Σε εκείνη τη σειρά προσεγγίσαμε την ιστορία των μεγάλων ελληνικών ομάδων στο ποδόσφαιρο και το μπάσκετ με προεξάρχουσες τις Εθνικές ομάδες αντίστοιχα.
Ήταν μια εξαιρετικά φιλόδοξη σειρά. Η πρώτη ανάλογη στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης.
Είχε προηγηθεί συμφωνία μεταξύ ΣΚΑΪ και ΕΡΤ ώστε η τελευταία να μισθώσει αρχειακό υλικό για να είναι εφικτή η πραγμάτωση της σειράς στο πιο υψηλό ποιοτικό επίπεδο.
Την περίοδο εκείνη ο αγαπημένος φίλος, δημοσιογράφος Γιώργος Λυκουρόπουλος, ήταν διευθυντής στο αθλητικό τμήμα της “Καθημερινής”.
Στο ΣΚΑΪ είχαν αποφασίσει να κάνουν τη σειρά αλλά δεν είχαν εντοπίσει τον άνθρωπο που θα αναλάμβανε τη συνολική κινηματογραφική ευθύνη.
Υπήρχε μόνο ο Κωνσταντίνος Καμάρας, συγγραφέας και γιος του Αριστείδη Καμάρα, που θα έγραφε τα κείμενα της σειράς.
Ο Γιώργος Λυκουρόπουλος πρότεινε εμένα ως σκηνοθέτη και συνολικά υπεύθυνο, γνωρίζοντας την ιδιαίτερη σχέση μου με το αθλητικό αντικείμενο και με αυτό τον τρόπο ξεκίνησε μια αληθινή περιπέτεια.
Η ανάθεση ήταν για δεκαπέντε 45λεπτα επεισόδια που θα αναφέρονταν, με τη μέγιστη δυνατή λεπτομέρεια, στην ιστορία των μεγάλων ομάδων της Ελλάδας σε ποδόσφαιρο και μπάσκετ.
Είχαμε στη διάθεσή μας ένα χρόνο για να προετοιμάσουμε, να γυρίσουμε και να μοντάρουμε 15 επεισόδια.
Χρόνος εξαιρετικά περιορισμένος για ένα εγχείρημα τέτοιου μεγέθους.
Ευτυχώς γνώριζα πολύ καλά το αντικείμενο και δεν χρειάστηκε να διαβάσω και να ερευνήσω την ιστορία των ομάδων εκείνη τη στιγμή. Αλλιώς η πραγματοποίηση της σειράς θα ήταν εντελώς αδύνατη.
Υπήρξαν πολλές δυσκολίες σε παραγωγικά θέματα, για τις οποίες δεν έφερε ευθύνη το κανάλι, οι οποίες προκάλεσαν αντίστοιχα μεγάλα εμπόδια στη διαδικασία και στη δική μου δουλειά.
Πολύ περισσότερο που είχα ήδη αναλάβει τη συνολική ευθύνη της σκηνοθεσίας και των γυρισμάτων, του σχεδιασμού της σειράς, της ιστορικής τεκμηρίωσης, της διεκπεραίωσης όλων των συνεντεύξεων (χωρίς να υπάρχει σύμβουλος ή δημοσιογράφος), της συγκέντρωσης του ογκώδους και δύσκολου στον εντοπισμό του αρχειακού υλικού και παράλληλα έπρεπε να μοντάρω όλες τις ταινίες.
Άλλωστε δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Δεν υπήρχε σκηνοθέτης με την ειδική γνώση που διέθετα, ώστε να μπορεί σε κάθε μικρό ή μεγάλο ζήτημα ιστορικής ακρίβειας που ανέκυπτε να γνωρίζει τι πρέπει να γίνει και επιπλέον δεν υπήρχε χρόνος να εμπλακεί κάποιος άλλος καθώς κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε προβλήματα ύφους και συντονισμού με δεδομένο τον ελάχιστο χρόνο που είχαμε.
