Δεν πιστεύω στη μεταφυσική. Ούτε στις αντίστοιχες συμπτώσεις. Υπάρχουν, όμως, κάποιες τέτοιες που με την εμμονή με την οποία εμφανίζονται και επανέρχονται δημιουργούν ένα αναπάντεχα ευχάριστο συναίσθημα.
Με μια μικρή πινελιά μοιραίου.
Ένα τέτοιο συναίσθημα με συνδέει με το “Happy Day”.
Τον Οκτώβριο του 1993 πήρα τηλέφωνο τον Παντελή Βούλγαρη και του ζήτησα, χωρίς να τον γνωρίζω καθόλου, να δουλέψω δίπλα του. Σε ότι έκανε τότε, στο γραφείο του. Στην οδό Αριστοτέλους 64.
Δέχτηκε με χαρά και ξεκινήσαμε. Το πρώτο που του είπα, την πρώτη κιόλας μέρα, ήταν ότι θα ήθελα κάποια στιγμή όταν θα ήταν χαλαρός, να μου μιλήσει για την εμπειρία του “Happy Day”.
“...Ασφαλώς...” μου είπε. “...Θα το κάνουμε τώρα, τις επόμενες μέρες..” συμπλήρωσε εμφανώς χαρούμενος που μου άρεσε τόσο πολύ η συγκεκριμένη ταινία του.
Εγώ είχα δει την ταινία στην τηλεόραση, μαζί με τον αδελφό μου, στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα, όταν η ΕΡΤ μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ έκανε άνοιγμα σε ταινίες που μέχρι τότε ήταν αδιανόητο να προβληθούν.
Από τότε, αν και δεν είχα καταλάβει πολλά, ήμουν 14 ετών, οι εικόνες της ταινίας και το άγριο τοπίο της Μακρονήσου είχαν καρφωθεί στο μυαλό μου.
Άκουσα πρώτη φορά για τη Μακρόνησο το 1989, από τον φίλο μου Αλέκο Εφρεμίδη, με την προτροπή να διαβάσω την “Ιστορία της Μακρονήσου” που είχε γράψει ο Νίκος Μάργαρης ως το καλύτερο ιστορικό βιβλίο - μαρτυρία πάνω στο θέμα.
Το διάβασα με καθυστέρηση, στα τέλη του 1994, αφού είχα ολοκληρώσει τη συνεργασία μου με τον Παντελή Βούλγαρη.
Πρώτη φορά βρέθηκα στη Μακρόνησο με αφορμή μια θεατρική παράσταση του Λάκη Καραλή το 1997.
Εκείνη η πρώτη επίσκεψη, το “Happy Day” στην προβολή της ΕΡΤ και η προτροπή του φίλου μου να διαβάσω το βιβλίο του Μάργαρη με “έδεσαν” με τη Μακρόνησο.
Εδώ έρχονται οι συμπτώσεις.
Ο Νίκος Μάργαρης ήταν ο άνθρωπος που επισκέφτηκε και συμβουλεύτηκε ο Παντελής Βούλγαρης όταν ξεκίνησε την έρευνα που τον οδήγησε στο “Happy Day”.
Ο Μάργαρης έμενε όλα τα χρόνια της μετά τη εξορία ζωής του σε ένα σπίτι στην οδό Ασκληπιού 52.
Ο Παντελής Βούλγαρης είχε μείνει κι εκείνος λίγο νωρίτερα, αρχές του εβδομήντα, στο διπλανό σπίτι στην οδό Ασκληπιού 50.
Εγώ με τη σειρά μου, χωρίς να γνωρίζω φυσικά τίποτα από όλα αυτά, έπιασα, το 1997, ένα σπίτι στην οδό Ασκληπιού 46. Ακριβώς δίπλα δηλαδή. Ήμασταν γείτονες μέσα στο χρόνο κατά κάποιο τρόπο.
Ο Μάργαρης είχε αποτελέσει εργαλείο και πηγή έμπνευσης τόσο για τον Παντελή, όταν εκείνος καταπιάστηκε με το “Happy Day” όσο και για μένα όταν ξεκίνησα το ντοκιμαντέρ μου για τη Μακρόνησο.
Ο Μάργαρης πέθανε το 2004, ήμασταν γείτονες για επτά χρόνια, αλλά δεν τον συνάντησα ποτέ.
Το Μαϊο του 2009 ζήτησα από τον Παντελή να πάμε στη Μακρόνησο και να κάνουμε το πορτρέτο του “Happy Day”.
