από τα χρόνια της Ρωμαϊκής κατάκτησης και αργότερα επί Τουρκοκρατίας, πέρασε με ένα τρόπο μέσα μου. Ή τουλάχιστον έτσι το αισθάνθηκα...
Μπορεί να ακούγεται γελοίο όπως το περιέγραψα, αλλά δεν έχει και μεγάλη σημασία. Αν άκουγα την ίδια περιγραφή από μια αντίστοιχη εμπειρία κάποιου άλλου, ίσως να μην την πίστευα. Πιθανότατα θα τη χλεύαζα. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι όταν πλέον είχε ξημερώσει και έφευγα από το νησί, είχα αποφασίσει να κάνω οπωσδήποτε αυτή την ταινία για τη Μακρόνησο. Είχα βρει το ψυχικό κίνητρο. Που αποτελεί πάντα το πιο σημαντικό στοιχείο σε μια ταινία.
Πέρασαν ακόμα πέντε χρόνια, στη διάρκεια των οποίων, ανάμεσα σε άλλες επαγγελματικές ασχολίες, συναντούσα πρώην εξόριστους, διάβαζα, ανέτρεχα σε αρχεία, έντυπα και οπτικοακουστικά, έβλεπα όποιο ρεπορτάζ ή αφιέρωμα είχε γίνει στην ΕΡΤ για τη Μακρόνησο και προετοιμαζόμουν.
Δεν είχα καταλήξει ποιο ύφος θα έχει η ταινία. Πάντα σε μια τέτοια περίπτωση υπάρχουν, τουλάχιστον, δυο δρόμοι. Ο ένας, πιο ρηξικέλευθος, όπου αφήνεσαι από το ένστικτο σε επιλογές απολύτως προσωπικές, οι οποίες στην περίπτωσή μου θα ορίζονταν, νομίζω, από την αφαίρεση και τη λιτότητα εντός των οποίων θα μπορούσε ενδεχομένως να αναδειχθεί κάτι ποιητικά αυθεντικό και ουσιαστικό από την εμπειρία της Μακρονήσου.
Ο άλλος δρόμος θα ήταν ένα κλασικό ακαδημαϊκό ντοκιμαντέρ, με όσο το δυνατό μεγαλύτερη φροντίδα, ώστε ένα τόσο καυτό θέμα να επικοινωνήσει με τον κόσμο.
Υπήρχαν δυο δεδομένα που, ασυνείδητα, ενδεχομένως, καθόριζαν τη σκέψη μου.
Το ένα ήταν ότι μέχρι και στα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα υπήρχε ακόμα μεγάλη φόρτιση γύρω από τη Μακρόνησο. Παρά τα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει.
Μια ταινία για τη Μακρόνησο στα χρόνια αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση και μέχρι τα μέσα του ενενήντα θα έφερε, αναγκαστικά, τη θερμοκρασία των διωγμένων από το καθεστώς και την απολύτως δικαιολογημένη διάθεση για ρεβάνς.
Ο “Νέος Παρθενώνας”, ταινία που έγινε αμέσως μετά την πτώση της χούντας, το 1975, από την ομάδα των τεσσάρων (Κώστας Χρονόπουλος, Γιώργος Χρυσοβιτσάνος, Σπύρος Ζάχος και Θανάσης Σκρουμπέλος) χωρίς να επικεντρώνεται αποκλειστικά στη Μακρόνησο, ήταν ένα ιδιαίτερα σημαντικό ντοκουμέντο για τις διώξεις που είχε υποστεί η Αριστερά από τα χρόνια του Μεταξά μέχρι και τη χούντα. Είχε πολύ ισχυρές μαρτυρίες από πρώην εξόριστους που ήταν, τότε, ακόμα νέοι.
Το άλλο δεδομένο προκύπτει ακριβώς από το παραπάνω στοιχείο.
Αποκλειστικά για τη Μακρόνησο δεν είχε γίνει ποτέ, μέχρι τότε, ένα ντοκιμαντέρ.
Ποτέ δεν είχε ασχοληθεί κάποιος συγκεκριμένα με το θέμα αυτό. Και νομίζω ότι ο λόγος συνδεόταν με την ευαισθησία του θέματος.
Ότι είχε γίνει, σε επίπεδο τηλεοπτικού ντοκιμαντέρ και μόνο, ήταν μικρά αφιερώματα που δεν ήταν δυνατό να εμβαθύνουν.
Επιπροσθέτως σε όλα υπήρχε η σφραγίδα της άποψης των εξορίστων. Ουδέποτε είδαμε το πρόσωπο ή ακούσαμε τη φωνή κάποιου από την πλευρά των δεσμοφυλάκων, των βασανιστών, των αξιωματικών.
Κατά συνέπεια, από τη στιγμή που αποφάσισα να καταπιαστώ με τη Μακρόνησο, γνώριζα ότι αυτή θα ήταν η πρώτη ολοκληρωμένη ταινία πάνω στο θέμα και ότι αυτό θα ερχόταν σε μια εποχή που υπήρχε πλέον και μια νεότερη γενιά θεατών.
Αν και συναισθηματικά ήμουν, και εξακολουθώ να είμαι, με την πλευρά των εξορίστων αριστερών, αισθανόμουν ότι όφειλα να αναζητήσω την εκπροσώπηση στην ταινία και της άλλης πλευράς.
Για λόγους ιστορικής αλήθειας, ισορροπίας αλλά και εμβάθυνσης. Άλλωστε, ακόμα κι αν καταφύγουμε στην Μαρξιστική σκέψη, όλα ορίζονται μέσα από το αντίθετό τους.
Για να κατανοήσουμε βαθύτερα τί πραγματικά έγινε και πώς αυτό συνέβη, για να μπορέσουμε να αισθανθούμε ουσιαστικά τους εξόριστους και τα βάσανα που υπέστησαν επί σαράντα και πλέον χρόνια, οφείλαμε να φωτίσουμε και την άλλη πλευρά.
