Ο Γιώργος Λούκος ανέλαβε το Φεστιβάλ Αθηνών το καλοκαίρι του 2006, σε πλήρη παρακμή, και το εκτόξευσε σε ένα πολιτιστικό γεγονός διεθνούς εμβέλειας.
Η κάμερα του “Παρασκηνίου” τον παρακολούθησε επί ένα χρόνο, μεταξύ 2007 και 2008.
Σενάριο - Σκηνοθεσία:
Ηλίας Γιαννακάκης
Από τα πιο αγαπημένα μου “Παρασκήνια”. Γιατί έγινε για έναν άνθρωπο που εκτιμώ πάρα πολύ.
Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε τη διεύθυνση του Φεστιβάλ Αθηνών ο Γιώργος Λούκος, φάνηκε ότι έπνεε ένας ολότελα διαφορετικός άνεμος. Διαμορφώθηκε ένας καινούριος χώρος, η Πειραιώς 260, είδαμε στα μέρη μας τους αληθινά κορυφαίους καλλιτέχνες του κόσμου από το θέατρο και το χορό, δόθηκε επιτέλους η δυνατότητα στους πιο ενδιαφέροντες έλληνες δημιουργούς να εκφραστούν και φυσικά όλα αυτά συνάντησαν την πρωτοφανή ανταπόκριση του κοινού.
Ουσιαστικά το μεγαλύτερο κέρδος από τα χρόνια του Λούκου είναι ότι εκπαιδεύτηκε και διαμορφώθηκε ένα κοινό αλλά και οι νεότεροι καλλιτέχνες, ώστε να βλέπουν και να αισθάνονται το θέατρο, το χορό και τη μουσική έξω από αγκυλώσεις και ιδεολογικά βαρίδια που μας βασάνιζαν επί δεκαετίες.
Και αυτό είναι η πιο πολύτιμη παρακαταθήκη. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα βαρίδια εξαφανίστηκαν...
Συνάντησα τον Γιώργο Λούκο τον Δεκέμβριο του 2007 στο θέατρο του Λευτέρη Βογιατζή.
Του πρότεινα να τον ακολουθώ επί ένα χρόνο με τη κάμερα έτσι ώστε να καταγραφεί, εν τω γίγνεσθαι, όλος εκείνος ο καλλιτεχνικός και πνευματικός οργασμός που λάμβανε χώρα στο Φεστιβάλ. Και παράλληλα να δοθεί η δυνατότητα να γνωρίσουμε τον γνωστό - άγνωστο συμπατριώτη μας που είχε αναλάβει με τόσο αποτελεσματικό τρόπο τη διεύθυνσή του.
Δέχτηκε αμέσως και ξεκινήσαμε.
Τον κινηματογράφησα παντού. Στα γραφεία του Φεστιβάλ, στις πρόβες, στο Ηρώδειο, στην Επίδαυρο και φυσικά στην Πειραιώς 260. Αποκορύφωμα ήταν ότι τον ακολούθησα και στη Λιόν ώστε να τον κινηματογραφήσω εκεί όπου δεν τον είχαμε δει ποτέ. Στα μπαλέτα της Λιόν όπου είναι επί χρόνια καλλιτεχνικός διευθυντής.
Στα γυρίσματα της Λιόν ήρθε μαζί μου και βοήθησε πολύ η Michele Valley. Όχι μόνο λόγω της γλώσσας αλλά καθώς είναι η ίδια ηθοποιός λειτούργησε ως ένας ευαίσθητος δέκτης και τελικά αποτέλεσε μια πολύτιμη βοηθό στα δύσκολα και απαιτητικά γυρίσματα της Λιόν.
Στην ταινία έχει ενσωματωθεί σπάνιο και πολύτιμο υλικό από τη διαμόρφωση του χώρου της Πειραιώς 260. Υλικό που μου παραχώρησε ευγενικά η Άννα Βότση, που είχα πρωτοσυναντήσει ως γραμματέα στη Cinetic όταν είχα ξεκινήσει στο “Παρασκήνιο” και η οποία εργαζόταν πλέον στο Φεστιβάλ.
Το “Παρασκήνιο” για τον Γιώργο Λούκο αποτελεί ένα πολύτιμο ντοκουμέντο μιας πολύ σημαντικής δεκαετίας. Τα οφέλη από εκείνη τη δεκαετία ήδη τα έχουμε γευτεί και θα τα μνημονεύουμε ακόμα περισσότερο στα χρόνια που θα ακολουθήσουν.
Είναι ο άνθρωπος που έσπασε τα ταμπού και διαμόρφωσε ένα πολύ υψηλού επιπέδου κοινό. Το οποίο έμαθε, μέσα από όλους εκείνους τους αληθινά σπουδαίους καλλιτέχνες που ήρθαν στο φεστιβάλ αυτά τα δέκα χρόνια, να αναγνωρίζει την ουσία, να καλωσορίζει το καινούριο και να μην είναι δέσμιο μιας αναχρονιστικής και επικίνδυνης αντίληψης ότι αποτελεί τον θεματοφύλακα της παράδοσης. Όλοι θυμόμαστε τις ελεεινές αντιδράσεις του κοινού στην Επίδαυρο το 2008 και το 2009. Αυτές οι άρρωστες νοοτροπίες μας ταλαιπωρούσαν επί δεκαετίες και ξεπεράστηκαν μέσα από την ποικιλομορφία των καλλιτεχνών που έφερε ο Λούκος και διεύρυναν τους ορίζοντες του κοινού αλλά και των εγχώριων καλλιτεχνών. Δεν είναι τυχαίο ότι όλα εκείνα τα δέκα χρόνια γέμιζαν ασφυκτικά οι εκδηλώσεις του φεστιβάλ από κόσμο και καλλιτέχνες.
Ο τρόπος με τον οποίο έφυγε ο Γιώργος Λούκος από το Φεστιβάλ Αθηνών δεν μας τιμά ως χώρα. Ήταν άθλια η μεθόδευση. Γι αυτό και αντέδρασαν οι έλληνες καλλιτέχνες τόσο έντονα.
Είμαι ευτυχής που έκανα αυτή την ταινία για τον Λούκο και υπάρχει αυτό το τόσο σημαντικό ντοκουμέντο από την περίοδο εκείνη.
Και χαίρομαι πολύ που η ταινία εκείνη μου έδωσε τη δυνατότητα να είμαστε φίλοι με τον Γιώργο. Τον οποίο εκτιμώ βαθιά.
Ελευθεροτυπία