Η Χριστίνα Τσίγκου, πλάσμα ποιητικό και μη κατατάξιμο, ταυτίστηκε με το ρόλο της Γουίνι, στις “Ευτυχισμένες Μέρες” του Μπέκετ κι εκείνος την αναγνώρισε ως τη σημαντικότερη ερμηνεύτρια της ηρωίδας.
Εμφανίζονται:
Γκι Σονιέ, Μαρίνα Καραγάτση, Παντελής Βούλγαρης, Φιόνα Σο, Νίκος Στεφάνου, Χρήστος Τσάγκας, Κώστας Γεωργουσόπουλος, Ναταλία Μελά.
Κάμερα - Ήχος:
Ηλίας Γιαννακάκης - Φάνης Καραγιώργος
Σενάριο - Σκηνοθεσία:
Ηλίας Γιαννακάκης
Ποιος θυμάται, αλήθεια, την Χριστίνα Τσίγκου;
Νομίζω ελάχιστοι. Ασφαλώς την θυμούνται όσοι πρόλαβαν και την είδαν να ερμηνεύει καταπληκτικά τη Γουίνι στις “Ευτυχισμένες Μέρες” του Σάμιουελ Μπέκετ, σε δυο ανεβάσματα, με τελευταίο εκείνο του 1973, ελάχιστες μέρες πριν από τον ξαφνικό της θάνατο από άσθμα.
Σίγουρα την θυμούνται όσοι τυχεροί την γνώρισαν και βρίσκονται ακόμα στη ζωή.
Κάπως έτσι προέκυψε η ιδέα για μια ταινία πάνω στη λησμονημένη μούσα του Μπέκετ.
Η ιδέα ήρθε από τον Τάκη Χατζόπουλο που την είχε γνωρίσει και είχε φιλική σχέση μαζί της.
Αυτός μου το ανέθεσε. Και αμέσως έγινε δικό μου. Άλλωστε πρέπει να είναι κάποιος τελείως αναίσθητος για να μην κυριευτεί, ακόμα και 35 χρόνια μετά το θάνατό της, από την ιδιότυπη περσόνα της Χριστίνας Τσίγκου.
Πρώτη φορά είχα ακούσει γι αυτήν, χρόνια πριν, από τον Παντελή Βούλγαρη που ήταν στενός φίλος της.
Ο Τάκης Χατζόπουλος, ως παραγωγός και φίλος της Τσίγκου, έδωσε το πράσινο φως να πραγματοποιηθεί ένα ταξίδι στη Γαλλία. Ένα ταξίδι στο οποίο πρόσφερε τεράστια βοήθεια με την παρουσία της και τη μέριμνά της, η φίλη μου και τόσο ιδιαίτερη ηθοποιός Michele Valley.
Συνολικά τα γυρίσματα κράτησαν πέντε μήνες. Εκτός από εκείνα στο Παρίσι, όπου έκανε κάμερα ο Φάνης Καραγιώργος, τα υπόλοιπα τα έκανα εγώ. Ήταν και η πρώτη ταινία όπου συνεργαστήκαμε στο μοντάζ με την αγαπημένη μου φίλη Δώρα Μασκλαβάνου. Η οποία αν και πολύ σημαντική σκηνοθέτις, σεναριογράφος, τραγουδίστρια αλλά και διευθύντρια παραγωγής, αποδείχτηκε σπουδαία και στο μοντάζ. Στη συνέχει συνεργαστήκαμε σε πάρα πολλές ταινίες, με αποκορύφωμα τη “Χαρά”.
Δεν θα ξεχάσω το μοναδικό τρόπο με τον οποίο διάβασε η Αμαλία Μουτούση τις φλεγόμενες από συναίσθημα επιστολές της Τσίγκου.
Ένας τρόπος τόσο λιτός, τόσο αφαιρετικός και ουδέτερος αλλά και τόσο εύστοχος και ουσιαστικός.
Στο Παρίσι η Χριστίνα Τσίγκου είχε διαπρέψει, στο δικό της θέατρο, το οποίο έχασε βουτηγμένη στα χρέη και τον πυρετό από την “καταραμένη” σχέση της με τον ζωγράφο Θανάση Τσίγκο.
Δίπλα της έκαναν τα πρώτα τους βήματα μετέπειτα αστέρες όπως ο Ζαν Πολ Μπελμοντό και ο Μισέλ Πικολί.
Στο Παρίσι συνάντησα και τον περίφημο Γκι Σονιέ. Την είχε ανακαλύψει ως νεαρός, που έψαχνε να γνωρίσει σημαντικούς έλληνες, στα μέσα της δεκαετίας του πενήντα. Την ερωτεύθηκε αμέσως και δημιούργησαν, παρά τη διαφορά της ηλικίας τους, ερωτική σχέση για παραπάνω από δέκα χρόνια.
Κάποια στιγμή χώρισαν με άσχημο τρόπο και εκείνος παρέμεινε στην Ελλάδα για αρκετά χρόνια, διδάσκοντας Νεοελληνική λογοτεχνία.
Ήταν εντυπωσιακή η μαρτυρία του Σονιέ καθώς, αν και είχαν περάσει σχεδόν τριάντα πέντε χρόνια από το θάνατό της, εξακολουθούσε να είναι απολύτως καθορισμένος από εκείνη και το πνεύμα της.
Και μόνο το γεγονός ότι ο Μπέκετ την λάτρεψε και την ξεχώρισε ως την καλύτερη ερμηνεύτρια, επί σκηνής, του συγκεκριμένου έργου του, λέει πολλά.
Το “Παρασκήνιο” για την Χριστίνα Τσίγκου έχει μια ιδιαίτερη δύναμη που πηγάζει από εκείνη. Και εξακολουθεί να λειτουργεί, όποτε προβάλλεται, αποκαλυπτικά.
Για ένα πρόσωπο που εξακολουθεί να μας ξαφνιάζει και να μας καθηλώνει.
Ελευθεροτυπία
Καθημερινή_01
Καθημερινή_02