Κάποια στιγμή κατέληξα ότι αυτό που θα ήθελα, ιδανικά, θα ήταν να ακολουθήσω με την κάμερα, επί μεγάλο χρονικό διάστημα δυο ή τρεις πρώην εξόριστους και ταυτόχρονα κάποιον ή κάποιους από την άλλη πλευρά. Των δεσμοφυλάκων.
Αυτό θα καταλάμβανε το μισό ή τα δυο τρίτα της ταινίας.
Και στο τελευταίο μέρος θα πηγαίναμε όλοι μαζί, οι μεν και οι δε, στη Μακρόνησο. Ώστε εκεί να κινηματογραφήσουμε, χωρίς παρέμβαση από τη δική μου πλευρά, οτιδήποτε θα μπορούσε να συμβεί από μια τέτοια αναπάντεχη συνάντηση.
Ως ένα ντοκιμαντέρ - γουέστερν όπου η λύση, ψυχολογικά, ηθικά, ιστορικά, θα δινόταν ή δεν θα δινόταν, εκεί. Στον τόπο όπου έλαβαν χώρα τα γεγονότα.
Ως ένα γουέστερν όπου το τέλος θα ερχόταν μέσα από μια (μεταφορική) μονομαχία.
Έχοντας τέτοιες σκέψεις κατά νου, έφτασε το 2002 και ξεκίνησα προεργασία για την ταινία αλλά τότε εγκρίθηκε από το ΕΚΚ η χρηματοδότηση για την “Αλεμάγια” και αφοσιώθηκα στην πραγματοποίησή της, αφήνοντας κατά μέρος για ένα διάστημα το σχέδιο της Μακρονήσου.
Επέστρεψα σε αυτό οριστικά το 2005. Είχα ήδη φορτωθεί ένα τεράστιο οικονομικό χρέος από την “Αλεμάγια” και πραγματοποιούσα παράλληλα άλλα ντοκιμαντέρ για την τηλεόραση.
Η Εύη Καραμπάτσου, στενή μου φίλη και σκηνοθέτις η ίδια, με είχε βοηθήσει πάρα πολύ στην “Αλεμάγια” και της πρότεινα αυθόρμητα να συνεργαστούμε και στη Μακρόνησο. Αυτή τη φορά ως συσκηνοθέτες.
Για πολύ καιρό ήταν δύσθυμη. Δεν ήξερε αν ήθελε να ασχοληθεί με ένα τέτοιο θέμα.
Εξάλλου ήταν η περίοδος που θα γινόταν μητέρα.
Ξεκίνησα την προετοιμασία εντατικά. Άλλωστε είχα ήδη αναλώσει πολλά χρόνια σε κάθε είδους προπαρασκευή για το θέμα. Αισθανόμουν απολύτως έτοιμος. Όσο μπορεί να ισχυριστεί κάποιος κάτι τέτοιο.
Από πολύ νωρίς θεώρησα χρέος μου να επισκεφτώ τον Περισσό. Τα γραφεία του ΚΚΕ. Για να ζητήσω πρόσβαση σε αρχεία και υλικά.
Μου είπαν ότι η ταινία θα έπρεπε να είναι υπό τον απόλυτο έλεγχό τους. Αλλιώς δεν θα υπήρχε καμία βοήθεια.
Έφυγα χωρίς να κοιτάξω πίσω μου.
Χρηματοδότηση δεν υπήρχε από πουθενά για την ταινία.
Έτσι, με δεδομένο ότι ήμουν ήδη υπερχρεωμένος, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα.
Τη λύση, ως από μηχανής Θεός, έδωσε η αγαπημένη μου εξαδέλφη. Η Άννα. Η οποία πάντα με βοηθούσε σε όλα. Και εξακολουθεί να το κάνει και σήμερα.
Μου δάνεισε κάποια επιπλέον χρήματα και αγόρασα μια μικρή επαγγελματική κάμερα καθώς και τα απαραίτητα μικρόφωνα.
Ξεκίνησα αμέσως γυρίσματα. Μαθαίνοντας παράλληλα να χειρίζομαι την κάμερα.
Η αδυναμία μου στο χειρισμό προσέδιδε έναν κάπως άγαρμπο αισθητικό χαρακτήρα στο αποτέλεσμα. Άτεχνα κάδρα, χωρίς επαρκή φωτισμό. Πρότεινα στη Εύη να υιοθετηθεί αυτό το ύφος για την ταινία.
Η αδυναμία να γίνει στιλ.
Παράλληλα η Εύη είχε προβλήματα με την εγκυμοσύνη της και στα περισσότερα γυρίσματα πήγαινα μόνος.
Συγκέντρωνα επί πολλούς μήνες μαρτυρίες ώστε να διαπιστώσω πού θα οδηγούσαν.
Μέσα από περίπου εξήντα μαρτυρίες άρχισε να διαμορφώνεται το σχέδιο.
Δεν ήθελα, όμως, η ταινία να είναι ένα ψηφιδωτό από μαρτυρίες καθώς θα χανόταν η ενότητα και η ταύτιση του θεατή με τα πρόσωπα.
Ήδη όμως είχα έρθει σε στενή επαφή με ορισμένους πρώην εξόριστους μέσα από άλλα ντοκιμαντέρ που έκανα για το “Παρασκήνιο” ή άλλες σειρές.
Με την Αλέκα Παΐζη είχαμε πλέον εξοικειωθεί πάρα πολύ από το “Παρασκήνιο” που της είχα κάνει. Και ήταν μια ιστορία από μόνη της. Και εκπροσωπούσε τις γυναίκες που εκτοπίστηκαν στη Μακρόνησο για τρεις μήνες στις αρχές του 1950.
Με τον Λεωνίδα Κύρκο επίσης είχαμε έρθει πολύ κοντά. Και με σύστησε στον Ηλία Στάβερη που ανήκε σε εκείνους τους πολιτικούς κρατούμενους που είχαν εκτοπιστεί και δεν υπέγραφαν. Γι αυτό είχε κλειστεί στο σύρμα των αμετανόητων.