Από τη πλευρά μου είχα απόλυτη συνείδηση ότι η ευκαιρία ήταν πολύ μεγάλη, καθώς για πρώτη φορά στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης είχαμε, παρά τις δυσκολίες, τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουμε μια συνολική τοιχογραφία, μια πλήρη ιστορική καταγραφή του ελληνικού ποδοσφαίρου και μπάσκετ.
Ευτυχώς υπήρχαν, στο δημιουργικό κομμάτι της σειράς, ορισμένοι εξαιρετικοί συνεργάτες.
Με πρώτο και καλύτερο τον Κωνσταντίνο Καμάρα. Όταν διαπιστώσαμε ότι λόγω του είδους της δουλειάς, που ήταν ένα ζωντανό ντοκιμαντέρ που καθοριζόταν από το περιεχόμενο των μαρτυριών, σε συνδυασμό και με τον ασφυκτικό χρόνο, θα προέκυπταν δυσλειτουργίες στη διαδικασία, του πρότεινα να γράφω εγώ τα κείμενα ως προς το περιεχόμενο. Ώστε να μπορώ να ελέγχω τη ροή του μοντάζ, τη σχέση των κειμένων με τα λεγόμενα των ομιλητών καθώς και τη συνολική ισορροπία του κάθε επεισοδίου.
Εκείνος θα διαμόρφωνε τα κείμενα με το δικό του ιδιαίτερο λογοτεχνικό ύφος και επιπροσθέτως του πρότεινα να κάνει ο ίδιος την αφήγηση διαθέτοντας μια από τις πλέον κατάλληλες φωνές.
Όντας ο ίδιος ένας άνθρωπος με βαθιά γνώση του ποδοσφαίρου από την κούνια του, ως γιος του σπουδαίου Αριστείδη Καμάρα, σε συνδυασμό με την υπέροχη φωνή και τη συγγραφική του ιδιότητα, αποτελούσε τον ιδανικό συνεργάτη και συν - δημιουργό της σειράς.
Στη διεύθυνση φωτογραφίας ήταν ο σταθερός συνεργάτης και στενός μου φίλος Κλαούντιο Μπολιβάρ, στην έρευνα αρχείων καθοριστικό ρόλο είχε ο επίσης στενός φίλος δημοσιογράφος Άκης Παπαδόπουλος ενώ το μοντάζ είχε μοιραστεί σε έξι διαφορετικούς συνεργάτες και συνεργάτιδες. Οι σταθερές και μόνιμες Δώρα Μασκλαβάνου και Μυρτώ Λεκατσά, ο αγαπητός φίλος Κύρος Παπαβασιλείου καθώς και οι Γωγώ Μπεμπέλου, Θοδωρής Αρμάος και ο Δημήτρης Τόλιος με τους οποίους δουλέψαμε για πρώτη φορά μαζί.
Τα γυρίσματα κράτησαν συνολικά τέσσερις μήνες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Το μοντάζ ήταν ένας άθλος καθώς γίνονταν τέσσερα (!!) παράλληλα. Δυο από το πρωί μέχρι το απόγευμα και άλλα δυο από το απόγευμα μέχρι τη νύχτα. Και ήμουν διαρκώς εκεί καθώς έπρεπε να ελέγχω και την παραμικρή λεπτομέρεια. Καθώς άλλωστε οι μοντέρ, μη έχοντας σχέση με το αθλητικό αντικείμενο (εκτός από τον Κύρο) ελάχιστα γνώριζαν από το περιεχόμενο.
Παράλληλα συγκεντρωνόταν, με τεράστιες δυσκολίες και αναποδιές, το τηλεοπτικό και κινηματογραφικό αρχειακό υλικό που ερχόταν από την ΕΡΤ και το Εθνικό Οπτικοακουστικό Αρχείο (τα παλιά επίκαιρα δηλαδή).
Επίσης πλήθος φωτογραφιών, εφημερίδων, περιοδικών κ.λ.π.
Σε μεγάλο βαθμό αυτό προήλθε από βιβλιοθήκες στις οποίες ανέτρεξα, το προσωπικό μου αρχείο καθώς και τα αντίστοιχα αρχεία πολλών από τους ομιλητές.
