Ο Ανδρέας Εμπειρίκος παρουσιάζεται μέσα από τα κινηματογραφικά φιλμ και τις φωτογραφίες που τραβούσε εμμονικά στα χρόνια μεταξύ 1951 και 1974.
Τον Λεωνίδα Εμπειρίκο, γιο του ποιητή, τον γνώρισα με αφορμή το “Παρασκήνιο” για την Χριστίνα Τσίγκου, όπως συνέβη και με την Μαρίνα Καραγάτση. Η Μαρίνα μου είχε πει ότι ο Λεωνίδας είχε στην κατοχή του ένα ηχογραφημένο απόσπασμα από την Χριστίνα Τσίγκου το οποίο είχε καταγράψει ο πατέρας του. Τελικά το ηχητικό ντοκουμέντο δεν βρέθηκε. Ήρθαμε όμως πολύ κοντά με τον Λεωνίδα.
Γνωρίζοντάς τον, κυριολεκτικά γοητεύτηκα. Με ψυχή παιδιού, εξαιρετικά μορφωμένος, με πολύ ιδιαίτερο χιούμορ και ευγενής όπως ακριβώς λένε ότι ήταν και ο πατέρας του.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος εκτός από σπουδαίος ποιητής και ψυχαναλυτής, υπήρξε και ένας ξεχωριστός φωτογράφος, ενώ συνήθιζε να κινηματογραφεί τους φίλους και την οικογένειά του πρώτα με κάμερα 16mm και στη συνέχεια με κάμερα super8mm.
Οι ταινίες αυτές καλύπτουν μια εικοσαετία, μεταξύ 1951 - 1972 και απεικονίζουν οικογενειακές στιγμές και συνευρέσεις με φίλους, ανάμεσα στους οποίους τα μεγαλύτερα ονόματα της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής της Ελλάδας. Γιάννης Τσαρούχης, Οδυσσέας Ελύτης, Νάνος Βαλαωρίτης, Γιώργος Μαυροϊδης, Άρης Κωνσταντινίδης μέχρι και η Μαρία Βοναπάρτη. Όλα αυτά μέσα από καθημερινές εικόνες, στις περισσότερες από τις οποίες πρωταγωνιστεί ο ίδιος ο Λεωνίδας, τον οποίο ο πατέρας του κινηματογραφούσε με εμμονή. Οι φωτογραφίες του, πάνω από 40.000, είναι πορτραίτα και στιγμιότυπα από κάθε γωνιά της Ελλάδας, κυρίως ανώνυμων αλλά και κάποιων επώνυμων φίλων του, αποτελούν αληθινά αριστουργήματα και ο μόνος λόγος που ο Εμπειρίκος δεν πήρε την κορυφαία θέση που του άξιζε ως φωτογράφος, οφείλεται στο ότι υπήρξε ακόμα σπουδαιότερος ως ποιητής. Ιδιότητα που υπερκάλυψε όλες τις άλλες.
Εάν στα παραπάνω προσθέσουμε τις πάμπολλες ερασιτεχνικές ηχογραφήσεις που έκανε ο Εμπειρίκος καταγράφοντας τους φίλους του, στις πολύωρες συνεστιάσεις που έκαναν στο σπίτι του, τότε προκύπτει ένας τεράστιος όγκος ανεκτίμητου υλικού.
Σκέφθηκα ότι μια ταινία για τον Εμπειρίκο που δεν θα στηριζόταν σε αναλυτές του ποιητικού του έργου αλλά θα οριζόταν από τις εικόνες που ο ίδιος είχε δημιουργήσει, θα μας πρόσφερε τη δυνατότητα μιας άλλης οπτικής γωνίας του καλλιτεχνικού και πνευματικού του ιδιώματος.
Και αν όλο αυτό σχολιαζόταν από τον Λεωνίδα, που αποτελούσε όχι μόνο τον αγαπημένο του γιο αλλά και ένα βαθύ γνώστη του έργου του, καθώς και τον βασικό πρωταγωνιστή των ταινιών, τότε θα μπορούσε να προκύψει κάτι πολύ ιδιαίτερο.