Ο Τάσος Ζωγράφος, ο γνωστός σκηνογράφος, μου ήταν ήδη οικείος καθώς του είχα κάνει ένα ντοκιμαντέρ προσφάτως για την ΕΡΤ. Ο Τάσος είχε υπογράψει δήλωση μετανοίας και ήταν διατεθειμένος να το ομολογήσει στην κάμερα.
Κατά συνέπεια είχε αρχίσει να σχηματίζεται το πλαίσιο της μιας πλευράς.
Η Αλέκα, ο Ηλίας και ο Τάσος αποτελούσαν τα τρία βασικά πρόσωπα που διέθεταν ξεχωριστό αφηγηματικό ταλέντο και ταυτόχρονα αντιπροσώπευαν ευρύτερες κατηγορίες κρατουμένων. Τις γυναίκες, τους αμετανόητους και όσους υπέγραψαν δήλωση.
Επελέγησαν, επίσης, τρία ακόμα εμβληματικά πρόσωπα για να καταθέσουν μια και μόνη εμπειρία από τη Μακρόνησο ο καθένας. Εμπειρίες που σχετίζονταν με συγκεκριμένα περιστατικά ακραίας βίας και θανάτου.
Ήταν ο Γιώργος Φαρσακίδης, ο δημιουργός των περίφημων χαρακτικών της Μακρονήσου, ο Λάζαρος Κυρίτσης και ο Λεωνίδας Κύρκος.
Αυτό που εξακολουθούσε να λείπει, όμως, ήταν η άλλη πλευρά.
Τα γυρίσματα εξακολουθούσαν κανονικά. Σε βάθος χρόνου. Ο Κλαούντιο Μπολιβάρ και η γνωστή σήμερα σκηνοθέτις Αγγελική Αριστομενοπούλου έκαναν κάμερα σε πολλές περιπτώσεις. Όταν δεν μπορούσαν έκανα εγώ. Και η Εύη, όταν κατάφερνε να έρχεται, καθώς περνούσε δυσκολίες επί πολλούς μήνες με τις εγκυμοσύνες της.
Μεγάλη, θα πρέπει να υπογραμμίσω, υπήρξε η βοήθεια από δυο σπουδαία ιστορικά αρχεία. Πρωτίστως τα ΑΣΚΙ. Ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης, η Ιωάννα Παπαθανασίου, ο Πολυμέρης Βόγλης και ο Τάσος Σακελλαρόπουλος μου πρόσφεραν κάθε είδους βοήθεια, συμβουλές και πρόσβαση στα πολύτιμα αρχεία τους. Ειδικότερα, μου έδωσαν πρόσβαση στο φωτογραφικό αρχείο του Νίκου Μάργαρη. Του ανθρώπου που είχε γράψει, ως αυτόπτης μάρτυρας, τη δίτομη ιστορία της Μακρονήσου. Είχα επιστρέψει στην πηγή και μάλιστα την πρωτότυπη, από εκεί όπου είχα ξεκινήσει 18 χρόνια νωρίτερα όταν ο Αλέκος Εφρεμίδης μου είχε ρίξει τον πρώτο σπόρο για να ασχοληθώ με τη Μακρόνησο προτείνοντάς μου το βιβλίο του Μάργαρη.
Το άλλο ιστορικό αρχείο που μου παραχώρησε πολύτιμο υλικό και βοήθεια ήταν η ΕΔΙΑ με επικεφαλής τον Βαρδή Βαρδινογιάννη (κομμουνιστής, εξόριστος και μακρινός ξάδελφος του συνονόματου με αυτόν μεγιστάνα).
Παράλληλα, υπήρξαν σημαντικοί άνθρωποι του κινηματογράφου που, γνωρίζοντας ότι ασχολούμαι επί τόσα χρόνια με τη Μακρόνησο, θέλησαν να με βοηθήσουν και μου παραχώρησαν πολύτιμο κινηματογραφικό αρχειακό υλικό. Ήταν ο Ροβήρος Μανθούλης, ο Παντελής Βούλγαρης, ο Τάσος Ψαρράς και ο Θόδωρος Αδαμόπουλος μέσα από την Ταινιοθήκη της Ελλάδας.
Κάποια στιγμή αποφασίσαμε να ετοιμάσουμε ένα δείγμα δουλειάς (demo) και συμμετείχαμε στο πρόγραμμα StoryDoc που διοργάνωσε τότε, το 2006, για πρώτη φορά η ΕΡΤ, με πρωτοβουλία του Κώστα Σπυρόπουλου.
Συμμετείχαν πάρα πολλές υποψήφιες προς χρηματοδότηση ταινίες, που έψαχναν τρόπο να οργανώσουν την παραγωγή τους δηλαδή, και τελικά η Μακρόνησος, λόγω ασφαλώς και του εξαιρετικού demo, κέρδισε το πρώτο βραβείο.
Εκείνη ήταν μια στιγμή κομβική. Εκείνη η βράβευση έφερε, ύστερα από λίγους μήνες, τη χρηματοδότηση της ταινίας από το ΕΚΚ και την ΕΡΤ.
Η ταινία, έστω και με καθυστέρηση, είχε πλέον χρηματοδότηση. Η οποία ήρθε, μάλιστα, επί δεξιάς κυβέρνησης Καραμανλή. Θυμάμαι ότι είχε αντιδράσει τότε ο Καρατζαφέρης και είχε κάνει ερώτηση στη Βουλή γιατί το κράτος χρηματοδοτεί τέτοιες “αντιδραστικές” ταινίες.
Αυτό που εξακολουθούσε να λείπει ήταν η άλλη πλευρά. Την οποία αναζητούσα πεισματικά. Είχα εντοπίσει κάποιους χαμηλόβαθμους, δεκανείς και αλφαμίτες από την πλευρά των δεσμοφυλάκων, αλλά ουδείς επιθυμούσε, ούτε για αστείο, να μιλήσει στην κάμερα.
Αποφάσισα να απευθυνθώ στην Ένωση Απόστρατων Αξιωματικών. Πήγα στα γραφεία, στη Χαριλάου Τρικούπη, και σε πρώτη φάση δεν κατάφερα να εντοπίσω κάτι ουσιαστικό. Οφείλω να υπογραμμίσω ότι ήταν όλοι τους πολύ βοηθητικοί.