Το αρχείο που συνολικά συγκεντρώθηκε αποτελεί ένα εντελώς πρωτοφανές εγχείρημα.
Με ειδική γνώση τόσο των αναγκών της σειράς όσο και των αρχείων στα οποία ψάχναμε, εξασφαλίσαμε υλικό τεράστιας αξίας και σημασίας.
Αντίστοιχα, οι μαρτυρίες ήταν πάρα πολλές, εξαιρετικά πλούσιες σε αριθμό και ποιότητα ώστε να καλύπτουν όλη τη γκάμα των θεμάτων που προσεγγίζαμε.
Αθλητές, προπονητές και δημοσιογράφοι αποτέλεσαν την ανθρώπινη μαγιά.
Πολλοί εξ αυτών μίλησαν κυριολεκτικά για πρώτη φορά.
Άλλοι ήταν ξεχασμένοι. Υπήρχαν τεράστια ονόματα που μόνο με την παρουσία τους ανέσυραν μνήμες και δημιουργούσαν συγκίνηση.
Το ακόμα καλύτερο, όμως, ήταν η τόλμη και το ρηξικέλευθο των μαρτυριών αλλά και της αφήγησης της σειράς.
Ακούστηκαν για πρώτη φορά απόψεις, γεγονότα, ερμηνείες και ανέκδοτα περιστατικά έτσι ώστε αθροιζόμενα με τα αρχειακά υλικά και τη συνολική αφήγηση να διαμορφώνουν μια ιστορία των δυο κορυφαίων αθλημάτων της Ελλάδας, με τρόπο συναρπαστικό και κυρίως πρωτότυπο.
Η σειρά συνιστά σπουδαίο ντοκουμέντο τόσο για τα πρόσωπα που εμφανίζονται και αρκετά από αυτά έχουν ήδη πεθάνει, όσο και για τον πλούτο των αρχειακών υλικών καθώς και την ιστορική ακρίβεια και πιστότητα.
Και θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν ήταν μια σειρά απλώς για να λιβανίσει και να σταθεί με τρόπο ενθουσιαστικό στα μεγάλα κατορθώματα των ομάδων.
Πιστεύω ότι οι στιγμές μεγαλείου πρέπει να “πατάνε” στις μεγάλες καταστροφές και στις αποτυχίες. Ώστε με αυτόν τον τρόπο ο θεατής ή και ο οπαδός ακόμα, θα είναι σε θέση να καταλάβουν και να νιώσουν την πραγματική ακολουθία της εξέλιξης.
Ότι τίποτα δεν χαρίστηκε από τον ουρανό. Ότι όσα σπουδαία κατορθώματα δείχνουμε στην κάθε ταινία ήρθαν με αίμα και δάκρυα. Όπως συμβαίνει και στη ζωή άλλωστε.
Επιπροσθέτως, όμως, η σειρά διέθετε αντικειμενικότητα, έτσι ώστε να απευθύνεται σε όλους ανεξαιρέτως, πάμπολλες εναλλαγές εικόνων και ιστοριών και ασφαλώς αξιομνημόνευτους χαρακτήρες. Τα πρόσωπα, έτσι όπως αναδείχθηκαν, αφού τους δόθηκε επαρκής τηλεοπτικός χρόνος γι αυτό, απέκτησαν χαρακτηριστικά δραματικών ηρώων, που ένωσαν το θεατή με τις μνήμες των πατεράδων και των παππούδων του και όλα αυτά, μαζί, με την Ιστορία της Ελλάδας.
Ασφαλώς αισθάνομαι περήφανος για τη σειρά αυτή. Θα ήταν ψέμα αν το έκρυβα.
Και αισθάνομαι επίσης στενοχώρια που προβλήθηκε ουσιαστικά μονάχα μια φορά, το φθινόπωρο του 2009, με ελάχιστες επαναλήψεις κάποιων μεμονωμένων επεισοδίων.
Θα πρέπει να σημειώσω ότι από τη δική μου πλευρά, λόγω του συνολικού πλούτου του υλικού, έχοντας κατά νου ότι ένα τέτοιο εγχείρημα δεν επαναλαμβάνεται εύκολα στην Ελλάδα, πρότεινα εκτός από τις 45λεπτες εκδοχές, που προορίζονταν για την τηλεοπτική προβολή του ΣΚΑΪ, να ετοιμάσω και μεγαλύτερες εκδοχές.
