Η καθημερινή ζωή ενός υπέροχου λόφου που δεσπόζει στην Αθήνα, η οικονομική και κοινωνική κρίση όπως φαίνεται από ψηλά και μια συναρπαστική γιαγιά που μαζί με το σκύλο της φροντίζουν το εκκλησάκι του Άι - Γιώργη.
Πρόκειται για την πιο αυθεντική ταινία - παρατήρησης που έχω, μέχρι στιγμής, πραγματοποιήσει.
Η σειρά, στο σύνολο της, φέρει τη σφραγίδα του σημαντικού σκηνοθέτη Μάρκου Γκαστίν ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση είχε την ιδέα και ανέλαβε το ρόλο του παραγωγού.
Και τον διεκπεραίωσε με τον καλύτερο τρόπο.
Θεωρώ ότι πρόκειται για μια εξαιρετική σειρά ντοκιμαντέρ και από τις καλύτερες στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης. Και όχι μόνο πιθανώς.
Η αρχική ιδέα ήταν να πραγματοποιηθούν σε βάθος χρόνου, 12 ντοκιμαντέρ παρατήρησης και να κληθούν ισάριθμοι σκηνοθέτες που θα κάνουν οι ίδιοι τη βασική κάμερα, τον ήχο και θα αναλάβουν τη συνολική ευθύνη της κάθε ταινίας.
Στόχος ήταν να προκύψουν 12 ντοκιμαντέρ - παρατήρησης, με προσωπικό ύφος, που θα γυρίζονταν σε βάθος χρόνου, δεν θα περιλάμβαναν συνεντεύξεις, voice over, υλικό αρχείου και μουσική υπόκρουση.
Προϋπόθεση ήταν να εστιάζει η κάθε ταινία σε ένα συγκεκριμένο σημείο της πόλης, ένα μαγαζί, ένα σχολείο, ένα κέντρο διασκέδασης, ένα συνεργείο αυτοκινήτων, ένα κομμωτήριο, οτιδήποτε, και να δίνει μια ευδιάκριτη πινελιά της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης.
Είχαν ήδη πραγματοποιηθεί 3 ή 4 συναντήσεις του Μάρκου με τους σκηνοθέτες που είχαν επιλεγεί και οι οποίοι αποτελούσαν και αποτελούν, σε μεγάλο βαθμό, τον ανθό του ελληνικού ντοκιμαντέρ.
Στις συναντήσεις συζητούσαν όλοι για όλα τα θέματα. Σαν μια συλλογική διαδικασία σε εκείνο το αρχικό στάδιο.
Εγώ ήμουν πολύ απασχολημένος τότε και ζήτησα να πάω στην τελική συνάντηση για να καταθέσω την ιδέα για το μοναδικό επεισόδιο που απέμενε και δεν είχε ακόμα ανατεθεί.
Η αλήθεια είναι ότι λόγω του έντονου φόρτου εργασίας, παρά το ότι είχαμε συναντηθεί δυο φορές με τον Μάρκο και είχαμε συμφωνήσει σε όλα, δεν είχα καταλήξει σε κάποιο θέμα για να προτείνω.
Καθώς πήγαινα προς τη συνάντηση, σε ένα γραφείο παραγωγής στο Πεδίο του Άρεως, σκεπτόμουν ότι θα εξευτελιστώ όντας ο μόνος που δεν είχε κάτι να προτείνει.
Έφτασα και όλοι ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι.
Εύα Στεφανή, Κατερίνα Πατρώνη, Γεράσιμος Ρήγας, Ηλίας Δημητρίου, Γιώργος Σκεύας (τελικά δεν προχώρησε το δικό του σχέδιο), Κωνσταντίνα Βούλγαρη (ούτε το δικό της προχώρησε), Άγγελος Κοβότσος, Σταύρος Ψυλλάκης, Δάφνη Τόλη, Φάνης Καραγιώργος, Πόπη Λεγάκη, Νίκος Ζωιόπουλος, Γιάννης Μισουρίδης, ήταν ορισμένοι μόνο από τους κινηματογραφιστές.
Παρόντες επίσης ο Δημήτρης Κορδελάς, που είχε αναλάβει τη συνολική επιμέλεια της εικόνας, ο Χρόνης Θεοχάρης αντίστοιχα στο μοντάζ και ο Αντώνης Σαμαράς στον ήχο.