Τελικά, ύστερα από κάμποσες επισκέψεις, όταν ετοιμαζόμουν να φύγω, στάθηκα λίγο πίσω και ζήτησα από την γραμματέα να αναζητήσουμε ακόμα μια φορά ονόματα στον υπολογιστή.
Είχε βαρεθεί πια και μου είπε “...τι θέλετε;... ψάξαμε, ορίστε... δεν υπάρχει κανένας...”. Άρχισε να παραθέτει μηχανικά κάποια ονόματα μέσα από το στόμα της, όπως τα έβλεπε στη οθόνη του υπολογιστή και κάποια στιγμή ανέφερε τον Σκαλούμπακα.
Αν μπορούσα να δω τον εαυτό μου θα πρέπει να ήμουν σαν κάποιες φιγούρες από παιδικά comics όπου τα μάτια πετάγονται έξω με ελατήρια.
“...Σκαλούμπακας είπατε;...”
Γνώριζα τα πάντα γι αυτόν. Ο διαβόητος διοικητής του Τρίτου Τάγματος Μακρονήσου. Με τη φήμη του πιο σκληρού πολέμιου των κομμουνιστών. Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι δεν θα βρισκόταν πια στη ζωή.
Όμως ζούσε. Και έμενε στη Λάρισα.
Δεν τολμούσα να του τηλεφωνήσω απευθείας. Φοβόμουν μια ξερή άρνηση.
Παρακάλεσα τον πρόεδρο της Ένωσης να του τηλεφωνήσει επί τόπου.
Να του εξηγήσει τι ήταν αυτό που έκανα και να δεχθεί να μου μιλήσει, έστω, για δυο λεπτά.
Του τηλεφώνησε. Από την άλλη άκρη της γραμμής άκουγα τη φωνή του φοβερού και τρομερού Σκαλούμπακα. Που ήταν κοντά στα ενενήντα του πλέον.
Ζήτησε να μου μιλήσει. Ξεροκατάπια και ξεκίνησα να του μιλώ σαν να συνδιαλεγόμουν με την Ιστορία...
Ήταν ευγενικός αλλά και αυστηρός. Του εξήγησα ότι κάνω μια ταινία για τη Μακρόνησο και θα ήθελα πάρα πολύ τη συμμετοχή του. Μου είπε ότι όλα αυτά, βιβλία, ταινίες, γίνονται “...για να βγουν λάδι οι συμμορίτες...”. Και ότι δεν θέλει να συμμετάσχει. Τότε του είπα με κάθε ειλικρίνεια το αυτονόητο. Ότι αν δεν συμμετάσχει θα διαιωνιστεί αυτό ακριβώς που απεχθάνεται. Μια ιστορική καταγραφή της Μακρονήσου χωρίς τη συμμετοχή της δικής του πλευράς. Αυτό τον άλλαξε αμέσως. Δέχτηκε, υπό τον όρο να μην βρεθεί στον ίδιο χώρο με “Συμμορίτες” κατά τη διάρκεια της κινηματογράφησης. Με ρώτησε επίσης αν είμαι κομμουνιστής. Και του είπα ειλικρινά ότι δεν είμαι ούτε κομμουνιστής αλλά ούτε και δεξιός. Και ότι θα τον σεβαστώ απολύτως χωρίς να τον παραποιήσω μέσα από ψεύτικο μοντάζ. Ικανοποιήθηκε και μου ζήτησε να πάμε για το πρώτο γύρισμα στη Λάρισα, ύστερα από δυο μέρες.
Πήγαμε μαζί με την Εύη και την Αγγελική. Μας υποδέχτηκε θερμά θα μπορούσα να πω. Παρά το ότι εκείνη την περίοδο είχα μια μακριά χαίτη δεμένη με λάστιχο και φοβόμουν ότι αυτό θα λειτουργούσε αρνητικά σε έναν αυστηρό πρώην στρατιωτικό, έδειξε να με συμπαθεί από την πρώτη στιγμή.
Ξεκινήσαμε το γύρισμα αμέσως. Από την ταραχή και το άγχος, παρά το ότι τον κινηματογραφούσαμε με τρεις (!!!) κάμερες, το γύρισμα δεν ήταν καλό από τεχνικής άποψης. Κουνημένα, φλου, άσχημα κάδρα (καθώς ξεκινήσαμε από το άγχος την κινηματογράφηση χωρίς καν να δούμε το χώρο και τη θέση της κάμερας) κ.λ.π.
Οικοδομήθηκε όμως μια εμπιστοσύνη.
Ακολούθησε και δεύτερο γύρισμα, ύστερα από λίγο καιρό, όπου ο Σκαλούμπακας κάθισε μπροστά από μια τηλεόραση και έβλεπε αρχειακά υλικά από τη Μακρόνησο καθώς και όσα έλεγαν οι αριστεροί. Εμείς κινηματογραφούσαμε τις αντιδράσεις του. Σωστά αυτή τη φορά. Δεν είχα πλέον άγχος ότι θα πετάξει το μικρόφωνο και θα μας διώξει.
Το γύρισμα ήταν εξαιρετικό.
Παράλληλα συνεχίζαμε και τα άλλα γυρίσματα. Με τους υπόλοιπους. Και ταξιδεύαμε στη Μακρόνησο συνεχώς.