Χωρίς δική μου επιπρόσθετη αμοιβή. Παρά μόνο κάποιες χαμηλές επιπρόσθετες αμοιβές που πήγαν απευθείας σε όσες και όσους έκαναν το μοντάζ.
Όπως και έγινε. Επρόκειτο οι μεγάλες εκδοχές, όπως είχαμε συμφωνήσει, να αξιοποιηθούν στα DVD που δόθηκαν μαζί με τις αντίστοιχες εκδόσεις για την ιστορία των ομάδων.
Τελικά αυτό δεν συνέβη ποτέ. Δόθηκαν οι γνωστές 45λεπτες εκδοχές. Δεν γνωρίζω για ποιο λόγο.
Από την πλευρά μου παρέδωσα επιπλέον μεγάλες εκδοχές των 70, 90, 100 ακόμα και 120 λεπτών ανά περίπτωση. Εκτός από τέσσερα επεισόδια, που δεν χρειάστηκε, όλα τα άλλα έχουν και μεγάλες εκδοχές.
Οι οποίες μεγάλες εκδοχές είναι αυτό που είχα ονειρευτεί και θεωρώ ότι είναι διαμάντια.
Εκατό φορές ανώτερες και πιο πλήρεις από τις γνωστές 45λεπτες εκδοχές.
Τις έχουν παρακολουθήσει ελάχιστοι άνθρωποι στους οποίους μπόρεσα να τις προωθήσω χέρι με χέρι.
Και τις έχουν θαυμάσει όλοι.
Για τους θεατές, όμως, αλλά και τον σταθμό, η σειρά αυτή παραμένει ένα φάντασμα ως προς την αληθινή της αξία. Το πλήρες της περιεχόμενο.
Μακάρι κάποια στιγμή ο ΣΚΑΪ να προβάλλει στο μέλλον τις ολοκληρωμένες εκδοχές. Υπάρχουν στην ταινιοθήκη τους. Έχουν στα χέρια τους ένα συγκλονιστικό ντοκουμέντο και ενδεχομένως ο ίδιος ο Γιάννης Αλαφούζος να μην το γνωρίζει καν.
Ίσως το μεγαλύτερο παράσημο αυτής της σειράς να είναι οι πολλές χιλιάδες προβολές της στο You Tube.
Η σειρά έχει αναρτηθεί ήδη από τότε. Υπάρχουν όλα τα επεισόδια ολόκληρα καθώς και πάμπολλες ενότητες, με θεματική αυτοτέλεια, που έχουν αναρτηθεί αυτοσχέδια από χρήστες, ως αυτόνομα μικρά επεισόδια.
Και σε πολλές περιπτώσεις ατόφια αποσπάσματα από τη σειρά, και από τα 15 επεισόδια, αποτελούν τον κορμό άλλων διαδικτυακών ρεπορτάζ ή καινούριων ντοκιμαντέρ που έχουν αναρτηθεί και εξακολουθούν να ανεβαίνουν στο διαδίκτυο.
Η διαδικτυακή επιτυχία αποτελεί και την ουσιαστική δικαίωση μιας σπάνιας σειράς (ζητώ συγνώμη για το αυτάρεσκο της αναφοράς) που θα έπρεπε να προβάλλεται πολύ συχνά ολόκληρη και μάλιστα στη μεγάλη της εκδοχή.
Κανονικά αυτή η σειρά θα έπρεπε να είχε γίνει από την ΕΡΤ. Αφενός λόγω του αρχειακού υλικού, που ήταν σε ένα σημαντικό μέρος δικό της, αφετέρου λόγω του ρόλου της ως Κρατικής Τηλεόρασης. Γι αυτό θέλω να υπογραμμίσω ότι η πρωτοβουλία του ΣΚΑΪ για μια τέτοια σειρά ήταν σπουδαία και πρωτοφανής για τα δεδομένα της ελληνικής τηλεόρασης.