Κάθισα στο τραπέζι ανάμεσα στους άλλους, όντας ο τελευταίος που θα παρουσίαζε την ιδέα του.
Ήμασταν στον έκτο ή έβδομο όροφο και η θέα ήταν καταπληκτική.
Καθώς άκουγα τους άλλους το μάτι μου καρφώθηκε στην κορυφή του Λυκαβηττού. Στον Αι - Γιώργη.
Είχα βρει επιτέλους το θέμα μου!!! Έστω και την ύστατη στιγμή.
Σχεδόν αμέσως ήρθε η σειρά μου και παρουσίασα τη σκέψη μου σαν να την προετοίμαζα ήδη επί πολλές μέρες....
Η ιδέα μου άρεσε πάρα πολύ σε όλους.
Στη συνάντηση εκείνη τέθηκαν οι αυστηρές προδιαγραφές του ντοκιμαντέρ παρατήρησης που ήταν το ζητούμενο.
Όχι συνεντεύξεις και η κρίση να αναδύεται σε δεύτερο ή τρίτο επίπεδο. Να μην είναι πρωταγωνίστρια.
Παρά το ότι, χωρίς να το έχει καταλάβει κανείς, ήμουν ο τελευταίος που βρήκε το θέμα του, ήρθαν έτσι τα πράγματα ώστε να είμαι ο πρώτος από όλη τη ομάδα που ξεκίνησε την ταινία του.
Την επόμενη κιόλας της συνάντησης ανέβηκα στο Λυκαβηττό, εκείνη την πρώτη μέρα ήρθε και ο Μάρκος μαζί μου, και αμέσως βρέθηκε το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας.
Η γερόντισσα που φρόντιζε το ναό του Αι - Γιώργη και ο πιστός της σκύλος αποτέλεσαν το βασικό δίδυμο της ταινίας.
Ξεκίνησα αμέσως τα γυρίσματα. Ανέβαινα σχεδόν κάθε μέρα στο Λυκαβηττό. Ο Κλαούντιο κάποιες φορές ερχόταν μαζί μου αλλά τις περισσότερες λειτουργούσε αυτόνομα σε άλλες πλευρές του λόφου, ακολουθώντας άλλες βουβές δράσεις και ήμασταν σε επικοινωνία.
Η γιαγιά έμενε σε απόσταση λίγων μέτρων κάτω από το ναό.
Όπως ανεβαίνουμε τα σκαλοπάτια, έχοντας φτάσει σχεδόν στην κορυφή, λίγο πριν από την είσοδο του εστιατορίου.
Ξύπναγε πολύ νωρίς, άνοιγε το ναό, καθάριζε, άλλαζε τα κεριά ανά δυο ώρες, εξυπηρετούσε τους πιστούς και τους τουρίστες που έρχονταν στο ναό κ.λ.π.
Η γιαγιά, άνθρωπος ιδιόρρυθμος, φαινόταν να ζει σε μια δική της διάσταση του χρόνου.
Σαν μια Κυρά της Ρω που ζούσε όμως στην κορυφή της πόλης και επόπτευε τα πάντα.
Όπως είχαμε συμφωνήσει με τον Μάρκο και τους υπόλοιπους δεν υπήρχε συνέντευξη.
Όταν η γιαγιά αισθανόταν ότι ήθελε να μου μιλήσει το έκανε από μόνη της. Ούτως ή άλλως ήμουν εκεί πάρα πολλές ώρες και την παρατηρούσα άλλες φορές από κοντά και άλλες από απόσταση.
Εκτός από τη γιαγιά, όμως, καλύψαμε και όλες τις άλλες δράσεις που θα μπορούσαν να συμβαίνουν σε αυτό τον συναρπαστικό λόφο.
Μέρα και νύχτα.
Την καθημερινή λειτουργία του λόφου η οποία, στη διαρκή επανάληψη και στη λεπτομερή απεικόνισή της, γίνεται συναρπαστική. Αποκτά μια διάσταση καθημερινής ποίησης του ασήμαντου.