Και αυτό ακριβώς συνέβη. Ο Λεωνίδας, σαν να συνομιλούσε διαρκώς με τον πατέρα του, απέδωσε με εξαίσιο χιούμορ και ανεπιτήδευτη απλότητα τον κόσμο του ποιητή, τη σχέση τους αλλά και τη σκιαγραφία μιας αστικής Ελληνικής πραγματικότητας των δεκαετιών πενήντα, εξήντα και εβδομήντα.
Τα γυρίσματα στην Άνδρο τα πραγματοποίησα μόνος, με την κάμερά μου. Μπορώ να πω ότι πλέον είχα βελτιώσει αρκετά τον τρόπο που κινηματογραφούσα...
Ήταν το ίδιο ταξίδι για το αντίστοιχο “Παρασκήνιο” του Καραγάτση. Παρέμεινα στην Άνδρο επί μια εβδομάδα φιλοξενούμενος στο σπίτι της Μαρίνας. Το πρωί κινηματογραφούσα τον Λεωνίδα, σε διάφορα σημεία του νησιού και το απόγευμα την Μαρίνα. Ή το αντίστροφο. Και τα βράδια τρώγαμε όλοι μαζί. Άλλωστε η Μαρίνα και ο Λεωνίδας, παρά τη διαφορά της ηλικίας τους, ενώνονται με δεσμά πολύ πιο ισχυρά από αυτά μιας απλής φιλίας. Κουβαλούν τους σπουδαίους πατεράδες τους, το κοινό τους παρελθόν και τις μνήμες που τους ενώνουν και αισθάνονται ως αδέλφια. Παρότι μοναχοπαίδια και οι δυο.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη την εβδομάδα στην Άνδρο το καλοκαίρι του 2008. Ήταν από τις πιο όμορφες και γεμάτες εβδομάδες της ζωής μου.
Οκτώ χρόνια αργότερα, Ιούλιο του 2016, οργανώθηκε μια κοινή προβολή των δυο ταινιών στην κινηματογραφική λέσχη της Άνδρου.
Ήταν παρόντες η Μαρίνα και ο Λεωνίδας. Ο μικρός θερινός κινηματογράφος γέμισε. Ήταν μια υπέροχη βραδιά, σε οικογενειακό κλίμα, με την Μαρίνα και τον Λεωνίδα να συνομιλούν επί πολλή ώρα με τους θεατές. Ήταν και ο Παντελής Βούλγαρης παρών.
Και οι δυο αυτές ταινίες ανήκουν στις αγαπημένες μου. Και λόγω της στενής σχέσης που αναπτύξαμε με την Μαρίνα και τον Λεωνίδα στα χρόνια που ακολούθησαν. Και γιατί μέσα από αυτές ήρθα σε επαφή με μια χαμένη, ολότελα φοβάμαι, διάσταση της αστικής Ελλάδας την οποία κρατώ μέσα μου με μεγάλη αγάπη.
Κυρίως, όμως, επειδή προέκυψαν δυο πορτραίτα όχι ακαδημαϊκά και συμβατικά.
Ο Καραγάτσης και ο Εμπειρίκος προσεγγίστηκαν υπό μια λοξή οπτική γωνία. Και μπόρεσα να διαπιστώσω, στην πράξη, ότι αυτός ο δρόμος, όταν στηρίζεται σε αυθεντικά υλικά, είναι πάντα ο καλύτερος.
Δεν θα έπρεπε να παραλείψω να αναφέρω ότι ειδικά η ταινία για τον Εμπειρίκο οφείλει σημαντικό μέρος από την ποιότητά της στην συνεργάτιδά μου στο μοντάζ Μυρτώ Λεκατσά. Έκανε εκπληκτική δουλειά. Και συνέπεσε αυτή η ταινία να είναι η τελευταία στην οποία συνεργαστήκαμε στο πλαίσιο του “Παρασκηνίου”.