Ένα από αυτά ήταν όταν κινηματογραφήσαμε μια εξαιρετική ιστορία που αφορούσε στους μοναδικούς μόνιμους κατοίκους του νησιού. Η ηλικιωμένη πλέον μητέρα, η Νικολέτα, τότε 17 ετών, είχε παντρευτεί έναν εξόριστο. Όταν εκείνος ολοκλήρωσε την κράτησή του στο νησί, η Νικολέτα του ζήτησε να παραμείνει και να ζήσουν στη Μακρόνησο. Εκείνος, δέχτηκε με βαριά καρδιά. Έκαναν και ένα παιδί. Όμως ύστερα από δυο χρόνια έφυγε και δεν ξαναγύρισε παρά μόνο σαράντα χρόνια αργότερα για να παραστεί στη βάφτιση του εγγονού του. Μητέρα και γιος, δεξιάς ιδεολογικής τοποθέτησης και οι δυο, μπλεγμένοι και μπερδεμένοι στα δίχτυα ενός πλέγματος που ένωσε άρρηκτα τις ζωές τους με την Ιστορία, σχολιάζουν, περνούν από τη μια ψυχική και ιδεολογική κατάσταση στη άλλη και θυμούνται. Σε μιαν ιδιαίτερα πρωτότυπη και παράδοξη θα έλεγα αφήγηση.
Ένα άλλο σημαντικό γύρισμα ήταν εκείνο όπου ο Τάσος και ο Ηλίας, ο καθένας στο σπίτι του, βλέπουν στην τηλεόραση τα όσα λέει ο Σκαλούμπακας και σχολιάζουν. Συνδεόμενο στο μοντάζ με το αντίστοιχο γύρισμα όπου ο Σκαλούμπακας σχολίαζε τους άλλους δυο, έδωσε μια εξαιρετική “συνομιλία”. Αυτό που είχα εξαρχής στο μυαλό μου δεν έγινε στη Μακρόνησο αλλά μέσω τηλεοράσεων. Και ήταν αποκαλυπτικό. Και συγκινητικό.
Αποφύγαμε να σταθούμε στην ταινία σε ορισμένα πασίγνωστα, σχεδόν μυθικά περιστατικά. Ο λόγος είχε να κάνει με την αδυναμία εξακρίβωσης της αλήθειας.
Στη Μακρόνησο ο τρόμος ήταν διάχυτος προτού καν βρεθεί κάποιος εκεί. Προηγούνταν. Η γνωστή ιστορία με τη γάτα αποτελεί ένα από αυτά.
Πολλές φορές ακούσαμε για αφηγήσεις σύμφωνα με τις οποίες έβαζαν έναν κρατούμενο σε ένα τσουβάλι με μια γάτα και το έριχναν στο νερό. Η γάτα αφηνίαζε και ξέσκιζε το πρόσωπο του κρατούμενου. Ήταν πολλοί αυτοί που το αφηγήθηκαν στην κάμερα αλλά ούτε ένας δεν το είχε δει με τα μάτια του.
Επίσης η ιστορία του Τατάκη, απολύτως αληθινή και τεκμηριωμένη, όπου τον έστησαν επί 33 μέρες σε ένα στύλο μέχρι να υπογράψει δήλωση μετανοίας. Έβαλαν μάλιστα στοίχημα μαζί του ότι θα λυγίσει και θα υπογράψει. Αυτός κέρδισε το στοίχημα με το θάνατό του. Περιστατικό αληθινό που όμως ήταν τόσο σπουδαίο, τόσο πολύ σημαντικό και ενδεικτικό ενός μεγάλου ήρωα, ώστε δεν χώραγε ως μια απλή αναφορά στη ταινία όταν δεν είχαν υπάρξει εμπλεκόμενοι ή αυτόπτες μάρτυρες για να το υποστηρίξουν.
Στην περίπτωση της μεγάλης σφαγής, τέλη Φεβρουαρίου του 1948, υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας ο Λάζαρος Κυρίτσης. Και γι αυτόν ακριβώς το λόγο συμμετείχε στη ταινία (χωρίς να περιλαμβάνεται στους τρεις βασικούς) όντας ένας από τους επικουρικούς αλλά πολύ σημαντικούς πρώην εξόριστους που κατέθεσαν τη μαρτυρία τους.
Το ύφος των γυρισμάτων καθορίστηκε, όπως προανέφερα, από την αδυναμία μου να χειριστώ επαρκώς την κάμερα και τα φώτα εκείνη την περίοδο. Αυτό, όμως, αμέσως υιοθετήθηκε ως στιλ της ταινίας και παρά την παρουσία, από ένα σημείο κι έπειτα του Κλαούντιο και της Αγγελικής στην κάμερα, παρέμεινε. Σήμερα στενοχωριέμαι πολύ βλέποντας αυτή την άτσαλη και αφώτιστη εικόνα. Σήμερα θα το έκανα εκατό φορές καλύτερο. Άρτιο. Παρ' όλα αυτά, ο άτσαλος εκείνος τρόπος έδωσε τη δυνατότητα ευέλικτων γυρισμάτων, χωρίς φωτιστικά σώματα, συνεργείο και όλα εκείνα που θα λειτουργούσαν αποτρεπτικά σε μια ταινία που καλούσε αυτούς που κινηματογραφούνταν, να ανοίξουν την καρδιά, την ψυχή και να ψηλαφήσουν τα τραύματά τους.
Στο αυτονόητο δίλημμα ανάμεσα σε μια προσωπική γραφή και σε κάτι πιο ακαδημαϊκό, αυτό που τελικά επικράτησε ήταν ένα μικτό ύφος με στοιχεία από ντοκιμαντέρ παρατήρησης, άγαρμπο ύφος που παρέπεμπε στο verite, εξομολογητικές μαρτυρίες και μια αφήγηση που ακουγόταν σαν να έρχεται από τα βάθη της Ιστορίας.
Βασικός γνώμονας, όμως, ήταν η ανάγκη να επικοινωνήσει η ταινία με τους έλληνες θεατές. Να αναμετρηθεί με τους θεατές όλων των ηλικιών μιλώντας με μετριοπάθεια για ένα θέμα που μας αφορά όλους.
Θα μπορούσε να είχε γίνει μια ταινία με υψηλές προσδοκίες στο ύφος και στο καλλιτεχνικό της προφίλ. Χωρίς προφορικές μαρτυρίες που παραπέμπουν σε μια πιο τηλεοπτική γραφή. Με έμφαση σε μια ποιητική διάσταση της Μακρονήσου. Και να είχε ταξιδέψει και βραβευτεί σε μεγάλα διεθνή φεστιβάλ.