Δέχτηκε με πολλή συγκίνηση.
Ξεκινήσαμε με διευθυντή φωτογραφίας τον Δημήτρη Κορδελά και βοηθό του τον Κώστα Γεραλή.
Μια ακόμα σύμπτωση ήταν πως όταν κάναμε το ταξίδι με τον Παντελή, εκείνες τις μέρες, παιζόταν στις αίθουσες, με μεγάλη επιτυχία, το ντοκιμαντέρ μου για τη Μακρόνησο.
Ενόψει του γυρίσματος με τον Παντελή αξιοποίησα τις επαφές μου με ντόπιους που με είχαν βοηθήσει τα προηγούμενα χρόνια και νωρίς το πρωί ξεκινήσαμε με μια λάντζα από το Λαύριο για τη Μακρόνησο.
Ο Παντελής είχε να επισκεφτεί το νησί από τότε. Από το 1975.
Εγώ το επισκεπτόμουν, πέρα από την πρώτη φορά του 1997, πολύ συχνά επί έξι χρόνια, μεταξύ 2001 - 2007, για τις ανάγκες της ταινίας που κάναμε μαζί με την Εύη Καραμπάτσου.
Ήμασταν και οι δυο συγκινημένοι. Και ο Παντελής και εγώ.
Όπως και ο Δημήτρης Κορδελάς, ο πατέρας του οποίου ήταν ένας λαμπρός αριστερός και άγρια κυνηγημένος εκείνα τα χρόνια.
Ξεκινήσαμε την κινηματογράφηση ήδη από την λάντζα καθώς πηγαίναμε.
Είχαμε κανονίσει να είναι αγκυροβολημένη κάπου κοντά, εκεί που μας κατέβαζε κάθε φορά, ώστε να την χρησιμοποιούμε και να προσεγγίζουμε γρήγορα όλες τις πλευρές του νησιού. Αυτοκίνητο, άλλωστε, δεν υπήρχε. Εκείνο που είχαμε χρησιμοποιήσει δυο χρόνια νωρίτερα, στο τελικό γύρισμα με τους τρεις βασικούς ήρωες της “Μακρονήσου”, την Αλέκα Παΐζη, τον Ηλία Στάβερη και τον Τάσο Ζωγράφο, δέσποζε παρατημένο και ξεχαρβαλωμένο πλέον, αποτελώντας μέρος κι αυτό της ερειπιώδους εικόνας του νησιού.
Πήγαμε παντού με τον Παντελή. Σε όλα τα απομεινάρια των ταγμάτων. Σε κάποιο σημείο υπήρχαν ακόμα, αρκετά καλοδιατηρημένα, σκηνικά από το “Happy Day”.
Κινηματογραφούσαμε ακατάπαυστα. Και περπατούσαμε διαρκώς. Σαν ένα road movie στη Μακρόνησο. Ο Παντελής βρέθηκε στην καλύτερη στιγμή του.
Ως αφηγητής ιστοριών από τα γυρίσματα της ταινίας του αλλά και γενικά από τη μαύρη ιστορία του νησιού.
Σε μια μέρα κάναμε γύρισμα που θα μπορούσε να είχε γίνει σε πέντε. Ο Δημήτρης Κορδελάς έκανε καταπληκτική δουλειά.
Είχαμε προετοιμαστεί ώστε τα κάδρα μας να φέρουν κάτι από το ανάλογο στήσιμο του “Happy Day”.
Και ο Δημήτρης το έκανε καταπληκτικά, στο φτερό, σε συνθήκες πολύ δύσκολες, στο απόκρημνο τοπίο της Μακρονήσου και με τον Παντελή να είναι χείμαρρος που δεν θέλαμε να διακόψουμε με κανένα τρόπο.
Η συνεργασία μου με τον Δημήτρη, εκείνη τη μέρα στη Μακρόνησο, είναι, μέχρι στιγμής, η καλύτερη που είχα ποτέ με διευθυντή φωτογραφίας στη ζωή μου.
Η πιο αρμονική και παραγωγική.
Προτού να πέσει το φως είχαμε ολοκληρώσει ένα γύρισμα γεμάτο συγκίνηση.
Καθώς μου μιλούσε ο Παντελής στην κάμερα αναφέρθηκε στην σύμπτωση της οδού Ασκληπιού. Και υπογράμμισε ότι ήταν πολύ συγκινημένος που κάναμε μαζί αυτή την ταινία για το “Happy Day”.