Οι άνθρωποι που τρέχουν, άλλοι που απλώς χαζεύουν και λιάζονται, κάποιοι άλλοι που βγάζουν βόλτα τα σκυλάκια τους, οι πιτσιρικάδες που κάνουν κόντρες με τα πατίνια και τις μηχανές τους όταν σουρουπώνει στο πλάτωμα έξω από το θέατρο, οι πιστοί που ανάβουν ένα κερί στον Αι - Γιώργη, οι τουρίστες που φωτογραφίζουν και φωτογραφίζονται μετά μανίας, η καθημερινή έπαρση και υποστολή της σημαίας από ένα άγημα στρατιωτών, η λειτουργία του τελεφερίκ και τόσα άλλα που συναποτελούν τη ζωή στο λόφο.
Εκτός από όλα αυτά ή μαζί με όλα αυτά, υπάρχει η γιαγιά, ως η σταθερή φιγούρα της καθημερινότητας του λόφου, πάντα με τον σκύλο της, η οποία αρκετές φορές εκνευρίζεται με τον καντηλανάφτη που αναλαμβάνει το απόγευμα, άλλες φορές χάνεται στις σκέψεις της και κάποιες άλλες, όπως στο περιστατικό με την “τρύπα”, μπορεί να αποκτά διαστάσεις σχεδόν μεταφυσικές.
Παράλληλα υπάρχει η θέαση της πόλης από ψηλά. Συνεχώς. Ως μια επαναληπτική διαδικασία και αυτή.
Και κάπου εκεί αισθανόμαστε και την κρίση. Από ψηλά παρατηρούμε την Πλατεία Συντάγματος και μια φοβερή και τρομερή διαδήλωση, στα τέλη του 2010, όπου πέφτουν βόμβες μολότοφ, τα ΜΑΤ κυνηγούν τους διαδηλωτές και αυτοί αντεπιτίθενται ενώ την ίδια στιγμή η γιαγιά απλώνει αμέριμνη τα ρούχα της έξω από τη μικρή της παράγκα.
Και τότε ένας Ταϊλανδός τουρίστας στρέφεται στην κάμερα, εξοντωμένος σχεδόν, καθώς όπως λέει ήθελε να επισκεφτεί το Μουσείο, ήθελε να πάρει το μετρό, ήθελε πολλά μέσα στις δυο μέρες που θα καθόταν στην Αθήνα αλλά η απεργία και οι ταραχές του τα χάλασαν όλα....
Και φυσικά η κρίση αναδύεται μέσα στον Αι - Γιώργη και το κήρυγμα του ιερέα που καλεί τους πιστούς να συνδράμουν στα συσσίτια της Εκκλησίας για τους χτυπημένους από την οικονομική λαίλαπα. Τότε, το 2010...
Υπάρχουν και στιγμές αναπάντεχες όπως δυο κορίτσια, όχι πάνω από δέκα χρονών, που παριστάνουν τις αρχαίες τραγωδούς έξω από το περιφραγμένο θέατρο του Λυκαβηττού, ένας άστεγος που μένει σε ένα παγκάκι τις νύχτες και κάθε πρωί μαζεύει τα πράγματά του, ένας κύριος με έναν ηλικιωμένο σκύλο που κουράζεται και σταματά να πάρει ανάσες, οι βροχές, τα χιόνια κ.λ.π.
Ξεχωριστή θέση στην ταινία έχει η αλλαγή του χρόνου.
Η οποία είναι συναρπαστική στον Άι - Γιώργη.
Από τη μια υπάρχει το πολυτελές εστιατόριο το οποίο συγκεντρώνει μέλη της άρχουσας οικονομικής τάξης με χλιδή και διάσημους σεφ για τη βραδιά της αλλαγής.
Από την άλλη, σε απόσταση μόλις δέκα μέτρων, στον περίβολο της Εκκλησίας, σε άμεση οπτική επαφή με όσους βρίσκονται στο εστιατόριο φορώντας επίσημο ένδυμα, υπάρχουν, πάμπολλοι που έχουν έρθει να γιορτάσουν την έλευση του καινούριου χρόνου έξω από τον Αι - Γιώργη, απολαμβάνοντας τα πυροτεχνήματα σε όλη την πόλη.
Άνθρωποι της μεσαίας τάξης αλλά και πολλοί φτωχοί μετανάστες, πολωνοί και ρώσοι, που έπιναν βότκες που είχαν φέρει μαζί τους, αλλά και άστεγοι που είχαν την ευκαιρία για κάτι διαφορετικό.