Δεν ήταν όμως αυτός ο στόχος. Η ταινία αυτή απευθυνόταν πρωτίστως στους εντός Ελλάδας. Και υιοθετήθηκε, απολύτως συνειδητά, ένα ύφος που θα μπορούσε, μέσα από τη λιτότητα και τους χαμηλούς τόνους, να απευθυνθεί με τρόπο αποκαλυπτικό στο ελληνικό κοινό.
Ανάμεσα στα γυρίσματα ξεχωριστή θέση κατέχει εκείνο όπου πήγαμε για μια και μοναδική φορά στη Μακρόνησο με τους τρεις βασικούς ήρωες της ταινίας. Την Αλέκα, τον Ηλία και τον Τάσο. Είχαμε αποφασίσει να τους αφήσουμε να κάνουν ότι θέλουν. Χωρίς ερωτήσεις. Εμείς κινηματογραφούσαμε με μια κάμερα ο καθένας. Εγώ είχα αναλάβει την Αλέκα. Ο Κλαούντιο τον Ηλία. Και η Αγγελική τον Τάσο. Η Εύη είχε τον γιο της Νικολέτας που μας συνόδευε.
Ήταν τόσο συγκινητικό εκείνο το γύρισμα! Τόσο αυτό που χρησιμοποιήθηκε όσο και εκείνο που έμεινε εκτός.
Και αποτέλεσε (τελικά) το φινάλε της ταινίας. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τους τρεις ηλικιωμένους πρώην εξόριστους που πήγαν και κάθισαν σε ένα πεζούλι και ξεκίνησαν να τραγουδάνε. Ξεκίνησαν από ένα άλλο τραγούδι και αμέσως και οι τρεις, ασυναίσθητα, συντονίστηκαν στο “Που να' ναι ο Γιώργος που αγαπούσες μια φορά” που τραγουδούσαν οι εξόριστοι όταν τους μετέφεραν, τότε, στη Μακρόνησο χωρίς να γνωρίζουν αν θα γυρίσουν ποτέ ζωντανοί.
Όταν ξεκίνησε το μοντάζ είχαμε να αντιμετωπίσουμε έναν τεράστιο όγκο υλικού. Πάνω από 250 ώρες!!!
Εξαρχής έγινε φανερό ότι θα επικεντρωνόμασταν στα πρόσωπα που αναφέρθηκαν παραπάνω. Με βαριά καρδιά αποφασίσαμε ότι μαρτυρίες πολύ σημαντικές, όπως του Κώστα Δεσποτόπουλου, του Νίκου Κούνδουρου, του Βαγγέλη Γκούφα, του Χρήστου Πασαλάρη, του Αλέξανδρου Αργυρίου και πάρα πολλών ακόμα επώνυμων και ανώνυμων, θα έμεναν έξω.
Σύντομα επίσης κατάλαβα ότι το υλικό του Σκαλούμπακα δεν ήταν ακόμα επαρκές. Χρειαζόταν κάτι πολύ πιο βαθύ.
Έτσι αποφάσισα να τον επισκεφτώ για ακόμα μια φορά στη Λάρισα.
Πήγαμε μαζί με τον Φάνη Καραγιώργο και τον κινηματογραφήσαμε, με δυο κάμερες, το Νοέμβριο του 2007.
Προέκυψε ένα σπουδαίο υλικό. Αποφασίσαμε, με την Εύη, ότι αυτό θα αποτελούσε τη βάση του Σκαλούμπακα και ότι το πρώτο γύρισμα θα το αξιοποιούσαμε επικουρικά και βλέποντάς το μόνο στη σκηνή με τις τηλεοπτικές συνομιλίες (εκεί όπου δείχναμε το υλικό στον Τάσο και στον Ηλία) ώστε τα τεχνικά προβλήματα να μην επηρεάζουν το συνολικό αποτέλεσμα.
Στο μοντάζ αναδύθηκε ένα πρόβλημα που θα έπρεπε να έχουμε, ίσως, προβλέψει.
Δεν είναι δυνατό να αποφασίζουν δυο σκηνοθέτες.
Υπάρχει κομφούζιο.
Ως συνέπεια, η πρώτη εκδοχή της ταινίας που παρουσιάσαμε στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης, Μάρτιο του 2008, είχε πολλές και εμφανείς αδυναμίες.
Όταν επιστρέψαμε, πρότεινα στην Εύη να επεξεργαστώ από την αρχή όλο το υλικό της ταινίας, μόνος εγώ, μαζί με τον Πάνο Βουτσαρά που έκανε το μοντάζ, ώστε να υπάρχει μια ενιαία γραμμή. Άλλωστε ήμουν ο πιο άμεσα εμπλεκόμενος στη ταινία, ήδη από πολλά χρόνια πριν.
Και συμφωνήσαμε ότι κάθε βράδυ θα την ενημερώνω για την εξέλιξη του μοντάζ ώστε να συζητάμε οτιδήποτε.
Όπως και έγινε. Χωρίς πίεση χρόνου, ξανακοίταξα όλο το υλικό.
Και αξιοποιήθηκαν κομμάτια που είχαν χαθεί την πρώτη φορά μέσα στην πίεση χρόνου και στον τεράστιο όγκο υλικού.
Η ταινία στην καινούρια μορφή της έφτασε να έχει κατά 70% διαφορετικό υλικό σε σχέση με την εκδοχή που προβλήθηκε το Μάρτιο στη Θεσσαλονίκη.
Με εντελώς διαφορετικό μοντάζ. Και αυτό που τελικά ήταν το φινάλε της ταινίας, όπως το είχα περιγράψει παραπάνω, με το τραγούδι, τώρα βρήκε τη θέση του.
Καθώς στην πρώτη εκδοχή το είχαμε τοποθετήσει κάπου στη μέση της ταινίας.
Επιπροσθέτως έγινε καινούρια επιλογή από τις επιστολές του πρώην εξόριστου και μετέπειτα γιατρού Γιαννόπουλου, που αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά της ταινίας και τις εκφώνησε με μοναδικό στιλ και εσωτερικότητα ο φίλος μου Αλέξανδρος Βούλγαρης, ο γνωστός ως The Boy.