Εκείνος, που είχε κάνει την εμβληματική ταινία μυθοπλασίας για τη Μακρόνησο και εγώ που είχα κάνει το πιο πλήρες ντοκιμαντέρ πάνω στο ίδιο θέμα.
Και με αυτό τον τρόπο τήρησε την υπόσχεσή του, που μου είχε δώσει το μακρινό 1993, ότι θα μου μιλούσε εκτενώς για την εμπειρία του “Happy Day” όπως επίμονα του είχα ζητήσει από τη πρώτη μας κιόλας συνάντηση. Έστω και με καθυστέρηση 15 χρόνων, άξιζε τον κόπο...
Η ταινία για το “Happy Day” δεν ήταν απλώς το πορτρέτο - ακτινογραφία μιας κινηματογραφικής ταινίας.
Εξελίχθηκε σε μια ταινία εντός της οποίας υπήρχαν όλες οι επικαλύψεις και οι αφανείς διαστάσεις του θέματος.
Δομήθηκε πάνω στα εξής οπτικοακουστικά υλικά:
1. Το γύρισμα που κάναμε με τον Παντελή στη Μακρόνησο στις 2 Μαϊου 2009.
2. Υλικό από την προετοιμασία για το “Happy Day”, που μου έδωσε ο Παντελής και απεικόνιζε ένα ταξίδι που είχε κάνει τότε, το 1975, ο ίδιος και η ομάδα της ταινίας.
Και βλέπουμε τη Μακρόνησο όπως ήταν τότε.
3. Αυθεντικό αρχειακό υλικό, κινηματογραφικό και φωτογραφικό, που είχα συγκεντρώσει από τα τόσα χρόνια έρευνας που είχαν προηγηθεί και είχα ήδη χρησιμοποιήσει στη “Μακρόνησο”.
4. Εκτενή αποσπάσματα από το “Happy Day”.
5. Αρχειακό υλικό, προερχόμενο από τη Cinetic, που περιλάμβανε σπάνιες εικόνες και ήχο από τη βράβευση του “Happy Day” στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1976 και κυρίως τον Διονύση Σαββόπουλο να ερμηνεύει με μοναδικό τρόπο ένα τραγούδι, από αυτά που δεν μπήκαν τελικά στην ταινία, αλλά εξέφραζε καλύτερα από όλα το πνεύμα της.
Είναι φανερό, λοιπόν, στην ταινία ότι, πέρα από όσα σημαντικά καταθέτει ως μαρτυρία ο Παντελής, βλέπουμε τη Μακρόνησο και την ιστορία της μέσα από πολλαπλές διασταυρώσεις και επιστρωματώσεις.
Μέσα από μια ταινία μυθοπλασίας του 1975, τη Μακρόνησο δηλαδή ως θέμα που έχει περάσει μέσα από τη δραματουργική διαδικασία εκείνης της εποχής, μέσα από το αυθεντικό αρχειακό υλικό της περιόδου όπου έλαβαν χώρα τα γεγονότα (1947 - 1952) το οποίο απεικονίζει το νησί στις “δόξες του”, μέσα από ένα υλικό προετοιμασίας της ταινίας που είναι μη στοχευμένο και για αυτό αναδίδει μια σκληρή αυθεντικότητα, μέσα από ένα υλικό αρχείου, του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, που κουβαλά όλη τη φορτισμένη ιδεολογικά και συναισθηματικά πρόσληψη της ιστορίας της Μακρονήσου το 1976 και φυσικά το γύρισμα που κάναμε το 2009 με τον Παντελή όπου βλέπουμε τη σημερινή, σε κατάσταση πλήρους εγκατάλειψης εικόνα του, έτσι που οι μνήμες, ανάμεικτες με τη φθορά, έχουν δημιουργήσει μιαν άλλη, συνολική, εντύπωση.
Είναι αυτονόητο, από όσα κατέγραψα παραπάνω, ότι είμαι πολύ ευτυχής που έκανα τη συγκεκριμένη ταινία.
Η οποία αποτελεί ακόμα μια παραφυάδα της εμπλοκής μου στο θέμα Μακρόνησος.
Παραφυάδες οι οποίες μου έδωσαν τη δυνατότητα να προσεγγίσω, μέσα από αρκετές διαφορετικές ταινίες που ακολούθησαν, επί μέρους πλευρές του θέματος που δεν ήταν δυνατό να χωρέσουν στο ντοκιμαντέρ που επί τόσα χρόνια έκανα.
Σαν να μη τελειώνει ποτέ, οριστικά, μέσα μου αυτό το θέμα.