Η αντίθεση ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Όπως και η ανθρώπινη ενέργεια στην κορυφή του λόφου εκείνη τη νύχτα. Οι μεν σιωπηλοί και καθώς πρέπει. Οι άλλοι σε παραλήρημα χαράς, κεφιού και έκστασης ούρλιαζαν και έπιναν μέχρι τελικής πτώσης.
Και όταν ήρθε το ξημέρωμα ήμουν εκεί, λίγο πιο κάτω από την Εκκλησία, στη μέση του λόφου, για να κινηματογραφήσω τους κανονιοβολισμούς που επαναλήφθηκαν τρεις φορές στη διάρκεια της πρώτης μέρας του 2011.
Ήταν μια ταινία στηριγμένη στη βουβή δράση, στην ανάδειξη αυτού που φαίνεται ως ασήμαντο, με την κρίση να έχει γίνει αισθητή για τα καλά και τη γιαγιά, μαζί με το σκύλο της, να δημιουργούν ένα πολύ ιδιαίτερο και συγκινητικό ζεύγος...
Προέκυψε υλικό πάρα πολλών ωρών και το μοντάζ ήταν συναρπαστικό.
Η Δώρα έκανε, ως συνήθως, πάρα πολύ καλή δουλειά ενώ βοήθησε με τις παρατηρήσεις του και ο Μάρκος.
Είναι σημαντικό να υπάρχει παραγωγός, ενεργός, που είναι σε θέση να προσφέρει.
Μόνο που είναι εξαιρετικά σπάνιο να συμβεί...
Θυμάμαι την πρώτη προβολή της ταινίας που έγινε, μαζί με κάποιες άλλες από τη σειρά, για τα μέλη της ομάδας.
Εν τω μεταξύ είχαν αλλάξει κάποια δεδομένα. Η κρίση συμπεριλήφθηκε πολύ περισσότερο στις υπόλοιπες ταινίες ενώ δεν τηρήθηκε η συνθήκη της μη συνέντευξης στο βαθμό που είχαμε πει.
Εγώ, ξεκινώντας πρώτος από όλους χρονικά, είχα στο μυαλό μου ότι θα προχωρήσω σε αυτό το μοντέλο, της απόλυτης παρατήρησης, χωρίς καμιά αλλαγή. Και με την κρίση να έχει τη θέση της αλλά όχι να είναι πρωταγωνίστρια. Καθώς έτσι θα μπορούσε να υποχωρήσει η πιο υπαρξιακή και διαχρονική διάσταση της ταινίας.
Για μένα, άλλωστε, αυτό το στοιχείο του συγκεκριμένου ύφους, στον απόλυτο βαθμό πραγμάτωσής του, αποτελούσε το πιο ισχυρό κίνητρο.
Όταν λοιπόν, έγινε η προβολή και ολοκληρώθηκε είδα παγωμένα πρόσωπα γύρω μου.
Εκτός από τον Δημήτρη Κορδελά και τον Γιάννη Μισουρίδη όλοι οι υπόλοιποι ήταν μάλλον αμήχανοι.
Ίσως επειδή η ταινία είχε ξεφύγει κάπως από το τελικό ύφος της σειράς. Αν και στη ουσία κράτησε ατόφιο αυτό που είχε οριστεί στην αρχή.
Μετά, όμως, επιλέχθηκε σε ορισμένα πολύ καλά διεθνή φεστιβάλ τηλεοπτικών ντοκιμαντέρ, στην Αργεντινή και στη Γαλλία, γράφτηκαν και πολύ καλές κριτικές στον ελληνικό Τύπο και γενικότερα νομίζω ότι εκτιμήθηκε πολύ.
Είναι μια από τις πιο αγαπημένες και καλύτερές μου ταινίες.
Όχι μόνο επειδή αγαπώ παθολογικά το λόφο και τον επισκέπτομαι πολύ συχνά. Άλλωστε είμαι γείτονας, μένω ακριβώς κάτω από τον περιφερειακό του Λυκαβηττού εδώ και πολλά χρόνια.
Αγαπώ τη συγκεκριμένη ταινία, κυρίως, επειδή μου έδωσε τη δυνατότητα, κινηματογραφώντας ένα χώρο αγαπημένο και οικείο σε μένα, να δοκιμάσω στον απόλυτο βαθμό τα όρια του ντοκιμαντέρ παρατήρησης. Ένα είδος που με αφορά και με κινητοποιεί και ως θεατή και ως κινηματογραφιστή.