Προέκυψε μια εντελώς καινούρια ταινία.
Το Νοέμβριο του 2008 συμμετείχαμε στο μεγάλο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης όπου διαγωνίζονταν τόσο οι ταινίες μυθοπλασίας όσο και τα ντοκιμαντέρ.
Ήδη από την πρώτη προβολή φάνηκε ότι η ταινία άρεσε πάρα πολύ. Και συγκίνησε ακόμα περισσότερο.
Από τη πρώτη στιγμή, μάλιστα, τέθηκε στην πρώτη θέση στην ψηφοφορία για το βραβείο κοινού. Εγώ δεν πίστευα καθόλου στην προοπτική μιας τέτοιας επιτυχίας καθώς η ταινία συναγωνιζόταν μαζί με όλες τις ταινίες μυθοπλασίας εκείνης της χρονιάς. Παραδοσιακά πάντα μια ταινία μυθοπλασίας έπαιρνε το βραβείο.
Εμείς δεν είχαμε ούτε κύκλο να μας υποστηρίξει, ούτε ντόπιους στη Θεσσαλονίκη.
Κατά συνέπεια δεν ψηφίσαμε ούτε εμείς οι ίδιοι ώστε να ενισχύσουμε την ταινία. Τόσο σίγουροι ήμασταν ότι δεν θα είχαμε τύχη.
Η δεύτερη προβολή, όμως, πήγε ακόμα καλύτερα. Η ταινία συζητιόταν πάρα πολύ πλέον.
Και παρέμενε πάντα πρώτη στην ψηφοφορία. Κάτι που συνεχίστηκε μέχρι τέλους και πήρε το Βραβείο κοινού το οποίο δόθηκε για πρώτη και μοναδική φορά σε ταινία ντοκιμαντέρ.
Είμαι πολύ χαρούμενος για το συγκεκριμένο βραβείο. Γιατί ήρθε χωρίς να έχουμε κάνει, έστω και στο ελάχιστο, κινητοποίηση και χωρίς να έχουμε από πίσω μας κάποιον ισχυρό παραγωγό, χρηματοδότη ή εταιρεία διανομής.
Γιατί η ταινία δεν “φώναζε” και επιχείρησε να διαπραγματευτεί ένα εξαιρετικά καυτό θέμα, παρουσιάζοντας ψύχραιμα όλες τις πλευρές.
Κατά συνέπεια δεν υπήρχε κάτι αβανταδόρικο στην όλη προσέγγιση που θα συντελούσε στη μαζική ανταπόκριση του κόσμου.
Εφόσον τελικά ήρθε το Βραβείο κοινού, ύστερα από τις παραπάνω διαπιστώσεις, φαίνεται ότι η ταινία επικοινώνησε ουσιαστικά με τους θεατές. Κάτι που έμελλε να αποδειχτεί όταν θα ερχόταν και η στιγμή της κινηματογραφικής της διανομής.
Την άνοιξη του 2009 η ταινία κυκλοφόρησε στις αίθουσες και είχε μεγάλη επιτυχία.
Παρά το ότι ξεκίνησε να προβάλλεται σε μια εποχή όχι ιδανική, καθώς πλησίαζε το Πάσχα, ο κόσμος ήρθε μαζικά και το ακόμα πιο σημαντικό ήταν ότι η ταινία δημιουργούσε έναν πολύ ζωντανό διάλογο με τους θεατές την ώρα της προβολής. Η συναισθηματική εμπλοκή των θεατών ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα.
Ασφαλώς μέτρησε πάρα πολύ η παρουσία του Παναγιώτη Σκαλούμπακα. Ήταν μια παρουσία αναπάντεχη και ιδιαίτερη, καθώς για πρώτη φορά εκτέθηκε στον κινηματογραφικό φακό ένα τέτοιο πρόσωπο.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ ένα τηλεφώνημα που δέχτηκα όταν η ταινία προβαλλόταν ήδη ένα μήνα. Ήταν ο Λάκης Καραλής. Ο άνθρωπος που μέσα από την παράσταση που είχε ανεβάσει δώδεκα χρόνια νωρίτερα στη Μακρόνησο, μου είχε δώσει τη δυνατότητα να βρεθώ για πρώτη φορά στο χώρο και να αποφασίσω την πραγματοποίηση της ταινίας.
Γνώριζα ότι ο Λάκης ήταν βαριά άρρωστος, με καρκίνο και νοσηλευόταν στον Ευαγγελισμό για θεραπείες. Μου τηλεφώνησε ένα βράδυ και ακουγόταν ενθουσιασμένος. Είχε πάει σκαστός από το νοσοκομείο και παρακολούθησε την ταινία. Ήταν πολύ συγκινημένος. Ήταν και ο ίδιος θύμα της βαρβαρότητας στα χρόνια της χούντας. Συγκινήθηκα πολύ από όσα μου είπε. Ήταν η τελευταία μας συνομιλία. Ένα μήνα αργότερα πέθανε.
Η ταινία επρόκειτο να παραμείνει στις κεντρικές αίθουσες και ειδικά στον κινηματογράφο Έλλη, για δυο εβδομάδες. Λόγω μεγάλης προσέλευσης δόθηκε ακόμα μια εβδομάδα. Και τότε, αναγκαστικά, λόγω έντονης πίεσης από μια εταιρία διανομής που συνεργαζόταν με την Έλλη, κατέβηκε και μεταφέρθηκε σε πιο περιφερειακές αίθουσες.
Θυμάμαι ότι και οι ιδιοκτήτες του κινηματογράφου ήθελαν να συνεχίσουν την προβολή, καθώς η αίθουσα γέμιζε κάθε βράδυ, αλλά με βαριά καρδιά την κατέβασαν.
Αν δεν υπήρχε η πίεση της εταιρία διανομής, είναι βέβαιο ότι η ταινία θα είχε πραγματοποιήσει πολύ μεγάλο αριθμό εισιτηρίων.
Θυμάμαι, επίσης και την επίσημη πρεμιέρα της ταινίας. Ήταν μια πολύ λαμπερή και φορτισμένη βραδιά.
Είχε παρευρεθεί και ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Κάρολος Παπούλιας, καθώς και ένας μεγάλος αριθμός επωνύμων από το χώρο της πολιτικής, του Τύπου και της τέχνης.
Ήταν εκεί ο Λεωνίδας Κύρκος (συμμετείχε άλλωστε στην ταινία), ο Μανώλης Γλέζος και πολλοί άλλοι, αλλά δεν υπήρξε εκπρόσωπος του ΚΚΕ. Παρά το ότι τους είχαμε καλέσει.
Ήταν φυσικά παρόντες οι πρωταγωνιστές της ταινίας. Ο Ηλίας Στάβερης, ο Τάσος Ζωγράφος, ο Λάζαρος Κυρίτσης, ο Γιώργος Φαρσακίδης. Η Αλέκα Παΐζη είχε πεθάνει λίγο νωρίτερα.
Ο Παναγιώτης Σκαλούμπακας, φυσικά, δεν ήταν παρών.
Θυμάμαι πολλούς θεατές, επώνυμους και μη, στην πρεμιέρα, να πλησιάζουν τους ήρωες της ταινίας και να τους αγκαλιάζουν. Να τους ακουμπάνε. Θυμάμαι την Αμαλία Μουτούση να αγγίζει τον Ηλία Στάβερη σαν να ήθελε να διαπιστώσει αν ήταν αληθινός.
Οι κριτικές για την ταινία ήταν από πολύ θετικές μέχρι αποθεωτικές. Με εξαίρεση του Ριζοσπάστη και κάποιων ακροδεξιών εντύπων.
Και νομίζω ότι αυτό αποτελεί μια ένδειξη ότι η ταινία πέτυχε το στόχο της να κινηθεί με ψυχραιμία, μετριοπάθεια, λιτότητα και ελεύθερο πνεύμα σε μια θεματική περιοχή που κυριολεκτικά έκαιγε.
Στην ιστορία της Μακρονήσου συμπυκνώνεται, νομίζω, όλο το δράμα της νεότερης Ελλάδας αλλά και ακόμα ευρύτερα, η ανθρώπινη συνθήκη στην αρχετυπική της μορφή.
Σε ένα στενό και ξερό κομμάτι γης, τόσο κοντά και τόσο μακριά από την Αθήνα και τον πολιτισμό, συγκρούσθηκαν ανελέητα αυτοί που θέλησαν να επιβάλλουν την “τάξη” με εκείνους που θέλησαν να παλέψουν μέχρι θανάτου για την ουτοπία τους.
Για μένα αυτό είναι το διακύβευμα στη Μακρόνησο. Έτσι είδα την ταινία. Προσωπικά, καθόλου δεν θα επιθυμούσα να είχε αποτελέσει η Ελλάδα, σε περίπτωση που κέρδιζε ο Δημοκρατικός Στρατός τον Εμφύλιο, μέρος του Υπαρκτού Σοσιαλισμού. Θα ήταν εφιαλτικό. Κατά συνέπεια δεν θα μπορούσα ποτέ να ταυτιστώ με την επιθυμία που διέτρεχε εκείνα τα χρόνια, την Αλέκα, τον Ηλία και τον Τάσο.
Όμως, επειδή τους έζησα από κοντά για πάρα πολύ καιρό, επειδή τους ένιωσα, γνωρίζω ότι ήταν απολύτως έντιμοι άνθρωποι. Καθαροί. Δεν μπορώ να γνωρίζω με ποιο τρόπο θα είχαν λειτουργήσει σε συνθήκες Υπαρκτού Σοσιαλισμού. Αν θα είχαν γίνει μέρος του παιχνιδιού ή θα είχαν αντιδράσει.
Τότε, όμως, αποφάσισαν να δώσουν τη ζωή τους και το είναι τους για να έχουν μια ευκαιρία να αντικρίσουν έναν πιο δίκαιο κόσμο. Ανεξάρτητα αν αυτό ήταν ουτοπικό.
Το επιχείρησαν στην πράξη με τίμημα εκείνους τους ίδιους. Τις ζωές τους. Και αυτό τους καθιστά ποιητικές μορφές. Οι άλλοι, οι δεσμοφύλακες, ακόμα και αν στην πράξη πρέσβευαν μια πολύ πιο ορθολογική θεώρηση για το μέλλον της χώρας, την παραμονή στον Δυτικό κόσμο, που με βρίσκει απολύτως σύμφωνο, το επιχείρησαν με μεθόδους βάναυσες, εγκληματικές και βαθιά αντιδημοκρατικές. Και η Δύση, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη Δημοκρατία.
Συνεπώς η ταινία επιχείρησε να δείξει όχι τόσο τα γεγονότα όσο τα πρόσωπα. Η προσέγγιση είναι περισσότερο υπαρξιακή παρά ιδεολογική. Άλλωστε πιστεύω ότι η υπαρξιακή προσέγγιση δύναται να οδηγήσει στην ιδεολογική ή καλύτερα στην πολιτική ανάδειξη του θέματος Όχι όμως το αντίστροφο. Αυτή η ανθρωπογεωγραφία που περιλαμβάνει από τη μια τους αριστερούς και από την άλλη τον Σκαλούμπακα, ανάγεται σε ένα είδος συλλογικού ψυχογραφήματος, με εκατέρωθεν αρχετυπικές μορφές, που μας αφορά όλους. Διότι μας εμπεριέχει όλους.
Είμαι ευτυχής που έκανα την ταινία για τη Μακρόνησο.
Και είναι μεγάλη τιμή που με εμπιστεύτηκαν τόσο οι αριστεροί συμμετέχοντες όσο και ο Σκαλούμπακας.
Όλοι γνώριζαν ότι βρίσκονταν πολύ κοντά στο φυσικό τους τέλος και με πλήρη συνείδηση συνέπραξαν ώστε να γραφτεί η ψυχική, πολιτική και ηθική τους διαθήκη.